Είναι θέμα τιμών και όχι μισθών

είναι-θέμα-τιμών-και-όχι-μισθών-416551

Το ενεργειακό πρόβλημα του πλανήτη είναι το διαχρονικότερο των τελευταίων δεκαετιών. Τα καύσιμα κινούν τα πάντα και κυρίως κινούν την οικονομία. Αν διαβάσετε τη σημερινή αποκαλυπτική έρευνα του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ στη σελίδα 18 θα διαπιστώσετε αμέσως τις στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας που οδήγησαν στη χρεοκοπία και στην αποσάθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας.

Η αύξηση στις τιμές των καυσίμων την τελευταία τετραετία τρέχει στην Ελλάδα με φρενήρεις ρυθμούς και δέκα φορές ταχύτερα από την αύξηση του δυσμενέστερου δεδομένου της οικονομίας μας που είναι το δημόσιο χρέος. Πιο συγκεκριμένα την τελευταία τετραετία (2008-2011) η τιμή της βενζίνης αυξήθηκε κατά 142% και του πετρελαίου κατά 67%!!!

Με τέτοιες τιμές καυσίμων δεν καθίσταται εκ προοιμίου καταδικασμένη η οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια, αλλά ουσιαστικά δυσκολεύει ακόμη και την επιβίωση των πολιτών.

Τελικά δεν είναι κορυφαίο ζήτημα η συρρίκνωση μισθών και συντάξεων που καταγράφεται τον τελευταίο χρόνο στην Ελλάδα. Είναι εμφανές ότι στο μέσο πολίτη στοιχίζει απείρως περισσότερο η καλπάζουσα ακρίβεια παρά η οποιαδήποτε απώλεια εισοδημάτων. Δεν γράφουμε κάτι καινούργιο, διαπιστώνοντας ότι ο συνδυασμός των παραγόντων της μείωσης μισθών και ακρίβειας τιμών και αγαθών είναι ένας καταστροφικός συνδυασμός. Το χειρότερο βεβαίως είναι ότι δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική προσπάθεια συγκράτησης των τιμών ιδιαίτερα στα καύσιμα.

Το κράτος επαναπαυμένο στη ράθυμη λογική σύμφωνα με την οποία όσο αυξάνονται οι τιμές στα καύσιμα, τόσο αυξάνονται σε απόλυτους αριθμούς και τα έσοδα των κρατικών ταμείων, οδηγεί στην απογείωση των τιμών και στην απελπισία των επιχειρηματιών αλλά και των απλών πολιτών. Δεν είναι όμως μόνο το κράτος που κερδίζει από αυτή την ανεξέλεγκτη κούρσα. Περίπου πενήντα οικογένειες, εκτός από τις δύο ελληνικές αυτοκρατορίες των διυλιστηρίων, εμπορεύονται τα πετρελαιοειδή στην Ελλάδα. Πενήντα οικογένειες οι οποίες είδαν τα κέρδη τους την τελευταία τετραετία να εκτινάσσονται την ώρα που ο ελληνικός λαός σχεδόν πένεται.

Με τη συγκεκριμένη λογική καταλήξαμε και στο σημερινό αποτέλεσμα της μείωσης της κατανάλωσης -στη λιανική τουλάχιστον- κατά 50% και ενώ θα περίμενε κανείς αυτές τις εποχές οι πρατηριούχοι να κερδίζουν τα πρατήρια κλείνουν το ένα μετά το άλλο, εκτός φυσικά από εκείνους που έχουν ανακαλύψει λαθραίους δρόμους οικονομικής επιβίωσης. Η επιτομή της στρέβλωσης δηλαδή.

Τελικά από την υπόθεση των καυσίμων η οποία είναι βασικός ρυθμιστικός παράγοντας της πορείας της οικονομίας κερδίζουν ελάχιστοι και χάνουν όλοι οι υπόλοιποι και κυρίως η χώρα. Είναι τόσο ισχυρά όμως τα συμφέροντα, ώστε και η προηγούμενη και η τωρινή κυβέρνηση φάνηκαν αδύναμες να τιθασεύσουν αυτό το κύμα ακρίβειας και κερδοσκοπίας που έχει μονιμοποιηθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην εγχώρια αγορά καυσίμων. Ποια επιχείρηση θα αναπτυχθεί και ποιος οικογενειακός προϋπολογισμός θα αντέξει με τέτοιες τιμές; Μόνο και μόνο το γεγονός ότι η βενζίνη στην Ελλάδα είναι η δεύτερη ακριβότερη στην Ευρώπη είναι αρκετό να αποδείξει ότι δεν υπάρχει καμία προοπτική εξόδου από την κρίση που βιώνουμε.

Τα διακόσια ευρώ που έχασε ο κάθε εργαζόμενος από το μισθό του είναι μέγεθος που σχετίζεται με την οικονομική πραγματικότητα. Δεν θα είχε καμία σημασία η συγκεκριμένη μείωση αν οι τρέχουσες τιμές αγαθών και υπηρεσιών ήταν εναρμονισμένες με το πραγματικό βιοτικό επίπεδο.

Με μέσο ημερομίσθιο που δεν φτάνει ούτε τα 40 ευρώ ο σημερινός Έλληνας ουσιαστικά εργάζεται για 20 με 25 λίτρα βενζίνης. Μέγεθος αστείο αν αναλογιστεί κανείς τις υποχρεώσεις ενός μέσου έστω και μη χρεωμένου νοικοκυριού.

Και αν αυτά συμβαίνουν με τα καύσιμα των μηχανών κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα καύσιμα των ανθρώπινων οργανισμών. Την τελευταία τετραετία το καθημερινό και… ταπεινό ψωμάκι κατέγραψε αύξηση τιμής 28%!

Πανίσχυρες εταιρίες εμπορίας καυσίμων, πολυεθνικές αλυσίδες τροφίμων, κολοσσιαίοι τηλεπικοινωνιακοί και ενεργειακοί οργανισμοί, απομυζούν καθημερινά, σε τιμές πολύ υψηλότερες από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες τις πενιχρές αποδοχές των Ελλήνων. Απροστάτευτοι πολίτες σε ένα κράτος το οποίο αδυνατεί να ενσαρκώσει το ρόλο του ελεγκτή-διαιτητή, έναν ρόλο για τον οποίο επίσης πληρώνεται πανάκριβα από τους πολίτες.

Δυστυχώς μέχρι σήμερα από κανέναν αρμόδιο υπουργό δεν απαντήθηκε πειστικά το ερώτημα γιατί το ίδιο απορρυπαντικό πωλείται στην Ελλάδα κατά 50% ακριβότερο σε σχέση με τη Γερμανία των πολύ υψηλότερων αποδοχών. Αυτό το τελευταίο δεν είναι οικονομική αδυναμία αλλά καθαρά πολιτική αδυναμία. Άλλωστε και το πρόβλημα της κρίσης είναι πρωτίστως πολιτικό και κατά δεύτερο λόγο οικονομικό.

 

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου