ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ακόμη ένα λάθος δημοψήφισμα

ακόμη-ένα-λάθος-δημοψήφισμα-447403

Του Κώστα Πώποτα*

Γράφω όπως το σκέφτομαι, πρωί Σαββάτου 27/6, 8 το πρωί πριν η Βουλή κλειστεί να αποφασίσει.

Αν κάποιος – όπως εγώ – υπήρξε αντίθετος στην ιδέα του δημοψηφίσματος Παπανδρέου το 2010, πρέπει για λόγους συνέπειας να παραμένει αντίθετος στην ιδέα ενός δημοψηφίσματος σε περίπου ίδια βάση και ίδιες συνθήκες. Θα θυμίσω βέβαια και μία βασική διαφορά: το εντέλει ανακληθέν δημοψήφισμα Παπανδρέου θα γινόταν σε διάστημα δύο μηνών από την ανακοίνωση, αντίθετα με το τωρινό που θυμίζει την εισαγωγή μεταμεσονύκτια τροπολογιών για ψήφιση στη βουλή. Για να χρησιμοποιήσω διατυπώσεις που είχαν δημόσια γίνει το 2010, ο πρωθυπουργός βρισκόμενος σε απελπισία βγάζει από το μανίκι ένα υποτιθέμενο άσσο, γνωστό από καιρό ότι ανταποκρίνεται ως ύστατη σκέψη σε σχεδιασμό προκειμένου να αποφευχθεί η προσφυγή σε κάλπη και να εκτεθεί στην οργή του λαού ο οποίος πρόσφατα του έδωσε υψηλό ποσοστό.

Ο θεσμός του δημοψηφίσματος που είναι ανώριμος στην Ελλάδα δεν προσφέρεται για την επίλυση πολιτικών προβλημάτων. Και η γνώμη μου αυτή δεν αλλάζει από το γεγονός ότι ο Γ. Παπανδρέου τάχθηκε στο τέλος του περασμένου μήνα υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφίσματος ούτε από την αναμενόμενη διαπίστωση ότι το ενδεχόμενο του δημοψηφίσματος «επικοινωνείτο» (sic) συστηματικά από κυβερνητικούς κύκλους εδώ και καιρό.

Στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας το τελευταίο δημοψήφισμα ανατρέχει στην πρώιμη μεταχουντική περίοδο με ένα τότε καθαρό ερώτημα: βασιλευόμενη δημοκρατία ή αβασίλευτη. Η δεύτερη πρόταση έλαβε συντριπτική πλειοψηφία.

Δεν θα επιμείνω στη συζήτηση για την αντισυνταγματικότητα του δημοψηφίσματος γιατί θεωρώ οριακά υποκριτική τη συζήτηση στη βάση αυτή η οποία δείχνει ένδεια επιχειρημάτων. Το άρθρο 44 παρ. 3 του συντάγματος ορίζει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η συζήτηση για την δημοσιονομική παράμετρο της παρ 4 αφορά μόνο τα ψηφισμένα νομοσχέδια άρα δεν έχει καμιά έννοια στην παρούσα φάση. Ομως γι’ αυτό ακριβώς το λόγο είναι άκαιρη και η αρχηγική εμφάνιση της προέδρου της Βουλής η οποία προέτρεξε να καταγγείλει ως μη πατριωτική κάθε αντίθεση στο ΟΧΙ θέση. Διότι μόνο στην περίπτωση της παρ. 4 έχει ρόλο και προσυπογράφει το διάταγμα διεξαγωγής δημοψηφίσματος η Πρόεδρος της Βουλής.

Το πώς οργανώνεται ένα δημοψήφισμα ορίζεται από τον νόμο 4320/2011 (που ψηφίστηκε όταν ουσιαστικά διαπιστώθηκε ότι δεν είχαμε πλαίσιο για την οργάνωση δημοψηφισμάτων μετά την πρωτοβουλία Παπανδρέου).

Σύμφωνα με το άρθρο 2 το δημοψήφισμα προκηρύσσεται με προεδρικό διάταγμα το οποίο προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και μόνο προκειμένου για εθνικό θέμα (η Πρόεδρος της Βουλής θα προσυπέγραφε μόνο αν επρόκειτο για ψηφισμένο νομοσχέδιο, που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα). Ορίζεται επίσης ότι ο χρόνος διεξαγωγής του ορίζεται από την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής. Υποθέτω ότι η αντιπολίτευση θα θέσει εναλλακτική πρόταση όσον αφορά την ημερομηνία δημοψηφίσματος, η οποία θα πρέπει να ψηφιστεί κατά προτεραιότητα. Πάντως η ψηφοφορία διεξάγεται εντός τριάντα ημερών από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος με έντυπο ψηφοδέλτιο.

Το ερώτημα ή τα ερωτήματα και οι απαντήσεις τους πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και σύντομο και να αναφέρονται ειδικά στο προεδρικό διάταγμα προκήρυξης του δημοψηφίσματος με χρήση των όρων ΝΑΙ και ΟΧΙ ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καθορίζει η Ολομέλεια της Βουλής στην απόφαση της για τη διενέργεια δημοψηφίσματος ενώ υπάρχουν και λευκά ψηφοδέλτια (άλλο βέβαια το ερώτημα του ότι υπολογίζονται ως άκυρα).

Φυσικά όπως και για κάθε άλλη εκλογή καμιά μέριμνα για τους απόδημους Έλληνες δεν υπάρχει.

Το αποτέλεσμα δημοψηφίσματος για την παρούσα νομική βάση (κρίσιμο εθνικό θέμα) είναι δεσμευτικό, όταν στην ψηφοφορία λάβει μέρος τουλάχιστον το σαράντα τοις εκατό (40%) όσων έχουν εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους – και σε αυτούς περιλαμβάνονται και οι Απόδημοι! (η εκδίκηση του Αποδήμου μπορεί να εκφραστεί με την αποχή).

Αξία έχει να δούμε τα πολιτικά χαρακτηριστικά και κυρίως ελαττώματα του δημοψηφίσματος σ’ αυτή τη φάση. Διότι είναι πολιτικά ολισθηρό να παγιδεύεις τον πολίτη ενώπιον ενός ασαφούς και εξαιρετικά τεχνικού ερωτήματος.

Μια βδομάδα ζύμωση για ένα ζήτημα τόσο σοβαρό ώστε να απαιτεί την διεξαγωγή δημοψηφίσματος, αναιρεί την ίδια τη σοβαρότητα του θεσμού. Καμία προεκλογική συζήτηση δεν θα επιτρέψει στον πολίτη να καταλάβει ποιο είναι το διακύβευμα ιδίως όταν επί πέντε μήνες η κυβέρνηση αρνείτο κάθε δημόσια ή κοινοβουλευτική ενημέρωση με την πρόφαση του μυστικού της διαπραγμάτευσης. Και κυρίως το ερώτημα θα μείνει έωλο αν «οι θεσμοί» αποσύρουν τις προτάσεις τους.

Όλα αυτά δείχνουν ότι το πρώτο ουσιαστικά μεταπολιτευτικό δημοψήφισμα κινδυνεύει να καταγραφεί ως αποτυχημένος πολιτικός πειραματισμός που θα αποδυναμώσει ουσιαστικά τον θεσμό για το μέλλον.

Και τέλος ανεξάρτητα από τακτικισμούς και φτηνά κόλπα – και το λέω όντας κατεξοχήν πολέμιος των προώρων εκλογών – αν θεωρείς ότι ως κυβέρνηση εξάντλησες τα όπλα σου παραιτείσαι.

Περιμένω τα πρώτα «προεκλογικά» πυρά της καμπάνιας για να σχολιάσω κι άλλο.

*Ο γράφων εκφράζει απόψεις καθαρά προσωπικές.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου