ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Το σημερινό πρόσωπο των δολοφόνων της μνήμης

το-σημερινό-πρόσωπο-των-δολοφόνων-της-665751

Ημέρα μνήμης Ελλήνων Εβραίων μαρτύρων και ηρώων του Ολοκαυτώματος

Το γεγονός ότι φέτος προτάθηκε σε έναν δημοσιογράφο να μιλήσει αυτή τη μέρα λέει πολλά. Για το Ολοκαύτωμα θα έπρεπε βέβαια να μπορούμε να μιλήσουμε όλοι. Γιατί το Ολοκαύτωμα δεν είναι μόνο μια από τις σκληρότερες στιγμές του ανθρώπινου γένους, αλλά η πιο ακραία έκφραση της φρίκης που συνόδευσε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η σχεδιασμένη βιομηχανικά παραγωγή της μαζικής εξόντωσης. Ακόμα και σήμερα, δεν έχουμε πάψει να αναζητούμε τρόπους να προσεγγίσουμε αυτή τη φρίκη, ακόμα και λέξεις για να την περιγράψουμε, εξαιτίας ακριβώς της εγγενούς δυσκολίας να δεχτούμε ως αληθινό εκείνο που συνέβη, με τον τρόπο και στην έκταση που συνέβη. Η επιλογή ενός δημοσιογράφου να σταθεί σ’ αυτό το βήμα υποδηλώνει όμως και κάτι άλλο: ότι εβδομήντα χρόνια από την πτώση του ναζισμού το Ολοκαύτωμα διατηρεί ακόμα μια σχέση με την επικαιρότητα. Διαπίστωση οδυνηρή αλλά δυστυχώς πραγματική.

Θα μου επιτρέψετε να μην απευθυνθώ σε σας, αγαπητά μέλη της Ισραηλιτικής Κοινότητας. Γιατί αλίμονο! Τι θα μπορούσα εγώ να πω σ’ εσάς για τη Σοά, τη βιωμένη οδύνη του εβραϊκού λαού; Μιλώ προς όλους τους άλλους. Κι αυτούς που βρίσκονται εδώ μαζί μας, θεωρώντας ότι έχουν λύσει σε προσωπικό επίπεδο το ζήτημα. Και όσους αρκούνται στην τυπική διατύπωση κάποιου παρηγορητικού λόγου, όταν τους δίνεται αφορμή. Και κυρίως όλους εκείνους που θεωρούν όλα αυτά υπερβολικά, ξεπερασμένα, εφόσον υποτίθεται ότι αναφέρονται σε ένα σκοτεινό παρελθόν που έχουμε αφήσει μια και καλή πίσω μας.

Βέβαια χάρη στην γκροτέσκα ανάδυση του νεοναζισμού στον πυρήνα του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν μπορεί κανείς σήμερα να επικαλεστεί άγνοια και να εισηγηθεί εφησυχασμό. Αλλά θα ήμασταν αφελείς αν περιορίζαμε στην εγκληματική συμμορία που βρίσκεται υπό δικαστική διερεύνηση την επικαιρότητα του μηνύματος που τιμάμε σήμερα. Δεν είναι η Χρυσή Αυγή εκείνη που έφερε τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και την άρνηση του Ολοκαυτώματος στον δημόσιο λόγο. Συνέβη δυστυχώς το αντίστροφο. Η εδραίωση επί δεκαετίες στα μέσα ενημέρωσης και στην καθημερινή πολιτική αντιπαράθεση μιας ρητορικής που αντλεί επιχειρήματα από την αντιεβραϊκή συνωμοσιολογία, και δεν διστάζει να επικαλείται ακόμα και το πιο άθλιο αντισημιτικό πλαστογράφημα, τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», ήταν εκείνη που άνοιξε το δρόμο για τους γνήσιους επίδοξους συνεχιστές του εθνικοσοσιαλισμού. Και καθιστά εύκολα ερμηνεύσιμη την αντοχή αυτού του μορφώματος, παρά το γεγονός ότι είναι τόσο ξένο προς τις διακηρυγμένες αρχές της σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατίας.

Θέλω να πω ότι ο αιφνιδιασμός του ελληνικού πολιτικού συστήματος από την εμφάνιση των νεοναζί είναι σε μεγάλο βαθμό υποκριτικός. Θυμίζει τηρουμένων των αναλογιών εκείνο που συνέβη με τη λεγόμενη επιδημία της σβάστικας το 1959-1960 σε παγκόσμια κλίμακα. Μόλις δεκατέσσερα χρόνια από το κλείσιμο των στρατοπέδων του θανάτου σημειώθηκαν σε όλο τον δυτικό κόσμο και κυρίως τη Δυτική Γερμανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Λατινική Αμερική σειρά αντισημιτικών ενεργειών, βανδαλισμοί, βεβηλώσεις και επιθέσεις που συντάραξαν τότε την κοινή γνώμη που διαπίστωσε με απόγνωση ότι η λήξη του πολέμου δεν συνοδευόταν με την οριστική νίκη επί του ναζισμού. Ηταν μια προειδοποίηση ότι δεν είχε τελειώσει τίποτα ακόμα. Οτι η αποκάλυψη των στρατοπέδων εξόντωσης, των θαλάμων αερίου και των μεθόδων της «τελικής λύσης» δεν ήταν αρκετά για να σταματήσει να δηλητηριάζει μερίδες του πληθυσμού σε πολλές χώρες ο σύγχρονος πολιτικός αντισημιτισμός, μπολιασμένος από τις προγενέστερες θρησκευτικές μορφές ιουδαιοφοβίας. Και είναι γεγονός ότι από εκείνη τη μακρινή περίοδο επρόκειτο η ανθρωπότητα να ζήσει και άλλους κύκλους αντισημιτικών επεισοδίων μικρής ή μεγαλύτερης έντασης, αλλά πάντοτε σε σχεδόν πλανητική κλίμακα, χωρίς να δοθεί μέχρι σήμερα ικανοποιητική εξήγηση ούτε να υποδειχτεί αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης του φαινομένου.

Εξαιρείται μήπως η χώρα μας απ’ αυτή τη θλιβερή εικόνα; Δυστυχώς όχι. Δεν μπορούμε να τιμήσουμε τη σημερινή μέρα αν δεν αναμετρηθούμε ανοιχτά με τη διαπίστωση ότι ο αντισημιτισμός υπήρξε σταθερό γνώρισμα της ελληνικής κοινωνίας. Ότι ενδημούσε ακόμα και σε τμήματα του κρατικού μηχανισμού, σε θεσμούς και σε μέσα ενημέρωσης, ενώ τα φαιά σημάδια του μπορούμε να τα ανιχνεύσουμε από την περίοδο της απελευθέρωσης μέχρι σήμερα. Για λόγους που έχουν σχέση με τη δική μας ιστορία, η χώρα δεν έζησε πραγματική αποναζιστικοποίηση, καθώς τα στελέχη του δωσιλογισμού αναδείχτηκαν σε πόστα του βαθέος κράτους, των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας, ενώ αργότερα επάνδρωσαν και το δικτατορικό καθεστώς. Από την άλλη πλευρά, η απελευθερωμένη μητέρα πατρίδα δεν υπήρξε φιλόξενος τόπος υποδοχής ούτε για τους Ελληνες Εβραίους που διασώθηκαν περνώντας στην εαμική αντίσταση, αλλά ούτε για τους επιζήσαντες των στρατοπέδων.

Βέβαια σήμερα ακόμα και οι φανατικοί εθνικοσοσιαλιστές δεν αποδέχονται την κατηγορία του αντισημίτη. Είτε τη μασκαρεύουν με τη μετωνυμία του «αντισιωνιστή» είτε δηλώνουν παντελώς αδιάφοροι για το ζήτημα, εφόσον αυτοί ως γνήσιοι απόγονοι «τρανών προγόνων» δεν μπορούν να συγκριθούν με τους «λαούς της ερήμου». Αλλά εκεί που συγκλίνουν με τους υπόλοιπους σύγχρονους αντισημίτες είναι στην αποστροφή τους γι’ αυτό που τιμάμε σήμερα. Η προσπάθειά τους να εξαλείψουν από τη μνήμη και τη σκέψη μας το Ολοκαύτωμα των έξι εκατομμυρίων.

Είναι οι σημερινοί «δολοφόνοι της μνήμης», σύμφωνα με την έξοχη διατύπωση του Πιερ Βιντάλ Νακέ. Και αυτοί οι δολοφόνοι της μνήμης έχουν σήμερα πολλά όπλα:

Πρώτο όπλο: Η απώθηση: Σύμφωνα μ’ αυτή τη διαδομένη αντίληψη «εμείς οι Έλληνες δεν είμαστε ρατσιστές ούτε φυσικά αντισημίτες». Την καθησυχαστική αυτή διαβεβαίωση διαψεύδουν εδώ και αρκετές δεκαετίες οι έρευνες της κοινής γνώμης. Ήδη το 1986 σε έρευνα της ΕΥΡΩΔΗΜ οι πολίτες του Λεκανοπεδίου απαντούσαν στο ερώτημα «πόση εμπιστοσύνη έχουν στους Εβραίους» (εννοείται τους Έλληνες Εβραίους) 57% αρνητικά και μόνο 37% θετικά. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τους Μουσουλμάνους ήταν σχεδόν ταυτόσημα: 58 και 35%. Και στο κρίσιμο ερώτημα αν θεωρούν τους Εβραίους στην Ελλάδα τόσο Έλληνες όσο και τους υπόλοιπους πολίτες της χώρας η απάντηση ήταν μόλις 49% θετική. Το 41% απάντησε αρνητικά: όχι! Οι Εβραίοι δεν είναι Ελληνες!

Μήπως βελτιώθηκε η εικόνα αυτή; Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας συντελέστηκε μια βαθιά μετάλλαξη στην ελληνική κοινωνία που σημαδεύτηκε από τη μαζική εισροή μεταναστών, την ανάπτυξη ενός αισθήματος εθνικής περικύκλωσης μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων και, τέλος, από τη διαμάχη των ταυτοτήτων. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε σημαντικές αλλαγές που όμως δεν έγιναν αισθητές σε πολιτικό επίπεδο παρά πολύ πρόσφατα. Υπήρξε καταρχήν η δημιουργία μιας στρατιάς αλλοδαπών εργαζομένων, οι οποίοι απασχολούνταν στις πιο υποβαθμισμένες εργασίες. Αυτός ο νέος εθνοτικός (φυλετικός) διαχωρισμός που επιβλήθηκε στον καταμερισμό εργασίας υποβοήθησε την εμπέδωση του ρατσισμού σε όλη την κοινωνία. Σ’ αυτή την κατεύθυνση έπαιξαν σημαντικό ρόλο τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία τότε πρωτοδημιουργήθηκαν και άντλησαν οφέλη από τη διασπορά του φόβου, από την απειλή και το έγκλημα του «Άλλου». Και παρά το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι «άλλοι» δεν είχαν καμιά σχέση με Εβραίους, αναπτύχθηκε παράλληλα ο αντισημιτισμός, εφόσον ο αρχετυπικός «Άλλος» του σύγχρονου ρατσισμού δεν είναι παρά ο Εβραίος. Λίγα χρόνια αργότερα οι κήρυκες του ρατσισμού θεώρησαν ότι δικαιώθηκαν, όταν διέκριναν πίσω από την αλλαγή των ταυτοτήτων και πάλι τον προαιώνιο εχθρό του έθνους. Και πολύ πιο πρόσφατα, όταν κατόρθωσαν να δώσουν φυλετικά χαρακτηριστικά στις πολυεθνικές τράπεζες που βρέθηκαν στη δίνη της παγκόσμιας κρίσης ή, ακόμα χειρότερα, σ’ εκείνες που δανείζουν το ελληνικό κράτος.

Γι’ αυτό το λόγο είναι εντελώς υποκριτική η αναρώτηση «πώς είναι δυνατόν να ευημερεί στη χώρα μας ένα νεοναζιστικό μόρφωμα με αντιεβραϊκή ρητορική». Όπως ήδη υπαινίχθηκα, δυστυχώς συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η Χρυσή Αυγή οφείλει σε ένα βαθμό τη δημοφιλία της στην αντισημιτική της προπαγάνδα. Και είναι ίσως ενδεικτικό για τα στερεότυπα που κυριαρχούν στη δική μας κοινωνία το γεγονός ότι αντίθετα από τους ομοϊδεάτες τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίοι από τη δεκαετία του 1990 φρόντισαν να μεταλλάξουν την αντισημιτική τους προπαγάνδα σε ισλαμοφοβική, στοχοποιώντας τους μετανάστες, οι οποίοι προέρχονταν σε μεγάλο βαθμό από μουσουλμανικές χώρες, οι εγχώριοι ναζιστές εξακολουθούν να υποδεικνύουν τον «Αιώνιο Εβραίο» ως εχθρό του έθνους, ενώ θεωρούν ότι πρέπει να συμμαχήσουν με φονταμενταλιστικά ισλαμικά κινήματα προκειμένου να εξασφαλίσουν την επικράτησή τους.

Δεύτερο όπλο: Η συγκάλυψη: Αυτή η δεύτερη βεβαιότητα συνοψίζεται στο ότι όσα κρούσματα αντισημιτισμού διαπιστώνουμε στην Ελλάδα είναι συγκριτικά ελάχιστα σε σχέση με το εξωτερικό. Ακόμα και εκείνα τα κρούσματα που φτάνουν στο φως της δημοσιότητας καλύπτονται αμέσως με ένα διπλό πέπλο σιωπής. Οι ίδιοι οι άμεσα θιγόμενοι δεν επιδιώκουν για ευνόητους λόγους μεγάλη δημοσιότητα, ίσως επειδή όπως έχει αποδειχτεί σε πολλές περιπτώσεις τα κρούσματα αυτά προκαλούν απρόβλεπτους μιμητές, όπως συνέβη στην ανεξιχνίαστη ακόμα επιδημία της σβάστικας. Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι ακόμα και οι αρχές ή τα μέσα ενημέρωσης δυσκολεύονται να εξιχνιάσουν και να αντιμετωπίσουν αυτές τις επιθέσεις, παρά το γεγονός ότι εκτείνονται σε όλη την Ελλάδα και ξεκινούν από βεβηλώσεις και βανδαλισμούς σε ιερούς χώρους και φθάνουν μέχρι εμπρησμούς. Χαρακτηριστική η περίπτωση της Ρόδου, όπου το τοπικό τμήμα «αντιμετώπισης εγκλημάτων με ρατσιστικό κίνητρο» δεν θεώρησε ότι εμπίπτει σ’ αυτή την κατηγορία η βεβήλωση του τοπικού Μνημείου του Ολοκαυτώματος. Σοβαρότερη η περίπτωση του εμπρησμού της Συναγωγής στα Χανιά, για την οποία υπήρξε καθυστερημένη αντίδραση, η οποία συνοδεύτηκε από συγκάλυψη, ενώ στην τοπική κοινωνία μεταδιδόταν η πληροφορία ότι οι δράστες ήταν Εβραίοι. Η ενοχοποίηση των θυμάτων ως δραστών δεν είναι βέβαια κάτι καινούριο στο οπλοστάσιο των «δολοφόνων της μνήμης».

Συνήθως οι επιθέσεις αυτές αντιμετωπίζονται ως δείγματα αλητείας «ανεγκέφαλων». Μακάρι να ήταν έτσι. Αυτοί που μετέχουν στις επιθέσεις γνωρίζουν πολύ καλά τι κάνουν. Στην πρόσφατη βεβήλωση του νεκροταφείου στη Λάρισα οι δράστες δεν έγραψαν μόνο «Juden Raus» και «Six million more», αλλά δίπλα στη σβάστικα και τον κέλτικο σταυρό αποτύπωσαν και το ρουνικό σύμβολο του Οντάλ, το θυρεό δηλαδή του αρχηγείου των Ες Ες που είχε την ευθύνη για τη διατήρηση της φυλετικής καθαρότητας στις τάξεις της εγκληματικής αυτής μονάδας.

Τρίτο όπλο. Η σχετικοποίηση του εγκλήματος και η δαιμονοποίηση του Ισραήλ: Ναι, μας λένε κάποιοι άλλοι συγκαταβατικά, το Ολοκαύτωμα ήταν φοβερό, αλλά υπάρχουν παρόμοια πολλά ολοκαυτώματα. Από την εξόντωση των Ινδιάνων και τις σφαγές των αποικιοκρατών μέχρι τις πρόσφατες εθνοκαθάρσεις σ’ όλα τα σημεία της υδρογείου. Μάλιστα αυτή η σχετικοποίηση αφορά ευθέως και τις μέρες μνήμης σαν τη σημερινή, εφόσον ο συλλογισμός καταλήγει ότι ειδικά οι Εβραίοι δεν θα έπρεπε να επιμένουν σ’ αυτό γιατί η χώρα που κτίστηκε στο όνομά τους πραγματοποιεί γενοκτονία -αν όχι Ολοκαύτωμα και ότι η ίδια εφαρμόζει μεθόδους που δίδαξαν οι ναζιστές. Αναφέρομαι στο ρεύμα των αναθεωρητών της ιστορίας και των αρνητών της Σοά, οι οποίοι επιδίδονται στο μακάβριο συμψηφισμό θυμάτων, μόνο και μόνο για να αμφισβητήσουν το μέγεθος και την πανανθρώπινη σημασία του ναζιστικού εγκλήματος. Βασικό τους επιχείρημα ότι οι Σύμμαχοι έκαναν παρόμοια ή και μεγαλύτερα εγκλήματα στον πόλεμο και βέβαια η αμφισβήτηση με κάθε τρόπο του αριθμού των έξι εκατομμυρίων θυμάτων της Σοά. Στην εγχώρια εκδοχή του το ρεύμα του αναθεωρητισμού καταγράφει άλλα μαζικά εγκλήματα, όπως τις διώξεις των πληθυσμών της Μικράς Ασίας, των Αρμενίων και των Ποντίων, υπονοώντας ότι όλα αυτά αποτελούν γενοκτονίες και κατά συνέπεια είναι εκ του πονηρού η ιδιαίτερη προβολή του Ολοκαυτώματος. Αλλά «το Αουσβιτς είναι εκείνο που καθιέρωσε τη λέξη γενοκτονία στο λεξιλόγιό μας». Ηταν η Σοά εκείνη που έκανε τον Πωλονοεβραίο δικηγόρο Ράφαελ Λέμκιν να συνθέσει τον όρο το 1943, συνθέτοντας το ελληνικό «γένος» με το λατινικό «cida» για να προκύψει το αγγλικό «genocide», ο όρος που μεταφέρθηκε σε όλες τις γλώσσες. Και μπορεί η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ να αναφέρει στο προοίμιό της ότι «γενοκτονίες υπήρξαν σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας», αλλά η έμπνευση για την ανάγκη μιας παρόμοιας Σύμβασης πρόκυψε για πρώτη φορά στο Δικαστήριο της Νυρεμβέργης.

Και το σημαντικότερο: η ταύτιση της Σοά με άλλες σφαγές, εθνοκαθάρσεις και γενοκτονίες υπονομεύει τη μοναδικότητά της. Γιατί η εβραϊκή γενοκτονία δεν αποτελούσε μέσο κυριαρχίας και επιβολής, αλλά αυτοσκοπό. Διαπράχτηκε «με στόχο τη βιολογική αναμόρφωση της ανθρωπότητας», γι’ αυτό το λόγο προϋπέθετε ως δράστη ένα καθεστώς στηριγμένο σε μια όχι μόνο πολεμική και ολοκληρωτική, αλλά εξολοκλήρου ρατσιστική κοσμοθεωρία, όπως ήταν ο εθνικοσοσιαλισμός.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η πιο ύπουλη μέθοδος σχετικοποίησης του Ολοκαυτώματος είναι βέβαια η αναφορά στο Ισραήλ και η σύγκριση της βίας στη Μέση Ανατολή και την Παλαιστίνη με το ναζιστικό έγκλημα. Το σχήμα αυτό όχι μόνο ταυτίζει τους Εβραίους όπου γης με μια συγκεκριμένη κρατική πολιτική, αλλά εξισώνει τα θύματα με τους θύτες με προφανές αποτέλεσμα την απαλλαγή των θυτών. Πίσω απ’ αυτή τη σχετικοποίηση υπήρχε βέβαια η επίσημη ελληνική κρατική πολιτική, η οποία χάρη στις ιδιαίτερες σχέσεις με τις αραβικές χώρες καθυστερούσε επί δεκαετίες την αναγνώριση του Ισραήλ.

Τέταρτο όπλο: Ο εφησυχασμός. Συνέπεια των τριών προηγουμένων όπλων, είναι η άρνηση αντίδρασης, η υπονόμευση κάθε απόπειρας να χτυπηθεί ο αντισημιτισμός σε όλες τις εκφάνσεις του. Ακόμα και ο αντιρατσιστικός νόμος που ψηφίστηκε μετά από τόσα εμπόδια λειψός και αντιφατικός χρησιμοποιήθηκε ως όπλο του αντισημιτισμού. Ο αντιρατσιστικός κατατέθηκε το 2010, στη συνέχεια το 2011 και στην τελική του μορφή τον Νοέμβριο του 2013 μέχρι να ψηφιστεί τον Σεπτέμβριο του 2014, ενώ είχαν ήδη αλλάξει τρεις αρμόδιοι υπουργοί. Η σχετική συζήτηση στη βουλή μετατράπηκε σε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ όσων ήθελαν να αποστασιοποιηθούν από την ιστορική ιδιαιτερότητα της Σοά, επαναλαμβάνοντας κάθε λογής αντισημιτικές κοινοτοπίες.

Αλλά και ο αντιρατσιστικός νόμος που προϋπήρχε (927/1979) όχι μόνο δεν εφαρμόστηκε παρά ελάχιστα επί τρεις δεκαετίες, αλλά αποτέλεσε αφορμή να μετατραπούν στις δικαστικές αίθουσες οι εκπρόσωποι του ελληνικού εβραϊσμού σε κατηγορούμενους και να απαλλαγούν πανηγυρικά οι φιλοχιτλερικοί κήρυκες του μίσους.

Τέσσερα όπλα, λοιπόν. Η απώθηση, η συγκάλυψη, η σχετικοποίηση, ο εφησυχασμός.

Αυτά δεν είναι μόνο όπλα της Χρυσής Αυγής. Αυτά τα τέσσερα όπλα των σημερινών δολοφόνων της μνήμης που απαρίθμησα δεν τα επικαλούνται μόνο οι απαίδευτοι πολίτες που ψάχνουν όπως σε κάθε εποχή κρίσης έναν αποδιοπομπαίο τράγο, έναν εσωτερικό εχθρό για να του φορτώσουν την ευθύνη για όλα τα δεινά τους.

Τα λένε δεξιοί κι αριστεροί. Τα γράφουν σοβαρές εφημερίδες. Τα υποστηρίζουν καθηγητές Πανεπιστημίων. Τα διατυπώνουν δημόσια ανώτεροι δικαστικοί. Τα λέει ο Αρειος Πάγος στην περίφημη απόφασή του για την υπόθεση Πλεύρη. Τα λέει ακόμα κι ένας θεολόγος που βρισκόταν σ’ αυτό το βήμα πριν από ένα χρόνο και δεν δίστασε να γράψει ότι «ο θάνατος στα ναζιστικά κρεματόρια ήταν αναψυχή σε σύγκριση με τη φρίκη» στην Παλαιστίνη από τις δυνάμεις του Ισραήλ. Τα φώναζε κι ο μεγάλος συγγραφέας που έζησε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και έγραψε το περίφημο έργο για το Μαουτχάουζεν. Τα πιστεύει κι ο πρώην υπουργός που πουλάει αντισημιτικά βιβλία από την τηλεοπτική του εκπομπή. Τα διαλαλεί εν τη αφελεία του κι ένας πρώην πρόεδρος της βουλής, ο οποίος ανέλαβε να παρουσιάσει στο αθηναϊκό κοινό τον διαβόητο αναθεωρητή Ντέιβιντ Ιρβινγκ.

Τα είπα κάποτε κι εγώ ο ίδιος, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία της γενιάς μου, προτού αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε -όσοι το αντιληφθήκαμε- την παγίδα του αντισημιτικού στερεότυπου που έχει εισχωρήσει στον πυρήνα όλων των σύγχρονων πολιτικών θεωριών.

Ελπίζω ότι θα προλάβω να ζήσω τη στιγμή που με την ίδια ευκολία με την οποία συντάσσονται οι συμπολίτες μας με τα θύματα του φριχτού μακελειού στο Παρίσι και σηκώνουν το πλακάτ «Je suis Charlie», θα σηκώσουν και το πλακάτ «Je suis Juif» για την ταυτόχρονη σφαγή στο σούπερ μάρκετ κασέρ.

Γιατί είμαστε όλοι Ελληνες Εβραίοι. Είμαστε όλοι θύματα του Αουσβιτς. Είμαστε όλοι επιζώντες της Σοά.

Δημήτριος Ψαρράς

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου