ΤΟΠΙΚΑ

Από ένα έως… κανένα παιδί ~ Σύγχρονες ελληνικές οικογένειες

από-ένα-έως-κανένα-παιδί-σύγχρονες-ε-524531

Αποκαλυπτική η έρευνα υποψηφίου διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για την εξέλιξη της γονιμότητας στην Ελλάδα

Μείωση της γονιμότητας των γυναικών στην Ελλάδα κατά 20% τις τελευταίες δεκαετίες, καταγράφεται στην έρευνα του υποψηφίου διδάκτορα του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, κ. Παύλου Μπαλτά. Από την ίδια έρευνα για την εξέλιξη της γονιμότητας στη χώρα, προκύπτουν και οι νέες τάσεις: το νέο πρότυπο της ελληνικής οικογένειας περιλαμβάνει μόλις ένα παιδί, ενώ η ατεκνία αποτελεί το νέο φαινόμενο, ιδίως στην περίοδο της οικονομικής κρίσης.

Ρεπορτάζ: ΕΛΕΝΗ ΧΑΝΟΥ

Από ένα έως… κανένα παιδί φαίνεται να είναι η τάση της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας, όπως τουλάχιστον καταγράφεται στη διδακτορική έρευνα του κ. Μπαλτά, που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του προγράμματος Ηράκλειτος στο οποίο συμμετέχει το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

«Η εξέλιξη της γονιμότητας στην Ελλάδα από το 1960 και μετέπειτα: Ιδιαιτερότητες και πρόσφατες τάσεις», είναι το θέμα της διδακτορικής διατριβής του κ. Μπαλτά που έρχεται να αποκαλύψει συρρίκνωση της ελληνικής οικογένειας τα τελευταία χρόνια.

Η έρευνα

Σύμφωνα με τον κ. Μπαλτά η γονιμότητα αποτελεί μία από τις παραμέτρους διαμόρφωσης του πληθυσμού. Οι άλλες δύο είναι η θνησιμότητα και η μετανάστευση.

Η γονιμότητα αναλύθηκε βάσει του δείκτη της συγχρονικής (δείκτης γονιμότητας ανά ημερολογιακό έτος) και της διαγενεακής (δείκτης γονιμότητας ανά έτος γέννησης της μητέρας).

Παράλληλα, έγινε εκτίμηση και των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στον τομέα της γονιμότητας.

Μείωση γονιμότητας κατά 20%

Σύμφωνα με την έρευνα, οι γυναίκες που γεννήθηκαν μέχρι το 1955 αποκτούσαν δύο παιδιά. Από τη γενιά του ’55 και μετά ο δείκτης της γονιμότητας, με την έννοια της απόκτησης παιδιών, μειώνεται σταθερά. Οι γυναίκες που γεννήθηκαν το 1975 αποκτούν κατά μέσο όρο 1,6 παιδιά. «Ανάμεσα στις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1955 και στις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1975 υπάρχει μια μείωση της γονιμότητας κατά 20%, δηλαδή 0,4 παιδιά ανά γυναίκα», αναφέρει ο κλ. Μπαλτάς.

Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό οφείλεται εν μέρει στην αύξηση της μέσης ηλικίας απόκτησης του πρώτου παιδιού. «Οι γυναίκες συμμετέχουν περισσότερο και στην εκπαιδευτική και στην επαγγελματική διαδικασία, με αποτέλεσμα να υπάρχει αύξηση της μέσης ηλικίας απόκτησης του πρώτου παιδιού, κάτι που από μόνο του αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα απόκτησης περισσότερων παιδιών. Σε όσο μεγαλύτερη ηλικία η γυναίκα κάνει ένα παιδί τόσο μικρότερες πιθανότητες έχει βιολογικά να αποκτήσει ένα δεύτερο ή ένα τρίτο παιδί», επισημαίνει ο κ. Μπαλτάς.

«Σε ό,τι αφορά τις χωρικές περιπτώσεις της γονιμότητας, οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούσαμε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 από περιοχή σε περιοχή έχουν αρχίσει και συρρικνώνονται. Δεν ταυτίζεται η γονιμότητα ανά νομό με τους εθνικούς μέσους όρους, αλλά τείνει να γίνει ομοιόμορφη σε όλη την Ελλάδα», προσθέτει ο ίδιος.

Νέο πρότυπο οικογένειας

Με τα υπάρχοντα ως δεδομένα, αναδύεται ένα νέο πρότυπο οικογένειας.

Από τη δεκαετία του ’50 και μετά μειώνονται οι οικογένειες με τρία ή και με τέσσερα παιδιά. Πλέον όλο και περισσότερες οικογένειες σταματούν στα δύο παιδιά ή και στο ένα παιδί. «Αναμένουμε στο μέλλον ότι το μέγεθος της οικογένειας θα είναι δύο με ένα παιδιά», τονίζει ο κ. Μπαλτάς.

Αυτό σημαίνει ότι μειώνονται οι πιθανότητες διεύρυνσης της οικογένειας. «Σε σχέση με τις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1935 έως το 1975 και στις γυναίκες που γεννήθηκαν μεταγενέστερα η πιθανότητα που έχει μια γυναίκα να αποκτήσει ένα τρίτο ή ένα τέταρτο παιδί είναι σαφώς μικρότερη απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν», αναφέρει.

Ατεκνία: ένα νέο φαινόμενο

Επιπλέον ένα ακόμη αναδυόμενο φαινόμενο είναι η αύξηση της τελικής ατεκνίας. Δηλαδή οι γυναίκες που στο τέλος του αναπαραγωγικού τους βίου, στα 49 έτη, δεν έχουν αποκτήσει κανένα παιδί.

«Για τη γενιά του ’55 αυτό το ποσοστό ήταν στο 10%, δηλαδή μία στις δέκα γυναίκες που γεννήθηκε το 1955 δεν απέκτησε κανένα παιδί κατά τη διάρκεια του αναπαραγωγικού της βίου. Αντίθετα στις γυναίκες που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι μία στις 5 γυναίκες δεν θα αποκτήσει κανένα παιδί. Εχει διπλασιαστεί το ποσοστό», επισημαίνει ο υποψήφιος διδάκτωρ του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας του Π.Θ.

Εκπαίδευση, εργασία και κρίση

Η… συρρίκνωση της ελληνικής οικογένειας, οφείλεται κατά τον κ. Μπαλτά στο γεγονός ότι οι γυναίκες συμμετέχουν περισσότερο στην εκπαιδευτική και επαγγελματική διαδικασία, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού. «Αναβάλλουν να κάνουν ένα παιδί γιατί σπουδάζουν. Στη συνέχεια μπαίνουν στον εργασιακό χώρο. Ιδίως σε εποχή κρίσης, δυσκολεύονται να αφήσουν την εργασία τους, ιδίως αν έχουν καλή θέση και κερδίζουν καλά χρήματα, γιατί κάτι τέτοιο σημαίνει αύξηση των εξόδων εξαιτίας της ανατροφής ενός παιδιού και παράλληλα μείωση των εσόδων. Οπότε φθάνουν βιολογικά σε ένα σημείο που δεν υπάρχουν περιθώρια απόκτησης ενός ή δεύτερου παιδιού», περιγράφει ο κ. Μπαλτάς.

Από τον ελληνικό κανόνα, η Μαγνησία δεν εξαιρείται. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο υποψήφιος διδάκτορας, ο Βόλος ως αστική περιοχή ήταν από τις περιοχές της χώρας στις οποίες ο δείκτης της γονιμότητας περιορίστηκε αρκετά γρήγορα.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου