ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Τα χτυποκάρδια (1911) ενός σεβαστού μας προγόνου»

τα-χτυποκάρδια-1911-ενός-σεβαστού-μας-πρ-567664

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Καλοί μου φίλοι, μη βιάζεστε να με πετροβολήσετε επειδή, πιο κάτω και από περιέργεια, ίσως θα διαβάσετε ένα γράμμα, που δικός μας πρόγονος το έστειλε στην καλή του τον Ιούλιο του έτους 1911, πριν δηλαδή εκατόν πέντε χρόνια και εγώ απερίσκεπτα το προωθώ σε σας, (γι’ αυτό νευριασμένοι θα μου ρίχνετε -υποθέτω- κοτρώνες) με τη δικαιολογημένη ετυμηγορία πως, ενώ καλά γνωρίζω ότι ασχολείστε με εκείνα τα σοβαρά προβλήματα κρίσης και «…κρίσεων» και δεν έχετε ελεύθερο χρόνο να κοιτάξετε άλλα γράμματα και άλλες… γραφές, εγώ ο αδιόρθωτος, παριστάνοντας τον ανήξερο, σας βομβαρδίζω με άσχετα πράγματα, ιδιαίτερα στην τωρινή περίοδο.

Θα μου επιτρέψετε με ειλικρίνεια να απολογηθώ και να πω ότι απόλυτα συμφωνώ μαζί σας, επειδή εκείνα τα άλυτα προβλήματα δεν είναι μόνο προσωπικά σας. Ανήκουν σε χιλιάδες ή και σε εκατομμύρια συμπατριώτες μας (ανάμεσά τους και εγώ) γι’ αυτό θα έπρεπε να σεβαστώ αυτή σας την προσοχή και την μελαγχολική, θα έλεγα, αυτοσυγκέντρωσή σας.

Αλλά με ειλικρίνεια σας λέγω ότι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, σας κοινοποιώ την προ 100νταετίας συνταχθείσα τούτη γραφή, προκειμένου να λάβετε γνώση και για λίγο έστω, εγώ ο άσχετος σε τέτοιες συμβουλές, που μόνο ειδικοί επιστήμονες μπορούν να προσφέρουν, κατορθώσω να σας αποσπάσω από κείνη την δύσκολη περισυλλογή σας, που καθημερινά κουβαλάτε, κουβαλάμε μέσα μας, και η οποία περισυλλογή, αντί να επιλύει εξισώσεις πρώτου ή δευτέρου βαθμού, δυστυχώς θολώνει περισσότερο το νου μας, στον οποίο νου, συσσωρεύονται η δυστυχία, η απογοήτευση και η απόγνωση.

Σκέφτηκα πως, ένα μας γέλιο και μια αναπόληση στα αθώα πολύ παλιά χρόνια των δικών μας σεβαστών προγόνων, ίσως αυτό το γέλιο και αυτή η αναπόληση, μας χαρίσουν εκτός από γέλιο και μια ανάπαυλα, ένα τρόπον τινά σταθμό ξεκούρασης του θολωμένου μας νου, που συνεχώς απασχολείται με εκείνες τις δύσκολες εξισώσεις.

Μια λοιπόν που στα χέρια μου έπεσε αυτό το γράμμα του καλού μας προγόνου, του σεβαστού μας μπαρμπα – Γιώργου, το γνωστοποιώ σε σας, με την απόλυτη πιστή αντιγραφή του και προφορά λέξεων και σας παρακαλώ να το διαβάστε με προσοχή.

Εκτός από το γέλιο που θα σας χαρίσει, πολλά πιστεύω θα μάθετε, ιδιαίτερα οι νεώτεροι, για εκείνες τις εποχές και για εκείνα τα χρόνια, με τα πολύ αυστηρά ήθη και έθιμα που ανά την Ελλάδα επικρατούσαν και που ίσως να ήταν καλύτερα από τα τωρινά, που η «θάλασσα», ναι μεν έγινε « γιαούρτι», αλλά χάθηκαν τα «κουτάλια» και μαζί μ’ αυτά, χάθηκε και η λαχτάρα που «απ’ αλάργα και πήσου απ΄τη θημουνιά, συ κήταζι του κουρίτσ» κι «λαχτάρζι» η «καρδηάς». Διαβάστε όμως το γράμμα του Γιώργου, να «μουρφουθήτι» περισσότερο.

«Εν Μοίρους τη 24η Ιουλήου 1911.

Βάια, όταν πήγα στου πουτάμ να κουλμπήσου κη σήδα στου πουτάμ να πέρνς νηρό μη τη φτσέλα ση λαχτάρση η καρδηάμ κη αλήθηα σλέου.

Οταν ηγό μάζηβα καναδηό τσηρένια χουρτάρ στου ληκουπύστομ , σήδα να μηκτάς απ’ αλάργα πήσου απ’ τη θημουνηά κη ση αγάπσα πουλή κη θέλου να ση παντρηφτού.

Μηθάβρηου στου παγγήρ θα πάου στην ακλησιά κη μόλης η παπάς απουλής την ακλησιά, ηγό θα ήμη μη τάλα τα πηδηά κατ απ την ακακήα στου ηψουματάκ, γηα να ση βλέπου πθά χουρέβς, στου σηργηάν.

Ση στέλνου τούτου του γράμα μη τη γηάνηνα, κη δόστου να στου δηαβάσνη στ’ αλήθεια όμους, αλά Βάια προυσουχή, να μη του μάθ΄ η μανηάς, κη ήστηρα αν του μαθ΄ η μανηάς θα του μαθ΄ ούλου του χουριό.

Αμα μαγαπάς κησή κη θέλς να ση παντρηφτού, όταν ηγό γηρνάου απού τα πρόβατα μη του γάλα, μηά αξάλ ήληους, θα ήμη μπρουστά στη ρούγα απ΄τού σπήτ, κη κάνημη ένα σηνηάλου μη του μαντήλ, κηγό θα καταλάβου να του που στη μανηάμ, να του πη στουν πατεράμ κη στη μάναμ.

Η μάναμ ήστηρα θα τουπή στη γηάνηνα η ουπήα θα του πη στου μπατέρας κηάμα θηλής η πατέρας, κη συμφουνής μη του μπατέραμ ηγό θα πάου στην Καρδίτσα κη θα ση πάρου ένα σταβρό».

ΓΙΩΡΓΟΣ

Σημείωση 1

Αχ σεβαστέ μπαρμπα-Γιώργο, που ν’ άξερες ότι θ’ αρχόταν μέρα που δε θα χρειαζόταν συγκατάθεση του πατέρας και της μάνας, προκειμένου να ενωθείς με την αγαπημένη σου Βάια. Σήμερα οι γονείς δεν κάνουν τον… καμπόσο. Σήμερα προσεύχονται και παρακαλούν η Βάια, η Σταυρούλα, η Μαρία η Πενταγιώτισσα και δεν ξέρω σε πιο όνομα ακούγονται οι «τσούπρες» τους, σήμερα, επαναλαμβάνω, προσεύχονται και παρακαλούν να βρουν τον όποιο Γιώργο τους. Και βρίσκοντάς τον ούτε καν το λένε στους γονείς και δεν τρέχουν σε Ιερείς και Ληξίαρχους, τους οποίους κυριολεκτικά αγνοούν.

Εγκαθίστανται σε κάποιο χώρο, ζουν τον έρωτά τους και όταν αυτός «ξεθυμάνει», χωρίς πολλές διατυπώσεις και δικαστικά παράβολα χωρίζουν τα τσανάκια τους και στη συνέχεια ψάχνουν για άλλον ή άλλη που και ο «άλλος ή η άλλη» είναι υπό δοκιμή και πάει …λέγοντας. Αλλά είπαμε, πως η θάλασσα έγινε μεν «γιαούρτι» και τα «κουτάλια» δυστυχώς χάθηκαν αλλά εκτός των κουταλιών, χάθηκε και η όμορφη παραδοσιακή οικογένεια.

Σημείωση 2

Το χωριό Μοίρους είναι το σημερινό Μύρινα Καρδίτσας.

Ερμηνείες λέξεων: 1/ Φτσέλα = ξύλινο βαρελάκι το οποίο γέμιζε με περίπου 5 κιλά νερό. 2/Τσιρένι = μικρός σωρός από χορτάρι. 3/Λυκοστίμι = χορτολιβαδική τοποθεσία. 4/Θημωνιά – Μεγάλος σωρός από μπάλες χόρτου ή από δέματα σταχιών προς αλωνισμό. 5/Αλάργα = μακρυά. 6/Μανιά-γιαγιά. 7/Αξάλη = βουκέντρα. 8/Ρούγα = αυλή ή γειτονιά.

Το ιστορικό γράμμα του σεβαστού μας προγόνου, του Γιώργου, ήρθε στα χέρια μου με την ευγενική χειρονομία του καλού μου φίλου κ. Στέφανου Δ. Παπαβαρσάμη, τον ευχαριστώ.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου