ΕΛΛΑΔΑ

Υπόθεση Λιγνάδη: Ολη η αίτηση απόλυτης ακυρότητας που κατέθεσε ο Αλ. Κούγιας

υπόθεση-λιγνάδη-ολη-η-αίτηση-απόλυτης-691515

Σε δύο άξονες κινείται η ένσταση απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας που υπέβαλε προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ο Δημήτρης Λιγνάδης μέσω του συνηγόρου του Αλέξη Κούγια.

Η πλευρά του σκηνοθέτη υποστηρίζει ότι υπάρχει:

Απόλυτη ακυρότητα λόγω της άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του χωρίς προηγούμενη κλήση του με την ιδιότητα του υπόπτου προς παροχή εξηγήσεων και
Απόλυτη ακυρότητα λόγω της έκδοσης του εντάλματος σύλληψης χωρίς να συντρέχουν οι απαραίτητες προβλεπόμενες από το νόμο προϋποθέσεις.
Η ένσταση αναμένεται να εισαχθεί σύντομα στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο προς εξέταση. Νομικοί κύκλοι πάντως τονίζουν πως η κίνηση αυτή δεν μπλοκάρει τη διαδικασία της λήψης απολογίας από τον κατηγορούμενο, που έχει προγραμματιστεί για αύριο στις δύο και μισή το μεσημέρι, καθώς αύριο λήγει και τυπικά το πενθήμερο, το ανώτατο δηλαδή χρονικό όριο εκ του νόμου που μπορεί κάποιος να κρατείται χωρίς να έχει δώσει απολογία στον ανακριτή.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης διά του συνηγόρου του, προκειμένου να υποστηρίξει την ένσταση για ακυρότητα εξιστορεί βήμα-βήμα πώς διενεργήθηκε η εισαγγελική έρευνα, δίνοντας παράλληλα το στίγμα της υπερασπιστικής γραμμής που θα ακολουθήσει κατά την απολογία του.

Όπως αναφέρει σχετικά με την πρώτη μήνυση που υπεβλήθη σε βάρος του:

«Την 5/2/2021 υπεβλήθη από τον Βασίλειο Κ(…) μηνυτήρια αναφορά στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, στην οποία ουσιαστικά δεν περιέγραψε κάποια αξιόποινη συμπεριφορά, αφού κατά τους ισχυρισμούς του, και αληθείς υποτιθέμενους, οι δήθεν σεξουαλικές επαφές μαζί του, έγιναν με τη συναίνεσή του ενώ ήταν ήδη 15 ετών και χωρίς να έχω την ιδιότητα του παιδαγωγού του. Σε κάθε δε περίπτωση το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρεται είναι μεγαλύτερο της εικοσαετίας από την ενηλικίωσή του και εν όψει των περί παραγραφής διατάξεων το περιεχόμενο της αναφοράς του ήταν ποινικά αδιάφορο.

Ο εισαγγελέας έλαβε ένορκη κατάθεση από μάρτυρα που πρότεινε ο κ. Κ(…). Ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε πως «κατά το χρονικό διάστημα 2014 έως 2016, δηλαδή σε ηλικία 16 προς 17 ετών, δήθεν είχε σεξουαλική σχέση μαζί μου με τη θέλησή του και ότι μια φορά εντός αυτού του χρονικού διαστήματος ανάμεσα σε πολλές άλλες σεξουαλικές επαφές μας υπήρξε και μια που κατά τους ισχυρισμούς του «δεν ήθελε».

Την ίδια ημέρα, αναφέρει στο αίτημα ακυρότητας ο κ. Κούγιας κατέθεσαν και δυο ακόμη μάρτυρες, ένας άνδρας και μια γυναίκα.

Από τους μάρτυρες αυτούς ο ένας «δεν κατέθεσε τίποτα απολύτως σε βάρος μου, αφού δεν υπέπεσε στην αντίληψή του οποιαδήποτε μεμπτή συμπεριφορά μου προς οποιοδήποτε ανήλικο πρόσωπο». Η δε γυναίκα μάρτυρας «απλώς και μόνο εξιστόρησε την ατυχή και εμμονική προσπάθειά της ήδη από τα φοιτητικά της χρόνια και συγκεκριμένα από το έτος 2000 να συνάψει ερωτική σχέση μαζί μου, χωρίς ωστόσο να αντιληφθεί έστω και μια σεξουαλική επαφή μου με ή χωρίς συναίνεση με έστω και ένα ανήλικο πρόσωπο».

Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη μήνυση, ο Δ.Λιγνάδης αναφέρει τα εξής:

«Στις 19/2 ο δικηγόρος Γιάννης Βλάχος κατέθεσε στην εισαγγελία την από 17/2 μήνυση έγκληση του (….) στην οποία αναφέρεται ότι δήθεν τον Αύγουστο του έτους 2010 τέλεσα σε βάρος του το αδίκημα του βιασμού ενώ ο μηνυτής ήταν ηλικίας 14 ή 15 ετών, χωρίς αυτό να προκύπτει με ακρίβεια αφού αναφέρει μόνο το έτος της γεννήσεως του, το 1995. Ο μηνυτής πρότεινε και έναν μάρτυρα ο οποίος εξετάστηκε από τον εισαγγελέα. Ο μάρτυρας αυτός «επιβεβαιώσε τη γνωριμία μου με το μηνυτή, αλλά δεν αντελήφθη καμία σεξουαλική επαφή μου με ή χωρίς συναίνεση είτε με το μηνυτή είτε με οποιαδήποτε άλλο πρόσωπο, περιέγραψε εντελώς διαφορετικά τις περιστάσεις, υπό τις οποίες με είχαν δήθεν συναντήσει είτε εντός είτε εκτός της οικίας μου και το κορυφαίο δεν γνώριζε έστω εκ διηγήσεως οποιαδήποτε περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης του μηνυτή, μολονότι προφανώς γνώριζε ότι έχει υποβληθεί μήνυση εναντίον μου και μάλιστα δεν ήταν και σίγουρος εάν ο μηνυτής με είχε συναντήσει ξανά μετά την τελευταία φορά που ο μάρτυρας και ο μηνυτής δήθεν με επισκέφθηκαν στο σπίτι μου.

Όταν πληροφορήθηκε από τις 11/2 από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι έχει κατατεθεί σε βάρος μου μήνυση υπέβαλλα στην προϊστάμενη της εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών αίτηση να κληθώ «προς παροχή εξηγήσεων και να λάβω αντίγραφα οποιασδήποτε δικογραφίας έχει σχηματιστεί σε βάρος μου, αναφέροντας και γνωστή και μόνιμη διεύθυνση της κατοικίας μου τα τελευταία δώδεκα χρόνια, προκειμένου να υπερασπισθώ τον εαυτό μου τόσο έναντι της εγκλήσεως όσο και έναντι της ακραίας δυσφήμισης μου από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εξ’ αιτίας της οποίας μάλιστα ήδη από τις 6/2 παραιτήθηκα από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, προκειμένου να μην βάλλεται δια του προσώπου μου ο σημαντικός αυτός θεσμός για τη χώρα και τον πολιτισμό της». Δυστυχώς όμως ο εισαγγελέας απέρριψε το αίτημά μου και περάτωσε την ανάκριση χωρίς να με καλέσει σε εξηγήσεις «και χωρίς μια απλή έρευνα στο internet να διασταυρώσει αν αντιστοιχούν στην αλήθεια οι ημερομηνίες διαφόρων γεγονότων και εκδηλώσεων που αναφέρονται στις μαρτυρικές καταθέσεις των δυο δήθεν παθόντων (όλες είναι λάθος) άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος μου για βιασμό κατά συρροή.
Με τον τρόπο αυτό όμως προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα κατά την άσκηση δίωξης εναντίον μου.

«Έχουν να με δουν πολλά χρόνια»
Το αντεπιχείρημα ότι καλώς παραλείφθηκε η κλήση μου ως υπόπτου, επειδή «δήθεν προκύπτει σαφώς ότι ο ύποπτος είχε σχεδιάσει την τέλεση νέων αδικημάτων είναι επιχείρημα παντελώς αβάσιμο, αφού οι δυο πράξεις που μου αποδίδονται έχουν παλαιό χρόνο τέλεσης, ήτοι Αύγουστο 2010 και Αύγουστο 2015, οι δε μάρτυρες κατηγορίας δεν βρίσκονται σε πρόσφατη συναναστροφή μαζί μου, αλλά έχουν να με δουν πάρα πολλά χρόνια, βάσει των καταθέσεων τους από 5 έως 23 χρόνια, πολλοί εξ αυτών ζουν στο εξωτερικό και κατά συνέπεια δεν ήταν εις θέση να εισφέρουν είτε από προσωπική αντίληψη είτε παραπέμποντας σε κάποιο τρίτο πρόσωπο του περιβάλλοντος μου έστω και ένα πρόσφατο περιστατικό, εκ του οποίου να προκύπτει ότι «έχω σχεδιάσει» νέα εγκλήματα είτε ομοειδή με αυτά που μου αποδίδονται είτε διαφορετικά».

Δεν υπάρχουν στη δικογραφία φωτογραφίες, ιατροδικαστικές εκθέσεις και μηνύματα είτε μέσω κινητού τηλεφώνου είτε από κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, εκ των οποίων θα καθίσταται δυνατή η επιβεβαίωση των καταγγελλομένων.

Στο ένταλμα δεν αναφέρεται κίνδυνος φυγής αλλά αναφέρεται ότι «δήθεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις «ότι έχω σχεδιάσει» την τέλεση και άλλων ομοειδών σοβαρών αδικημάτων σε βάρος ανηλίκων παθόντων, πλην όμως η ως άνω αιτιολογία δεν έχει καμία σχέση με την αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 276 παρ. 2 Κ.Π.Δ. Και αυτό διότι, όπως αναφέρεται – οι δυο πράξεις που του αποδίδονται έχουν παλαιό χρόνο τέλεσης, ήτοι Αύγουστο 2010 και Αύγουστο 2015, οι δε μάρτυρες κατηγορίας έχουν να με δυο πολλά χρόνια και πολλοί εξ αυτών ζουν στο εξωτερικό και κατά συνέπεια δεν ήταν σε θέση να εισφέρουν «ένα πρόσφατο περιστατικό εκ του οποίου να προκύπτει ότι «έχω σχεδιάσει» να τελέσω νέα εγκλήματα. Επίσης δεν υπάρχει στη δικογραφία «ο δικός μου αντίλογος » και «συνεπώς η αβασάνιστη αποδοχή εκ μέρους της ανακρίτριας των περιστάσεων δήθεν τέλεσης των διωκώμενων αδικημάτων δεν οφείλεται σε ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων», αλλά «σε προκατάληψη, στο δυσμενές για εμένα κοινωνικό και πολιτικό κλίμα και στη μεροληπτική και μονόπλευρη υπερπροβολή φημών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Τέλος δυο από τους μάρτυρες αναφέρονται αόριστα σε φήμες που έχουν ακούσει σχετικά με εμένα για σχέσεις που υποτίθεται ότι είχε με ανήλικα αγόρια».

Πηγή: iefimerida.gr

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου