ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Το γονίδιο της βίας

το-γονίδιο-της-βίας-586769

Ο βρετανός εγκληματολόγος Αντριαν Ρέιν απαντά: Η βία ενυπάρχει σε όλους; Μπορεί να προβλεφθεί και να αντιμετωπιστεί;

Το 1998 ο Ντέιβιντ Μπας, καθηγητής Εξελικτικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Τέξας, δίδασκε ένα σεμιναριακό μάθημα αναφορικά με την ανθρώπινη φύση. Μέρος της στρατηγικής του για να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον της τάξης ήταν και ένα ερωτηματολόγιο που ζητούσε από τους φοιτητές να απαντήσουν στο ερώτημα «Εχετε φανταστεί ποτέ να σκοτώνετε κάποιον που αντιπαθείτε;». Το πιθανότερο είναι ότι ο Μπας είχε εμπνευστεί τη συγκεκριμένη άσκηση ως ολιγόλεπτο διάλειμμα από την ορολογία, τα παραδείγματα και τον κουραστικό ρυθμό μιας διάλεξης. Αν είναι έτσι, οι αθώες προθέσεις του παρήγαν ένα διόλου αθώο αποτέλεσμα: 91% των ανδρών και 84% των γυναικών που πήραν μέρος στην έρευνα, τυπικών νεαρών κολεγιόπαιδων με μεσοαστική προέλευση και φιλοδοξίες καριέρας, απάντησαν «ναι» – με ιδιαίτερη έμφαση και ζωηρότατες περιγραφές. Εκτοτε, η έρευνα του Μπας έχει καταστεί σημείο αναφοράς για τους επιστήμονες που τείνουν να πιστέψουν ότι η διαδρομή της βίας μέσα από τον ανθρώπινο ψυχισμό είναι πολύ πιο τεθλασμένη από όσο πίστευαν.

Πράγματι, στο ερώτημα «Τι είναι αυτό που εξωθεί έναν άνθρωπο στο έγκλημα;» οι ερευνητές είθισται να απαντούν προσεκτικά, τονίζοντας την ανάγκη διεπιστημονικών προσεγγίσεων και εστιάζοντας στη συνέχεια στο τι προσφέρουν τα δικά τους ενδιαφέροντα. Για του λόγου το αληθές, ο βρετανός εγκληματολόγος του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια Αντριαν Ρέιν θα ήθελε να ψάξουμε βαθύτερα στο ανθρώπινο μυαλό, να δώσουμε έμφαση στις γενετικές προδιαθέσεις και να αναβαθμίσουμε τους βιολογικούς παράγοντες στην πρόληψη του εγκλήματος – αφού, όμως, επαληθευτούν τα πορίσματα της σύγχρονης νευροεπιστήμης και διασφαλιστούν πολιτικές ελευθερίες και ανθρώπινα δικαιώματα.

Γονίδιο και κοινωνία

Στα 30 χρόνια της δουλειάς του σε Βρετανία και Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ρέιν ασχολήθηκε διεξοδικά με τις νευροβιολογικές και γενετικές καταβολές της βίας και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Τα βασικότερα από τα συμπεράσματά του δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο βιβλίο «The Anatomy of Violence. The Biological Roots of Crime» (εκδ. Pantheon). Ο ίδιος ο Ρέιν βγάζει εξαρχής από τη μέση το επίμαχο σημείο των ερευνών του: γενετικοί παράγοντες και κοινωνία δρουν σε συνάρτηση – και με πιο πολύπλοκο τρόπο από ό,τι θα περίμενε κανείς, ίσως: «Η αλληλεπίδραση ή ο συνδυασμός μεταξύ κοινωνιολογικών και βιολογικών παραγόντων λειτουργεί με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, τα γονίδια αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς.
Μία από τις βασικότερες μελέτες επί του ζητήματος έδειξε το 2002 ότι άτομα με ένα γονίδιο που συνδέεται με χαμηλά επίπεδα μονοαμινοξειδάσης Α, ενός νευροδιαβιβαστή, σε συνδυασμό με περιστάσεις παιδικής κακοποίησης, αποκτούν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να αναπτύξουν αντικοινωνική συμπεριφορά ως ενήλικοι. Υπάρχουν, όμως, και άλλες περιβαλλοντικές επιδράσεις: μητέρες που καπνίζουν κατά την εγκυμοσύνη, μητέρες που καταναλώνουν αλκοόλ κατά την εγκυμοσύνη, μητέρες με φτωχή διατροφή κατά την εγκυμοσύνη. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, γνωρίζουμε ότι το πρώιμο περιβάλλον είναι σημαντικό για τον εμπλουτισμό του εγκεφάλου, επομένως παιδιά που παραμελούνται θα επηρεαστούν αρνητικά και ενδεχομένως μελλοντικά να εκδηλώσουν αντικοινωνική, εγκληματική συμπεριφορά».
Παραθέτει τέσσερα βασικά κύρια ευρήματα βιολογικών ενδείξεων που παραπέμπουν, σύμφωνα με τις έρευνές του, σε άτομα με αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν βίαιη συμπεριφορά: «Ο χαμηλός καρδιακός ρυθμός εν ώρα ανάπαυσης αποτελεί έναν από τους παράγοντες κινδύνου μελλοντικής αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Η προβληματική λειτουργία του προμετωπιαίου λοβού έχει συσχετιστεί με μελλοντικές τάσεις βίας, κι αυτό γιατί η περιοχή αποτελεί τον φύλακα άγγελο της συμπεριφοράς – ρυθμίζει τον θυμό και βάζει φρένο στα συναισθήματά μας όταν πάνε να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Περιβαλλοντικές τοξίνες μπορούν επίσης να δράσουν στον εγκέφαλο – γνωρίζουμε τους κινδύνους από την έκθεση σε μόλυβδο. Υπάρχει το ζήτημα της κακής διατροφής σε πρώιμες φάσεις της ζωής του ατόμου. Το θετικό με αυτούς τους παράγοντες είναι ότι είναι αντιμετωπίσιμοι: μπορούμε να μειώσουμε τα επίπεδα του μολύβδου, να αλλάξουμε διατροφή, να ελαττώσουμε τους κινδύνους μελλοντικής αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Η βιολογία δεν ταυτίζεται με τη μοίρα».
Απλές παρεμβάσεις, ηθικά διλήμματα

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, 535.000 άτομα χάνουν τη ζωή τους παγκοσμίως κάθε χρόνο ως θύματα ανθρωποκτονιών. Ο Ρέιν υποστηρίζει ότι η γνώση των βιολογικών καταβολών της βίας υποδεικνύει και αντίστοιχες απλές παρεμβάσεις για τη μείωση των πιθανοτήτων εκδήλωσής της – πληροφόρηση, εκπαίδευση, διατροφή. «Ενα παράδειγμα παρέμβασης αποτελεί η δουλειά του Ντέιβιντ Ολντς, ο οποίος “έτρεξε” ένα πρόγραμμα πληροφόρησης εγκύων για τους κινδύνους από συγκεκριμένες ουσίες κατά την κύηση και ζητήματα διατροφής στη βρεφονηπιακή ηλικία που διήρκεσε δύο έτη μετά τη γέννηση των παιδιών τους: το συγκεκριμένο τυχαίο δείγμα ελέγχου παρουσίασε αργότερα χαμηλότερη παραβατική συμπεριφορά κατά 50%. Ενα άλλο παράδειγμα είναι μια δική μου μελέτη για τον εμπλουτισμό του περιβάλλοντος τρίχρονων παιδιών σε ένα διάστημα δύο ετών – καλύτερη διατροφή, περισσότερη εξάσκηση, προγράμματα εκπαιδευτικής ενίσχυσης.
Οταν αυτά τα παιδιά υποβλήθηκαν σε ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, σε ηλικία 11 ετών ανταποκρίνονταν καλύτερα σε ερεθίσματα, ενώ στην ηλικία των 23 παρουσίαζαν μειωμένη εγκληματική συμπεριφορά κατά 34%. Μια τρίτη, πολύ απλή προσθήκη θα ήταν η ένταξη στο διαιτολόγιο ιχθυελαίων, πλούσιων σε περιεχόμενο Ω-3, αντιόξινου με κρίσιμο ρόλο για την εγκεφαλική δομή και λειτουργία. Δύο τυχαιοποιημένες δοκιμασίες ελέγχου σε φυλακές της Αγγλίας και της Ολλανδίας έδειξαν ότι η παρουσία του στη διατροφή νέων παραβατών μείωσε τα σοβαρά αδικήματα, ενώ άλλη μία παρόμοια μελέτη σε παιδιά 8-16 ετών έδειξε ελάττωση των αντικοινωνικών και επιθετικών συμπεριφορών».
Οι ευνοϊκές κριτικές του βιβλίου του έσπευσαν, παρ’ όλα αυτά, να επισημάνουν ότι το κεφάλαιό του όπου φαντάζεται ένα πιθανό μέλλον πρόγνωσης των προδιαθέσεων βίας με τη βοήθεια τεχνικών της νευροεπιστήμης (προγράμματα εξετάσεων για συναισθηματικές διαταραχές στην παιδική ηλικία, διά βίου περιορισμός τους) το έτος 2030 θυμίζει τη δυστοπική ταινία «Minority Report». «Δηλώνω εξαρχής ότι το παράδειγμά μου στο συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι ακραίο, γιατί έχει στόχο ακριβώς να διατυπώσει τα ηθικά ζητήματα που θέτει η έρευνα. Απαιτείται διάλογος, επικοινωνία και ανταλλαγή απόψεων – να εξετάσουμε εναλλακτικές λύσεις χωρίς, εννοείται, να ξεχνάμε τις αστικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Τώρα, αν οι επιστημονικές προγνώσεις βελτιωθούν μελλοντικά (και προσωπικά πιστεύω ότι όντως θα βελτιωθούν), θα μπορούμε να αναγνωρίζουμε τα άτομα που διατρέχουν κίνδυνο να επιτελέσουν πράξεις βίας.
Το ιδιαίτερα ανησυχητικό ερώτημα σε μια τέτοια περίπτωση είναι τι κάνουμε. Τα θέτουμε σε περιορισμό επ’ αόριστον προκειμένου να σταματήσουμε το έγκλημα προτού καν συμβεί; Εγώ ο ίδιος διαθέτω ορισμένους από τους παράγοντες κινδύνου για τους οποίους σάς μίλησα προηγουμένως: χαμηλό καρδιακό ρυθμό σε συνθήκες ανάπαυσης, πτωχή διατροφή κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, επιπλοκές κατά τη γέννηση και το εγκεφαλογράφημά μου μοιάζει με εκείνο ενός σίριαλ κίλερ που δολοφόνησε 64 άτομα! Αν ποτέ εφαρμοζόταν μια τέτοια πολιτική, λοιπόν, θα ήμουν από τους πρώτους που θα υφίσταντο τις συνέπειές της – και το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε κάποιον είναι να κατηγορηθεί για κάτι που δεν έκανε ποτέ».
Θεωρεί, όμως, την ιδέα του για προληπτικούς ελέγχους σε παιδική ηλικία πραγματοποιήσιμη: «Εκείνο που ίσως να είναι πράγματι εφικτό στο μέλλον είναι να βοηθήσουμε παιδιά που κινδυνεύουν να διολισθήσουν στην εγκληματικότητα, σε ηλικία που μπορούν να αλλάξουν πολύ πιο εύκολα από τους ενηλίκους. Εδώ έρχεται η πρότασή μου για ένα εθνικό πρόγραμμα εξετάσεων, όπως οι σημερινές για οπτικές ή ακουστικές διαταραχές, δυσλεξία ή μαθησιακά προβλήματα. Γιατί να μην κάνουμε τεστ για προβλήματα συναισθηματικού ελέγχου ή επιθετικής συμπεριφοράς; Γιατί να μην ενημερώσουμε τους γονείς, να μην προσφέρουμε τη δυνατότητα αγωγής ή να μην επιχειρήσουμε να ελαττώσουμε τα προβλήματα αυτά προτού τεθούν εκτός ελέγχου;».
Γνώση και πράξη

Για να προχωρήσει μια κοινωνία σε έναν τέτοιο διάλογο, πόσω μάλλον σε νομικές διευθετήσεις, απαιτείται η βεβαιότητα των επιστημονικών αποδείξεων. Το μείζον ερώτημα, λοιπόν, είναι πόσο αδιάσειστα μοιάζουν σήμερα τα πορίσματα της νευροεπιστήμης. Λίγο-πολύ ο Ρέιν θεωρεί ότι τα τεκμήρια επαρκούν ως γνώση, όχι όμως ως πράξη. «Σήμερα οι αποδείξεις για τις βιολογικές, γενετικές βάσεις της βίας, είναι αδιαμφισβήτητες.
Ωστόσο, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Αν μιλάμε για το τι γνωρίζουμε περί βιολογικών μετρήσεων που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να προβλέψουμε μελλοντικούς παραβάτες, αν ρωτάμε αν είμαστε έτοιμοι να δοκιμάσουμε να εφαρμόσουμε στην πράξη τις γνώσεις μας, θα έλεγα “όχι ακόμη”. Θα χρειαστούμε περισσότερο χρόνο, περισσότερη έρευνα: πρόσφατα ο Κεντ Κιλ, αναπληρωτής καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Νέου Μεξικού, πραγματοποίησε μια μελέτη σε κατάδικους πριν από την αποφυλάκισή τους χρησιμοποιώντας την τεχνική της μαγνητικής τομογραφίας για να αποτυπώσει τη δραστηριότητα μιας περιοχής του εγκεφάλου που ονομάζεται πρόσθια έλικα του προσαγωγίου και βρίσκεται στον μετωπιαίο λοβό.
Παρακολουθώντας τον εκτός φυλακής βίο της ομάδας αυτής διαπίστωσε ότι όσοι είχαν φτωχότερη δραστηριότητα της εν λόγω περιοχής είχαν διπλάσιες πιθανότητες από τους υπόλοιπους να διαπράξουν αδικήματα σε ένα διάστημα 3-4 ετών».
Η βία και οι σχέσεις της με ζητήματα προσωπικότητας και πολιτισμικών επιδράσεων βρίσκονται ξανά στην επικαιρότητα στις ΗΠΑ χάρη στην αμφιλεγόμενη απόφαση του περιοδικού «Rolling Stone» να κυκλοφορήσει με εξώφυλλο τη φωτογραφία του «βομβιστή της Βοστώνης», Τζοχάρ Τσαρνάεφ, κατηγορούμενου για τον θάνατο τριών ατόμων και τον τραυματισμό 264 κατά τον τερματισμό του μαραθωνίου της πόλης στις 15 Απριλίου.
Η χρήση βιολογικών δεδομένων για τον Ρέιν θα βοηθούσε στην ακριβέστερη αξιολόγηση της προσωπικότητας των παραβατών: «Σήμερα στις ΗΠΑ χρησιμοποιούμε διάφορες παραμέτρους προκειμένου να υπολογίσουμε μελλοντικούς κινδύνους όταν αποφασίζουμε ποιοι κατάδικοι θα συνεχίσουν να εκτίουν την ποινή τους και ποιοι χρήζουν πρόωρης αποφυλάκισης, το ίδιο και στην περίπτωση αδικημάτων όπου ο νόμος προβλέπει επιλογή μεταξύ φυλάκισης και κοινωφελούς υπηρεσίας.
Στην Καλιφόρνια, για παράδειγμα, χρησιμοποιούνται 20 δείκτες μελλοντικού κινδύνου, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατηγορίες όπως το φύλο (οι άνδρες διαπράττουν περισσότερα αδικήματα), η ηλικία (η βία κορυφώνεται στα 20), το επαγγελματικό ιστορικό. Στην εξίσωση υπάρχουν, λοιπόν, δημογραφικοί παράγοντες, όχι όμως βιολογικοί. Αν τα αποτελέσματα των ερευνών που σας προανέφερα τεκμηριωθούν περαιτέρω και αποδειχθούν οριστικά αξιόπιστα, προσωπικά θα έβλεπα στο μέλλον την εισαγωγή βιολογικών παραμέτρων σε παρόμοιες εξισώσεις. Με δεδομένο ότι αυτές οι αποφάσεις πρόκειται να ληφθούν έτσι κι αλλιώς, στην περίπτωση που οι βιολογικοί παράγοντες μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση των δημογραφικών και συμπεριφοριστικών παραμέτρων, προσφέροντας μεγαλύτερη ακρίβεια, πιστεύω ότι το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο».
Το σκοτεινό παρελθόν

Ωστόσο, η χρήση της βιολογικής γνώσης έχει κακό προηγούμενο: τον 19ο αιώνα οι πρώτοι εγκληματολόγοι θεωρούσαν ότι μπορούσαν να διακρίνουν φυσιογνωμικά τους εγκληματίες, οι ευγονιστές κατασκεύασαν ψευδεπίγραφες ιεραρχίες πληθυσμών και φυλών βάσει των οποίων οι Ναζί διέπραξαν το Ολοκαύτωμα.
Ποιες ασφαλιστικές δικλίδες θα πρότεινε ο ίδιος ώστε να αποκλειστεί ένας μελλοντικός κίνδυνος κατάχρησης των δεδομένων της νευροεπιστήμης; «Δεν υπάρχει ένας και μοναδικός παράγοντας που προξενεί το έγκλημα και τη βία» απαντά ο Αντριαν Ρέιν. Δεν ευθύνονται μόνο οι γενετικοί παράγοντες, μόνο η ψυχοφυσιολογία, μόνο η συνοικία, μόνο το σχολείο ή μόνο η οικογένεια. Το μείγμα που δημιουργεί τη βία είναι πολύπλοκο, επομένως δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει ένας απλός δείκτης που να υποδεικνύει άτομα με έξη στη βία ή στο έγκλημα. Ναι, υπάρχει ιστορικό κακής χρήσης της βιολογικής γνώσης – η ευγονική και η ναζιστική Γερμανία αποτελούν ανεξίτηλο παράδειγμα.
Υπάρχει επίσης ιστορικό κακής χρήσης της κοινωνικής πολιτικής, δεν σταματούμε να την ασκούμε όμως. Η απάντηση είναι ότι οφείλουμε να θυμόμαστε τα διδάγματα της Ιστορίας. Να είμαστε ηθικά επιφυλακτικοί αναφορικά με το πού βαδίζουμε. Να οργανώνουμε διάλογο με ηθικούς φιλοσόφους, με ειδικούς επί της δημόσιας υγείας, με όλους. Να λαμβάνουμε όλοι μέρος και να αποφασίζουμε μέσω δημοκρατικής διαδικασίας. Ζούμε σε μια δημοκρατική κοινωνία, μπορούμε να αποφασίζουμε και είναι σημαντικό να αποφασίζουμε με όλες τις πληροφορίες πάνω στο τραπέζι, ώστε να ζυγίσουμε κινδύνους και οφέλη. Για να υπάρξει διασφάλιση από τα λάθη του παρελθόντος χρειαζόμαστε τους κατάλληλους συμβούλους και μια δημοκρατική διαδικασία».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου