ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Να τραβηχτεί η «κουρτίνα» των Μνημονίων

να-τραβηχτεί-η-κουρτίνα-των-μνημονί-582891

Του Μάκη Γ. Μπαλλή, Βουλευτή Μαγνησίας του ΣΥΡΙΖΑ

Είναι δυνατόν να κάνεις εξεταστική επιτροπή για τις αποφάσεις ένταξης της χώρας στο καθεστώς των Μνημονίων, χωρίς να διερευνήσεις και το πώς έφθασε η χώρα σε αυτό το επίπεδο; Χωρίς, δηλαδή, νε ερευνήσεις τις πολιτικές αποφάσεις βάσει των οποίων η οικονομία οδηγήθηκε στο σημείο να αναγκαστεί να προσφύγει στην εξωτερική οικονομική βοήθεια;

Το ερώτημα το έθεσε πρώτος, μάλλον, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημ.

Παπαδημούλης με το γνωστό twitter αμέσως μετά την κατάθεση της πρότασης για εξεταστική επιτροπή από το σύνολο των κοινοβουλευτικών ομάδων που στηρίζουν την κυβέρνηση. Ενα ερώτημα εύλογο και πολιτικά ορθό, αν επιδιώκεις να αναζητήσεις τις πολιτικές ευθύνες του παρελθόντος και τις συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις που οδήγησαν τη χώρα στον γκρεμό. Γι’ αυτό και η κριτική, από την αντιπολίτευση, ότι επιδίωξη της πολιτικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης είναι να εξαιρέσει από την έρευνα την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Κ. Καραμανλή και να επικεντρωθεί στην περίοδο από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου και μετά. Στην περίοδο, δηλαδή, από την απόφαση της ένταξης της χώρας στη βοήθεια του ΔΝΤ και της Ε.Ε., με την υπογραφή των δύο Μνημονιακών συμβάσεων.

Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ, επανειλημμένα έχουν δηλώσει ότι είναι προφανείς οι ευθύνες και της κυβέρνησης της Ν.Δ. της περιόδου 2004-2009, για την κακή οικονομική κατάσταση και τη λανθασμένη δημοσιονομική πολιτική. Τις ίδιες ευθύνες, άλλωστε έχει και η προηγούμενη κυβέρνηση, με Σημίτη, για τα SWAPPS, το Χρηματιστήριο κ.ά., αλλά και προηγούμενες από αυτόν κυβερνήσεις. Η αναζήτηση ευθυνών, έτσι, καταλήγει σε μία συνεχή αναδρομή σε πολιτικές και αποφάσεις στο παρελθόν, με τον κίνδυνο να αγνοηθούν ενδεχόμενες και ποινικές ευθύνες για δηλώσεις και πράξεις όχι μόνο κυβερνητικών στελεχών αλλά και κρατικών αξιωματούχων που ίσως και εσκεμμένα επιδείνωσαν την οικονομική κατάσταση της χώρας. Αλλωστε, επιδίωξη δεν μπορεί να είναι μόνο η απόδοση ευθυνών στο πολιτικό προσωπικό παρελθόντων περιόδων, με κάποια διάθεση ρεβανσισμού. Στο κάτω – κάτω, οι πολιτικές αποφάσεις κρίθηκαν στην κάλπη και οι τέτοιες ευθύνες αποδόθηκαν. Τι γίνεται, όμως, με συγκεκριμένες δράσεις και πολιτικές, οι οποίες πολλές φορές έχουν καταγγελθεί αλλά ποτέ δεν διερευνήθηκαν; Τι γίνεται με τις δικογραφίες που αραχνιάζουν στα συρτάρια γραφείων της Βουλής χωρίς ποτέ να έχουν αξιολογηθεί και αξιοποιηθεί;

Υπάρχουν συγκεκριμένα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν και αυτά πρέπει να απασχολήσουν την υπό σύσταση εξεταστική επιτροπή:

  • Πώς πάρθηκε η απόφαση και γιατί αναθεωρήθηκε το έλλειμμα κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες από την ΕΛΣΤΑΤ;
  • Δεν πρέπει να διερευνηθεί η δικογραφία που υπάρχει για το συγκεκριμένο θέμα κατά του τότε επικεφαλής της Στατιστικής Υπηρεσίας;
  • Γιατί αγνοήθηκαν οι επισημάνσεις του ΔΝΤ, πριν ακόμη υπογραφεί το πρώτο Μνημόνιο, ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα «δεν βγαίνει» για την Ελλάδα»; Οι καταθέσεις του Παν. Ρουμελιώτη, όπως και οι ταυτόσημες δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων, κατά την κρίσιμη περίοδο του 2009-2010, ποτέ δεν αξιοποιήθηκαν επίσης.
  • Πότε επιτέλους θα ανοίξουν προς διερεύνηση οι 10-15 δικογραφίες για το Μνημόνιο που παραμένουν αναξιοποίητες τόσα χρόνια στη Βουλή; Τα διάσπαρτα στοιχεία των φακέλων, δεν θα πρέπει κάποτε να συστηματοποιηθούν, να συσχετισθούν, για να δούμε αν προκύπτουν αξιόποινες ποινικές πράξεις;

Για το τελευταίο, έχει αξία να θυμηθούμε το περιεχόμενο της κατάθεσης του Παν. Ρουμελιώτη, τότε εκπροσώπου της Ελλάδας στο ΔΝΤ και αναπληρωτή εκτελεστικού διευθυντή του Ταμείου. Με στοιχεία και προσωπικές μαρτυρίες που περιλαμβάνονται και στο βιβλίο του «Το άγνωστο παρασκήνιο της προσφυγής στο ΔΝΤ» (εκδόσεις Λιβάνη 2012). Αποκαλύπτει ο ίδιος, ότι πριν ακόμη μπούμε στο ΔΝΤ είχε επισημανθεί στον Γ. Παπανδρέου και λίγο αργότερα στον Γ. Παπακωνσταντίνου ότι «το σύνηθες πρόγραμμα και η πάγια πολιτική του ΔΝΤ δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί στην Ελλάδα, διότιδεν υπήρχε το όπλο της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος για να αποκατασταθεί η ελλειμματική ανταγωνιστικότητα», ότι «οι μειώσεις μισθών και συντάξεων θα συρρικνώσουν την οικονομία», ενώ αποκαλύπτει ότι παρά τις υποδείξεις δεν έγινε καμιά διαπραγμάτευση πριν την υπογραφή του Β’ Μνημονίου (το οποίο, να θυμίσω, δεν είχε καν διαβάσει πριν το ψηφίσει ο κ. Μιχ. Χρυσοχοΐδης). Το πιο σημαντικό, όμως, είναι η αποκάλυψή του ότι οι πάντες γνώριζαν πως μόνη λύση ήταν η έγκαιρη αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά η τότε ελληνική κυβέρνηση αρνιόταν να το συζητήσει, παρά τις σχετικές υποδείξεις από τον Μάρτιο του 2010 προς τον τότε πρωθυπουργό, από τον Στρος Καν και την εταιρία συμβούλων ΛΑΖΑΡ που χρησιμοποιούσε ο Γ. Παπανδρέου.

Το ζητούμενο δεν είναι να κριθούν πολιτικές επιλογές, να κριθεί ως προς τις πολιτικές του αποφάσεις συλλήβδην το μνημονιακό πολιτικό προσωπικό.

Ερευνητέες, επαναλαμβάνουμε, είναι οι πιθανές ποινικές ευθύνες, τόσο πολιτικών προσώπων όσο και αξιωματούχων. Κυρίως εκείνων που οι προηγούμενες κυβερνήσεις έσπευσαν να τους δώσουν ασυλία για τις αποφάσεις τους και τον κεντρικό τους ρόλο στην εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Τι συνέβη, αλήθεια, με την ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών;

Πώς φθάσαμε και γιατί στο PSI που στέρεψε τα Ασφαλιστικά Ταμεία και τα Νοσοκομεία από τα αποθεματικά τους; Ποιοί κέρδισαν από αυτές τις αποφάσεις; Ποιός λόγος τις επέβαλε; Αυτά είναι κρίσιμα, για τον ελληνικό λαό, ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν.

Είναι ενδεικτικό, ότι στην πρόταση για εξεταστική επιτροπή που κατατέθηκε δεν υπάρχουν αναφορές για συγκεκριμένα ονόματα υπουργών ή άλλων προσώπων. Σκοπός δεν είναι να περιστραφεί η συζήτηση γύρω από συγκεκριμένους, όπως υποστηρίζει η αντιπολίτευση, αλλά να αναζητηθει ποιοι λόγοι υπαγόρευσαν την ένταξη στο ΔΝΤ, ποιοι απέκλεισαν την κρίσιμη περίοδο 2009-2010 το υποδεικνυόμενο από κάθε πλευρά κούρεμα του χρέους, ποιοι και γιατί, σε αντίθεση με τις παρατηρήσεις ακόμη και του ΔΝΤ, έκριναν ως σκόπιμη τη δραματική μείωση των μισθών και των συντάξεων, που οδήγησε σε συρρίκνωση της ζήτησης και επομένως σε μείωση του ΑΕΠ (κάτι που αυτομάτως οδήγησε σε δυσμενή αλλαγή του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, άρα σε λήψη κι άλλων επώδυνων μέτρων).

Υπάρχει κανείς, που δεν θέλει απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα; Εννοώ πλην εκείνων που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εμπλέκονται στη λήψη των σχετικών αποφάσεων και στην εφαρμογή των συγκεκριμένων πολιτικών. Για την αλήθεια των ιστορικών δεδομένων, αξίζει να θυμηθούμε τα πολιτικά πρόσωπα που σε κάθε περίοδο πήραν τις συγκεκριμένες αποφάσεις και ο ρόλος των οποίων φυσικά και πρέπει να διερευνηθεί, μαζί με εκείνον των στελεχών οργανισμών και υπηρεσιών που συνέβαλαν στη λήψη των αποφάσεων. Είναι, άλλωστε, οι περίοδοι που θα αποτελέσουν και αντικείμενο έρευνας της εξεταστικής επιτροπής:

Την περίοδο Οκτωβρίου 2009 – Μαΐου 2010, όπου έχουμε την Α’ δανειακή σύμβαση, με κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου και αρμόδιους υπουργούς τους Φ. Σαχινίδη, Γ. Παπακωνσταντίνου, Θ. Πάγκαλο. Την μετέπειτα περίοδο, μέχρι το Νοέμβριο του 2011, με προσθήκη του Ευ. Βενιζέλου στη θέση του Θ. Πάγκαλου. Τον Νοέμβριο του 2011 μέχρι το Μάιο του 2012, με την καταστροφική απόφαση Βενιζέλου, που ο ίδιος θεωρεί σωτήρια για τη χώρα, για το PSI, με κυβέρνηση Παπαδήμου και τον Ζανιά σε κεντρικό ρόλο. Τέλος, την περίοδο μέχρι τον περασμένο Ιανουάριο, των κυβερνήσεων Σαμαρά και την προσθήκη στο επιτελείο της οικονομικής πολιτικής των Σταϊκούρα, Στουρνάρα, Χαρδούβελη.

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα για τους χειρισμούς, τις αποφάσεις, τον λόγο των συγκεκριμένων επιλογών, δεν είναι μόνο για να διευκρινισθούν τα κρίσιμα ζητήματα του τρόπου που αντιμετωπίστηκε η κρίση και το χρέος. Πρωτίστως είναι για να αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα, την πολιτική, τους θεσμούς και -εντέλει- την ίδια τη Δημοκρατία. Οχι για να διασκεδασθούν οι αμφιβολίες, αλλά για να αποκατασταθεί η πεποίθηση ότι η Δημοκρατία, όταν λειτουργούν σωστά οι θεσμοί, προστατεύει το δημόσιο συμφέρον από τους λίγους που προτάσσουν το προσωπικό όφελος.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου