Ο Βολιώτης που έκανε όλη τη Νέα Υόρκη να … παραμιλάει

ο-βολιώτης-που-έκανε-όλη-τη-νέα-υόρκη-να-456498

Ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι που γίνονται θέμα στις εφημερίδες. Ιδίως δε όταν αποβιώνουν. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τον Χρήστο Μπάστη. Τον Βολιώτη εστιάτορα που «ταρακούνησε» τη Νέα Υόρκη με τα ελληνικά εστιατόριά του. Ο θάνατος του Χρήστου Μπάστη, μιας εξέχουσας προσωπικότητας στο χώρο της γαστρονομίας, έγινε θέμα στους New York Times με εκτενή αναφορά και κατάφερε έστω και μετά τον θάνατό του να κάνει γνωστή όλη την περιοχή του Βόλου.
 
Η πιο διάσημη και πολυδιαβασμένη εφημερίδα στον κόσμο, η New York Times το 1999 φιλοξένησε στις σελίδες της την είδηση του θανάτου του 95χρονου Χρήστου Μπάστη.
Ποιος όμως ήταν ο Χρήστος Μπάστης, ο οποίος έκανε την μεγαλύτερη εφημερίδα να ασχοληθεί μαζί του;
Ο Χρήστος Μπάστης γεννήθηκε το 1904 στα Τρίκαλα, αλλά μεγάλωσε και έζησε στο Βόλο. Το 1922 πήρε τη μεγάλη απόφαση και μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Η πρώτη του στάση ήταν στο Ellis Island, το οποίο ήταν η πύλη για εκατομμύρια μετανάστες που έρχονταν στις τις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1892 – 1954.
Μετά από την στάση του στις εγκαταστάσεις υποδοχής των μεταναστών, ο νεαρός Χρήστος με οχτώ δολάρια στην τσέπη του επιβιβάστηκε σε ένα τρένο στο σταθμό της Πενσυλβάνιας και κατευθύνθηκε στην Αϊόβα, όπου διέμενε ο ξάδερφός του. Εκεί με τη βοήθειά του βρήκε εργασία στο τράνταγμα σόδας.
Σε λιγότερο από ένα χρόνο ο Χρήστος επέστρεψε στη Νέα Υόρκη. Η περιοχή Cedar Rapids του θύμιζε τον Βόλο, όπως εκμυστηρεύτηκε αργότερα.
Ο νεαρός Έλληνας μετανάστης εγκαταστάθηκε σε ένα επιπλωμένο δωμάτιο στη Δυτική 110η οδό και βρήκε εργασία στο γαλλικό εστιατόριο Cadillac ως σερβιτόρος. Ωστόσο δεν έμεινε για πολύ καιρό εκεί.
Η επόμενή του δουλειά ήταν σε ένα εστιατόριο με θαλασσινά στην 8η Λεωφόρο στο Greenwich Village. Σύντομα όμως βρήκε νέα εργασία με καλύτερες απολαβές σε μια καφετέρια Δυτικά της 49ης Λεωφόρου.
Γρήγορα αλλά με σκληρή δουλειά αναδείχθηκε σε διευθυντή .
Στα δέκα χρόνια εργασίας του κατάφερε να εξοικονομήσει αρκετά χρήματα για να ανοίξει το δικό του εστιατόριο στην οδό Fougmar, στη 43η Λεωφόρο Δύο χρόνια αργότερα άνοιξε το Ριβιέρα, στην 58η οδό και έκτης λεωφόρου.

Η ζωή όμως παίζει απρόσμενα παιχνίδια.

Το 1937 έμαθε πως η μητέρα του είχε αρρωστήσει. Τότε ο Χρήστος πούλησε το εστιατόριο και επέστρεψε στο Βόλο. Όμως αρρώστησε και ο ίδιος από πλευρίτιδα.
Η πάθησή του όμως ιάθηκε. Ανακτώντας τις δυνάμεις του αποφάσισε να επιστρέψει στις Η.Π.Α. Όμως η βίζα επανεισόδου του είχε λήξει.
Έτσι παρέμεινε στην Ελλάδα και βρήκε μια ιδιαίτερη ασχολία. Δαπανούσε μεγάλο μέρος του χρόνου του σε επισκέψεις μουσείων με έργα τέχνης και ανέπτυξε το μεγάλο του πάθος. Τη συλλογή αρχαίων γλυπτών.

Το 1941, ο Χρήστος Μπάστης επέστρεψε στη Νέα Υόρκη. Μαζί του όμως μετέφερε και 300 βαρέλια με ελιές, η τιμή των οποίων εκτινάχθηκε μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου όπου η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με την Ιταλία.

Το κέρδος ήταν αναπάντεχο για τον Χρήστο. Αμέσως σκέφτηκε πως με αυτά τα χρήματα θα μπορούσε να ανοίξει ένα εστιατόριο στο Greenwich Village.
Το SeaFare ήταν γεγονός. Παρά το γεγονός ότι η επίπλωση και όλο το στήσιμο του εστιατορίου ήταν απλό, η σοβαρότητα και το στυλ έκλεψαν τις εντυπώσεις.
Στρείδια και άλλα θαλασσινά έγιναν το σήμα κατατεθέν του εστιατορίου που προσέφερε μεσογειακές γεύσεις με άρωμα… Ελλάδας. Σπεσιαλιτέ του εστιατορίου ήταν η πίτα «Nesselrode» η οποία εκθειάστηκε και από τους κριτικούς της γαστρονομίας.
Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και το 1944 ο Χρήστος Μπάστης άνοιξε και δεύτερο εστιατόριο το «Μεγαλειώδες SeaFare», ενώ το 1963 ακολούθησε και το εστιατόριο «Sea Fare of the Aegean».
Τα πιάτα του είχαν μια ιδιαίτερη σφραγίδα. «Σαν μια σούπα μπουγιαμπέσα από το νησί της Ρόδου, και κατσαρόλα από ριγέ φρέσκα ψάρια με μύδια», ήταν τα λόγια του Χρήστου Μπαστη, όταν ήθελε να πείσει τους πελάτες να παραγγείλουν τα πιάτα του εστιατορίου του.
«Πουθενά στη Νέα Υόρκη δεν υπάρχουν πιο φρέσκα ψάρια, πουθενά δεν είναι τόσο καλά βρασμένα ή τηγανιτά τα ψάρια» έγραψε η Mimi Sheraton των New York Times σε μια κριτική της το 1976.

Το 1974 ο Χρήστος Μπάστης πούλησε τα δύο πρώτα εστιατόριά του και εστίασε την προσοχή του στο εστιατόριο «Sea Fare of the Aegean», το οποίο κατείχε έως το 1982 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.

Η πλούσια διακόσμηση του εστιατορίου, με τις Μινωικές Γραμμές, τους κίονες και αφηρημένα έργα ζωγραφικής από τον Chen Chi, ενός Κινέζου καλλιτέχνη, είχαν γίνει το έκθεμα της αλυσίδας του Μπάστη.
Το εστιατόριο μετατράπηκε σε άτυπη γκαλερί για την έκθεση γλυπτών από την αυξανόμενη συλλογή του με έργα τέχνης, η οποία τελικά αποτελούνταν από περισσότερα από 200 αντικείμενα, τα περισσότερα από αυτά τα έργα από την αρχαία Ελλάδα, από την Αίγυπτο αλλά και τη Ρωμαϊκή Εποχή.
Ο Μπάστης δώρισε πολλά από τα έργα της συλλογής του στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης και το Μουσείο του Μπρούκλιν.
Το 1987, 166 κομμάτια από τη συλλογή του δόθηκαν στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης υπό τον τίτλο «Αρχαιότητες από τη συλλογή του Χρήστου Γ. Bastis».
Παράλληλα ο Χρήστος Μπάστης ανακηρύχθηκε σε επίτιμο διαχειριστή

του Μητροπολιτικού Μουσείου, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Μουσείου του Μπρούκλιν , ενώ διατέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Ωνάση και της Atlantic Bank of New York. Διετέλεσε επίσης και επίτιμος πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού.

Τμήματα της συλλογής του Χρήστου Μπάστη δόθηκαν στο Ίδρυμα Γουλανδρή και στο Μουσείο Μπενάκη.
Η είδηση του θανάτου του αλλά και η διαδρομή του στις Η.Π.Α. έγιναν θέματα προς συζήτηση σε όλους τους χώρους της τέχνης και η NewYorkTimes πραγματοποίησε αφιέρωμα για τη ζωή και το έργο του.
 

Η ζηλευτή του συλλογή

 

Στην «Ελευθεροτυπία» το 2008 και στον δημοσιογράφο Νικόλαο Ζηργάνο, ο Τζορτζ Ορτίζ, συλλέκτης έργων τέχνης αναφέρθηκε στον Χρήστο Μπάστη, λέγοντας χαρακτηριστικά «Τόσα χρόνια ζήλεψα μόνο δυο αντικείμενα που δεν μπόρεσα να αποκτήσω. Και τα δύο τα είχε ο Κουτουλάκης, δυο κυκλαδικά ειδώλια από την Κέρο και την Πάρο, που τα είχε στο χρηματοκιβώτιό του. Το ένα κατέληξε στη συλλογή Σέλμπι Γουάιτ, στην Αμερική και το άλλο σε έναν ελληνοαμερικανό συλλέκτη, τον Χρήστο Μπάστη, εστιάτορα στη Νέα Υόρκη που αργότερα το χάρισε στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Ο Μπάστης, τον οποίο θαυμάζω, έκανε σχεδόν όλη τη συλλογή του από τον Κουτουλάκη, αλλά αγόραζε επίσης και από τον Σάιμς».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου