ΕΛΛΑΔΑ

Πέθανε στη φυλακή ο Θεόφιλος Σεχίδης, ο πιο διάσημος Έλληνας σίριαλ κίλερ

πέθανε-στη-φυλακή-ο-θεόφιλος-σεχίδης-ο-623455

Πέθανε στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, όπου βρισκόταν έγκλειστος, ο Θεόφιλος Σεχίδης.

Στις 8 Αυγούστου του 1996, αστυνομικοί με πολιτικά μπαίνουν στο διαμέρισμα που έμενε ο 24χρονος φοιτητής Θεόφιλος Σεχίδης στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή της Ανάληψης, και τον συλλαμβάνουν. Σε λίγες ώρες οι αστυνομικοί εμβρόντητοι ακούνε μια ανατριχιαστική ομολογία: στις 19 και 20 Μαΐου ο Σεχίδης είχε δολοφονήσει τον θείο του, τους γονείς του, την αδερφή του και τη γιαγιά του στη Θάσο. «Ήθελαν να με σκοτώσουν και πρόλαβα να τους σκοτώσω εγώ. Ήταν άρρωστοι», ήταν τα πρώτα λόγια του.

Η Ελλάδα αποκτά τον πιο διάσημο σίριαλ κίλερ και τα πρωτοσέλιδα της εποχής την επόμενη μέρα γεμίζουν με τίτλους όπως:Το έγκλημα του αιώνα στη Θάσο», «Ο γιος του Φρανκεστάιν», «Αμόκ αίματος στη Θάσο», «Ο κανίβαλος που άκουγε… Τσαϊκόφκσι». Η υπόθεσή του μονοπωλεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και οι λεπτομέρειες της πενταπλής ανθρωποκτονίας που έρχονται στο φως ξεπερνούν και το πιο αρρωστημένο και σκοτεινό σενάριο.

οικογένεια Σεχίδη

Ο νεαρός άντρα με το λευκό πουκάμισο, τα μακριά μαλλιά και τη γενειάδα έχει σκοτώσει στη Θάσο πέντε συγγενείς του. Τους τεμάχισε, κράτησε τα μέλη τους στο ψυγείο κι έπειτα, κάνοντας τρία διαφορετικά δρομολόγια με πλοίο, μετέφερε τα διαμελισμένα πτώματα μέσα σε σακούλες σκουπιδιών απέναντι στη χωματερή της Καβάλας. Η ιστορία ξεκινά όταν ο πατέρας του Δημήτρης, καλεί τον φοιτητή γιό του προκειμένου να το πείσει να επισκεφθεί ψυχίατρο, γιατί «παρουσίαζε κάποια προβλήματα συμπεριφοράς». Στο σπίτι της οικογένειας στη Θάσο είχε φτάσει τις προηγούμενες μέρες και ο θείος του, Βασίλης, ο οποίος ζούσε για πολλά χρόνια στο Βέλγιο.

Όταν αργότερα, στα τέλη Μαΐου, η σύζυγος του θείου του Ελένη, προσπάθησε τηλεφωνικά από το Βέλγιο να επικοινωνήσει μαζί του, στο τηλέφωνο έβγαινε ο Θεόφιλος Σεχίδης λέγοντας ότι η οικογένεια απουσίαζε σε διακοπές. Η Ελένη Σεχίδη αποφασίζει να αναζητήσει τον εξαφανισμένο άνδρα της και στις έρευνες παίρνει και η Ιντερπόλ, χωρίς αποτέλεσμα. Η Ελένη Σεχίδη φτάνει στην Ελλάδα για να συνεχίσει τις έρευνες στις οποίες έπαιρνε μέρος και ο Θεόφιλος Σεχίδης δηλώνοντας ότι αγωνιούσε για τους συγγενείς του. Η θεία του καταγγέλλει στην αστυνομία τη συμπεριφορά του που φάνηκε περίεργη. Λίγες ημέρες αργότερα η αστυνομία τον επισκέπτεται σπίτι του. Ο Σεχίδης ομολογεί του φόνους.

Θύμα του πρώτου φόνου ήταν ο θείος του. Η δολοφονία έγινε στην αρχαία ακρόπολη της Θάσου όπου είχαν πάει για να συζητήσουν. Ο Σεχίδης υποστήριξε ότι ο θείος του του επιτέθηκε με μαχαίρι και ο ίδιος τον έσπρωξε από ύψος δέκα μέτρων. «Πήγα κοντά του, ψυχορραγούσε και για να μη βασανίζεται του έκοψα τον λαιμό. Τον έκρυψα στους θάμνους», είπε. Οι επόμενες τέσσερις δολοφονίες έγιναν τις επόμενες ώρες. Ο Σεχίδης υποστήριξε ξανά ότι όλοι του είχαν επιτεθεί με μαχαίρι. Η ιστορία έγινε εντελώς διαφορετικά. Μετά το πρώτο έγκλημα φόρεσε καθαρό πουκάμισο και αγόρασε μια καραμπίνα. Ο πατέρας του γύρισε στο σπίτι στις 7.30 το απόγευμα. Έπεσε νεκρός από πυροβολισμό κι επίσης έφερε στον λαιμό βαθύ τραύμα από μαχαίρι. Τη μητέρα και την αδερφή του (είχε διαγνωσθεί με ψυχική νόσο), τις σκότωσε κόβοντας με μαχαίρι τον λαιμό τους. Μετέφερε τα πτώματα στο υπνοδωμάτιο, καθάρισε το σπίτι και έπεσε για ύπνο. Το επόμενο πρωί έφθασε στο σπίτι η γιαγιά του. Ήταν το πέμπτο θύμα, σε λιγότερο από 24 ώρες.

Την επόμενη των δολοφονιών, στις 21 Ιουλίου σε έλεγχο που είχε γίνει στο αυτοκίνητό του στην περιοχή της Καβάλας, είχαν βρεθεί μια κοντόκανη καραμπίνα, ένα κυνηγετικό όπλο και φυσίγγια. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε δεκάμηνη φυλάκιση και πρόστιμο 700.000 δρχ., με τριετή αναστολή λόγω του γεγονότος ότι είχε λευκό ποινικό μητρώο και αφέθηκε ελεύθερος.

Ήταν όμως αυτό το στοιχείο που σε συνδυασμό με το γεγονός πως, κατά την εξέτασή του, ο Σεχίδης δεν μπορούσε να δώσει πειστικές απαντήσεις για το πού βρίσκονται οι πέντε συγγενείς του, ενέτεινε τις υποψίες των αστυνομικών της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης ότι πιθανώς σχετίζεται με την εξαφάνισή τους, καθώς έπεφτε σε συχνές αντιφάσεις.

Οι δολοφονίες λαμβάνουν διαστάσεις θρίλερ. Οι εφημερίδες γράφουν ο Σεχίδης αφαίρεσε του εγκεφάλους των θυμάτων και τους κράτησε στο ψυγείο – «είχα κάποιες ψυχιατρικές και άλλες γνώσεις ανατομίας και ήθελα να τους μελετήσω. Δεν διατηρήθηκαν σε καλή κατάσταση και τους πέταξα», φέρεται να κατέθεσε (ΤΑ ΝΕΑ, 20.8.1996).

Ο κατά συρροή δολοφόνος τεμάχισε τα πτώματα με σιδηροπρίονο και τοποθέτησε τα μέλη τους σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Ο ίδιος φέρεται να είπε αργότερα ότι άκουγε Τσαϊκόφσκι την ώρα που το έκανε. Πέρασε τρεις φορές με πλοίο από τη Θάσο στην Κεραμωτή, έχοντας τις σακούλες στο πορτ παγκάζ του αυτοκινήτου του πατέρα του (ΕΘΝΟΣ, 12.8.1996).

Η δίκη του Σεχίδη έγινε τον Ιούνιο της επόμενης χρονιάς στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας. Καταδικάστηκε σε πέντε φορές ισόβια για τις δολοφονίες κι επιπλέον φυλάκιση 7,5 ετών για οπλοχρησία και περιύβριση νεκρού. Άσκησε έφεση την οποία αργότερα απέσυρε – «με πίεσε ο δικηγόρος μου», είπε. Τον πρώτο καιρό στη φυλακή, κλείστηκε στην απομόνωση. Λέγεται ότι ζήτησε από τους δεσμοφύλακες να ακούει κλασική μουσική και να μπορεί να διαβάζει βιβλία. Λίγους μήνες αργότερα μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού. Το 2010, ψυχίατρος του Αττικού Νοσοκομείου διέγνωσε ότι ο Σεχίδης πάσχει από σχιζοφρένεια και όχι από σχιζότυπη διαταραχή.

Το φθινόπωρο του 2017 ο Σεχίδης, μετά από 22 χρόνια στη φυλακή, υπέβαλε αίτηση αποφυλάκισης. Η αίτηση απορρίφθηκε από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο.

[thetoc.gr]

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου