ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Να (ψηφί)ζει κανείς ή να μην (ψηφί)ζει

να-ψηφίζει-κανείς-ή-να-μην-ψηφίζει-447516

Γράφει ο Χάρης Δημητρίου, Πληρεξούσιος Υπουργός Α’ ε.τ.

Για πάρα πολλούς Ελληνες η απάντηση στο δημοψήφισμα που αποφάσισε η Βουλή είναι εξαιρετικά δύσκολη. Διότι το «ναι» σημαίνει αποδοχή τής πρότασης των δανειστών που είναι δυσβάσταχτη, ενώ το «όχι» δεν συνεπάγεται έξοδο από την κρίση, αλλά αντίθετα πιθανότατα μάς οδηγεί εκτός ευρώ, αφού είναι απίθανο να αλλάξουν τα δεδομένα τής διαπραγμάτευσης.

Πέραν όμως της δυσκολίας που οφείλεται στη σύγχυση που ενέχει η πρόταση τής κυβέρνησης τόσο ως προς τις ενδεχόμενες συνέπειες (πολιτικές και οικονομικές) όσο και ως προς τη συνταγματικότητά της, πολλοί Ελληνες αισθάνονται και μια ακόμη δυσκολία. Μια δυσκολία που οφείλεται στο ότι το δημοψήφισμα δεν παρέχει τη δυνατότητα στους πολίτες να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους για την παταγώδη αποτυχία όλων των κομμάτων (εξαιρώ το Ποτάμι γιατί είναι νέο κόμμα, το ΚΚΕ λόγω ιδεολογικής σκλήρυνσης κατά πλάκας και τη Χρυσή Αυγή λόγω βλακείας) να αποβαλκανοποιήσουν τη χώρα.

Πράγματι για όσους δεν στηρίζουν τυφλά ένα κόμμα και εξαρτούν την ψήφο τους από την επιτυχία ή αποτυχία των προγραμμάτων κάθε κυβέρνησης, η απογοήτευση είναι μεγάλη και διαχρονική: από τις κυβερνήσεις τού Ανδρέα Παπανδρέου που, παρά ορισμένες τομές που έκανε, διέλυσε τη δημόσια διοίκηση, θεσμοποίησε το φακελάκι και διασπάθισε τη κολοσσιαία βοήθεια τής ΕΟΚ. Από την κυβέρνηση τού Κ. Μητσοτάκη που έπεσε ανοήτως πριν ολοκληρώσει το πρόγραμμά της. Από την κυβέρνηση τού Κ. Σημίτη που έβαλε την Ελλάδα στο ευρώ με αμφίβολης νομιμότητας μεθόδους, κυρίως όμως με την υπερχρέωση τής χώρας επ’ ευκαιρία των Ολυμπιακών τού 2004. Από τις κυβερνήσεις τού Κ. Καραμανλή που αντί να επανιδρύσει τη χώρα ισχυροποίησε το κομματικό κράτος διογκώνοντας στο έπακρο το κρατικό χρέος. Από την κυβέρνηση τού Γ. Παπανδρέου που κορόιδεψε τον ελληνικό λαό με το «λεφτά υπάρχουν» για να προχωρήσει λίγους μήνες μετά στον μεγαλύτερο δανεισμό στην ιστορία τής ΕΕ. Από την κυβέρνηση τού Αντ. Σαμαρά που στάθηκε ανίκανη να κάνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, μεταφέροντας υστερόβουλα στον ΣΥΡΙΖΑ το βάρος τής ολοκλήρωσης τού μνημονίου. Και τέλος από την κυβέρνηση τού Αλέξη Τσίπρα που κέρδισε τις εκλογές με ψεύτικες υποσχέσεις και μετά από “μη διαπραγματεύσεις” πέντε μηνών οργανώνει δημοψήφισμα με ερώτημα στο οποίο, όπως είπα, πάρα πολλοί Έλληνες δυσκολεύονται να απαντήσουν, ενώ άλλοι – όχι αβάσιμα – θεωρούν προμελετημένο βήμα εξόδου από το ευρώ με τραγικές συνέπειες για την πλειοψηφία τού κόσμου.

Δεν θα είχαμε ασφαλώς φτάσει σε αυτό το σημείο εάν είχαν ακουστεί οι φωνές ορισμένων ανθρώπων τού πνεύματος, όπως ο Χρ. Γιανναράς, που χρόνια τώρα φωνάζουν για πλήρη αναθεώρηση τού Συντάγματος, ώστε να καταργηθεί η κομματοκρατία και να εξυγιανθεί ο δημόσιος βίος. Δυστυχώς, εκείνοι που μπορούσαν να παίξουν αποφασιστικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση αδιαφόρησαν, όπως για παράδειγμα ο προηγούμενος Πρόεδρος Δημοκρατίας Κάρ. Παπούλιας, παιδί και αυτός τού ίδιου κομματικού κατεστημένου ή οι Ακαδημαϊκοί μας, οι οποίοι ασχολούνται με την έκδοση λεξικού τής ελληνικής που ώσπου να εκδοθεί έχει γίνει παρωχημένο, αντί να παρεμβαίνουν για να διορθώνουν τα κακώς κείμενα στη χώρα μας.

Από την πλευρά των πολιτών, η ψήφος διαμαρτυρίας (που στη χώρα μας μπορεί να εκφραστεί μόνο με μια μαζική αποχή, κυρίως όμως με τα άκυρα ψηφοδέλτια) έχει απαξιωθεί με ευθύνη των κομμάτων εξουσίας που ερμηνεύουν αυτές τις δυο μορφές διαμαρτυρίας σαν δήθεν «τεμπελιά» ή «ανευθυνότητα». Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα έφτασαν να αποσιωπήσουν τελείως τα σχετικά νούμερα στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων! Αντίθετα σε άλλες χώρες «που πήραν τη δημοκρατία από την Ελλάδα» οι πολίτες μπορούν να εκφράσουν την αντίθεσή τους σε νόμους ή πολιτικές με διάφορους τρόπους: από τη νομοθετική πρωτοβουλία που παρέχεται απευθείας στους πολίτες (Ελβετία) μέχρι το ψηφοδέλτιο «κατά όλων των κομμάτων» (Ουκρανία).

Ετσι μπροστά στο παραπάνω δίλημμα προσωπικά σκέφτηκα αρχικά την Κυριακή να ρίξω στην κάλπη ένα χαρτί που θα γράφει «ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ – ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΚΟΜΜΑΤΟΚΡΑΤΙΑ». Μετά όμως σκέφτηκα ότι δεν θα εντυπωσιάσω ούτε καν τον δικαστικό αντιπρόσωπο που θα το διαβάσει και έτσι άρχισα να το ξανασκέπτομαι. Χάρις στο θέαμα που παρουσίασε η Βουλή το προηγούμενο Σάββατο και κυρίως χάρις στη συμπεριφορά τής Προέδρου τής Βουλής, τελικά αποφάσισα: Την Κυριακή θα ψηφίσω «ναι». Οχι διότι δεν είμαι κι εγώ αγανακτισμένος με τη στάση των ευρωπαίων «εταίρων» μας. Οχι διότι πείστηκα από τα επιχειρήματα των κ.κ. Σαμαρά, Βενιζέλου και Θεοδωράκη. Όχι διότι θέλω να εφαρμοσθεί το πρόγραμμα λιτότητας των δανειστών. Οχι διότι φοβούμαι τι θα φέρει το «όχι». Αλλά διότι θέλω να πιστεύω ότι με το «ναι» η ανεκδιήγητη αυτή κυβέρνηση – τσούρμο θα αναγκασθεί να παραιτηθεί και θα πάμε σε εκλογές, από τις οποίες τίποτε χειρότερο δεν μπορεί να προκύψει. Το πιθανότερο είναι ότι θα μείνουν εκτός Βουλής οι «ψεκασμένοι» και κανένα από τα άλλα κόμματα δεν θα έχει την απόλυτη πλειοψηφία.

Ετσι, με λίγη καλή τύχη οι πολιτικοί μας θα αναγκασθούν να συναινέσουν σε κυβέρνηση συνεργασίας με επικεφαλής – ελπίζω – ένα σοβαρό τεχνοκράτη που θα βάλει τάξη στα πράγματα. Παρά τις κραυγές των πολιτικών, κανένας τεχνοκράτης – πρωθυπουργός (Ξ. Ζολώτας, Λ. Παπαδήμος) δεν ζημίωσε τη χώρα όσο οι Ανδρέας και Γιώργος Παπανδρέου, Κ. Καραμανλής, Αντ. Σαμαράς και τώρα ο Αλ. Τσίπρας. Αντίθετα μάλιστα. Και αν τους είχαν αφήσει να κυβερνήσουν πάνω από λίγους μήνες ίσως να είχαμε αποφύγει πολλά από τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν όταν ξαναπήραν βιαστικά τη σκυτάλη οι «σοφοί» πολιτικοί μας.

Βεβαίως η κουλτούρα τής κυβερνητικής συνεργασίας των κομμάτων (και πολύ περισσότερο των κυβερνήσεων μειοψηφίας) είναι άγνωστη στη χώρα μας, όπου τα κόμματα επιδιώκουν πάση θυσία την απόλυτη πλειοψηφία για να έχουν και την απόλυτη εξουσία να κυβερνούν όπως θέλουν, κάποτε όμως πρέπει να προσαρμοσθούν και αυτά. Άλλωστε τα πρώτα βήματα έχουν ήδη γίνει: η ΝΔ συγκυβέρνησε με το ΠΑΣΟΚ (και για λίγο και με τη ΔΗΜΑΡ), ενώ σήμερα συγκυβερνούν αρμονικά ο αριστερός ΣΥΡΙΖΑ με τους υπερ-δεξιούς ΑΝΕΛ. Γιατί όχι αύριο και τα τέσσερα προ-ευρωπαϊκά κόμματα με επικεφαλής πρόσωπο κοινής αποδοχής; Έτσι η ευθύνη για όποια συμφωνία θα είναι μοιρασμένη και κανένα κόμμα δεν θα μπορεί να κατηγορεί το άλλο για «υποτέλεια» ή «ανικανότητα».

Και έτσι ίσως περάσουμε σε μια νέα γενιά πολιτικών που θα έχουν μάθει και να συνομιλούν μεταξύ τους και να συναποφασίζουν για το καλό τής χώρας και όχι μόνο τής κομματικής τους πελατείας. Και ίσως ακόμη τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ – έστω και άθελά του – με το διλημματικό δημοψήφισμα τής 6ης Ιουλίου βοηθήσει να περάσουμε από την εποχή των κραυγών στην εποχή τού πολιτισμένου διαλόγου. Αρκεί οι πολίτες να μην παρασυρθούν από τις κορώνες τής κ. Κωνσταντοπούλου και τα θεατρινίστικα δάκρυα τού κ. Καμμένου ούτε αργότερα από τις βέβαιες εκκλήσεις τής Ν.Δ. για «ισχυρή, αυτοδύναμη κυβέρνηση».

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου