Γρηγόρης Καρταπάνης: Καλοκαιρινές αναδρομές, Πευκάκια 1945-46

γρηγόρης-καρταπάνης-καλοκαιρινές-αν-415577

Με λαχτάρα και ανακούφιση ξεχύθηκε ο κόσμος στις ακρογιαλιές του Βόλου, το καλοκαίρι του 1945, το πρώτο μετά την απελευθέρωση, για να χαρεί ξέγνοιαστος πια τα θαλάσσια μπάνια του, όπως τα προπολεμικά χρόνια. Οχι πως δεν υπήρχε λουτρική δραστηριότητα και στην περίοδο της κατοχής, αλλά η βαρεία σκιά του κατακτητή με περιορισμούς, απαγορεύσεις και διώξεις απωθούσε του περισσότερους, μιας και δεν ήταν δυνατό να απολαύσουν μια ανέμελη καλοκαιρινή αναψυχή.

Ο Αναυρος, η μόνη πλαζ εντός των ορίων της πόλης, τα Πευκάκια απέναντι από το λιμάνι και πιο απόμακρες Αλυκές που συνέθεταν και τότε την τριάδα των πλησιέστερων ακτών για μπάνιο, άρχισαν και πάλι – με δεδομένη πλέον και την ολική επικράτηση των μικτών μπάνιων που προσέδιδαν περισσότερη άνεση κι ευχαρίστηση – να γεμίζουν από τον κόσμο που ήθελε να εξοβελίσει το πρόσφατο άσχημο παρελθόν.

Ο πόλεμος όμως είχε αφήσει και στις πλαζ τα επώδυνα αποτυπώματά του, με καταστροφές των λουτρικών εγκαταστάσεων και των παραλιακών κέντρων, ώστε να απαιτείται εύλογος χρόνος αποκατάστασης των ζημιών που θα επανέφεραν την ολοκληρωμένη λειτουργία των λουτρικών υπηρεσιών. Παρά τις υπάρχουσες ελλείψεις οι κάτοικοι του Βόλου δεν έπαυαν να χαίρονται με κάθε τρόπο τα μπάνια τους, έστω κι αν παρέμεναν νωπές οι πληγές της Κατοχής. Τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί επισημαίνονταν και καταβάλλονταν προσπάθειες εξάλειψής τους.

Προβλήματα στο Αλσος Σέφελ

Σημείο αναφοράς των Πευκακίων από τα μέσα της δεκ. του ’20 υπήρξε το δάσος του κτήματος Σέφελ, του φιλέλληνα Γερμανού πρόξενου του Βόλου. Πνεύμονας πράσινου και δροσιάς ο ευμεγέθης πευκώνας επιστέφει την σχετικά περιορισμένη ακρογιαλιά και στις πλησιέστερες προς τη θάλασσα παρυφές του, αναζητούσαν συχνά «καταφύγιο» λουόμενοι και άλλοι εφήμεροι παραθεριστές, όπως άλλωστε και στα υπόλοιπα σκόρπια πεύκα της ευρύτερης περιοχής.

Με τη λήξη του πολέμου όμως ο πρόξενος Ελμουτ Σέφελ, παρά την αδιαμφισβήτητη φιλελληνική στάση του και την αποδεδειγμένη προσπάθειά του να διαφυλάξει και να βοηθήσει τον ντόπιο πληθυσμό, ως αξιωματούχος του ναζιστικού καθεστώτος οδηγήθηκε σε απανωτές δίκες ως το 1947, κυρίως από ιδιοτελή συμφέροντα και επιμονή του Βρετανικού παράγοντα.

Η περιουσία του δημεύτηκε, σα γερμανική ιδιοκτησία και επρόκειτο, ώσπου να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, να προσμετρηθεί, όπως και άλλες ανάλογες περιπτώσεις, στο πλαίσιο των γερμανικών επανορθώσεων και αποζημιώσεων. Το άλσος τότε, αφού απουσίαζε ο ιδιοκτήτης, υπέστη αρκετές αυθαίρετες παρεμβάσεις και ζημιές παρά την επίβλεψη του τοπικού δασαρχείου.

Σοβαρότερο πρόβλημα αποτελούσε η λαθροϋλοτομία, ενώ παρατηρούνταν και ανεξέλεγκτη παραμονή, τους θερινούς μήνες, λουομένων που άναβαν φωτιές, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει από πυρκαγιά ο πευκώνας.

Το λιτό δημοσίευμα που ακολουθεί μας δίνει σαφή εικόνα του προβλήματος:

«Το δάσος των Πευκακίων. Ως μας ανακοίνωσεν ο κ. Δασάρχης έλαβον χώραν κατά τους τελευταίους μήνας λαθραίαι υλοτομίαι εις το δάσος των Πευκακίων. Εκόπησαν παρ’ αγνώστων αρκετά κυπαρίσσια και πεύκα και αν τούτο εξακολουθήση, μεγάλο μέρος του εν λόγω δάσους θα καταστραφεί. Αλλά το δάσος των Πευκακίων δημιουργήθεν, ως γνωστόν εκ πρωτοβουλίας του κ. Σέφελ, αποτελεί πνεύμονα της πόλεως και θα πρέπει να ληφθούν αυστηρά μέτρα, ώστε να προληφθή η συνεχιζόμενη από διαφόρους ασυνειδήτους εξολόθευσίς του» (Ταχυδρόμος 5/6/1945).

Επισημαίνεται, όπως είδαμε, η σπουδαιότητα του ωραίου δάσους για ολόκληρη την πόλη του Βόλου και επιβάλλεται η άμεση λήψη μέτρων προφύλαξης του. Δεν ήταν μόνο η λαθροϋλοτομία, αλλά κι η ανεξέλεγκτη είσοδος διαφόρων – ιδιαίτερα λουομένων το καλοκαίρι – που κατασκήνωναν, άναβαν φωτιά για φαγητό και η πρόκληση πυρκαγιάς ήταν πιθανή.

Γι’ αυτό και ανακοινώθηκαν σχετικά σύντομα αυστηρές διατάξεις απαγόρευσης:

«Δια την προστασίαν του δάσους Πευκακίων. Δια δημοσιευθείσης δασικής απογορευτικής διατάξεως, απαγορεύεται :

1) οιαδήποτε υλοτομία, αποκλάδωσις, κοπή και εκρρίξωσις παντός δένδρου, θάμνου ή φρυγάνου παρ’ οιουδήποτε προς οιαδήποτε σκοπόν εντός του πευκοδάσους Πευκάκια, άνευ αδείας του Δασαρχείου.

2) Ν’ ανάπτηται εντός η πέριξ αυτού κατά τους θερινούς μήνας πυρ, ή να ρίπτωνται ανημμένα σιγαρέττα ή σπίρτα ως και πάσα ενέργεια δυναμένη να προκαλέση πυρκαίαν.

3) Η είσοδος εντός αυτού οιουδήποτε καθ’ οιαδήποτε ημέραν και ώραν και η παραμονή εντός αυτού δι οιονδήποτε σκοπόν άνευ αδείας του Δασαρχείου.

4) Το κυνήγιον παντός είδους θηραμάτων καθ όλην την περίοδον του κυνηγίου»

(Ταχυδρόμος 13/7/1945).

Δυσχερής πρόσβαση

Η παραλία που προσφέρονταν για μπάνιο στα Πευκάκια, ήταν όπως έχουμε πει περιορισμένη, αφού σε αρκετά σημεία υπήρχαν βράχια. Η μικρή βοτσαλωτή ακτή κάτω από τα κέντρα «Πευκάκια» και «Αμπελάκια» δεν επαρκούσε και ο κόσμος επεκτείνονταν στη συνεχόμενη αμμουδιά ως τον χώρο των πυριτιδαποθηκών στη «γλώσσα» του ακρωτηρίου Σέσκλο, πριν από το φάρο, όπου ως στρατιωτική περιοχή απαγορευόταν η παραπέρα διέλευση.

Οι αποθήκες πυρομαχικών μετά τον πόλεμο έπαψαν να χρησιμοποιούνται (η μία είχε ανατιναχθεί στις 19/7/1944) κι έτσι οι λουόμενοι μπορούσαν να μεταβούν και πιο πέρα, μιας και αυξανόταν αρκετά η διαθέσιμη για μπάνιο ακτή.

Για κάποιο λόγο όμως το καλοκαίρι του 1946 η τοπική στρατιωτική διοίκηση θέλησε να περιφράξει τον χώρο των πρώην πυριτιδαποθηκών (πιθανόν για λόγους επαναλειτουργίας), τοποθετώντας συρματόπλεγμα και περιορίζοντας την ελεύθερη ακρογιαλιά σε στενότερα όρια απ’ ότι στην προπολεμική εποχή που λειτουργούσαν οι αποθήκες.

Το γεγονός προκάλεσε τις εύλογες διαμαρτυρίες του κόσμου αλλά και όσων θίγονταν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Απέναντι στον Αναυρο, αμέσως μετά τον πόλεμο τα μπάνια ήταν επίσης ελεύθερα, καθώς δεν είχε ακόμη αναδιοργανωθεί η οργανωμένη πλαζ με εισιτήριο εισόδου (δικαίωμα λουτρού, χρήση καμπίνας, άλλες παροχές) και οι παλιές εγκαταστάσεις της είχαν καταστραφεί από τα προηγούμενα χρόνια.

Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με την περίφραξη της ακτής οδηγούσε τους περισσότερους λουόμενους προς τον Αναυρο με υποχώρηση της κίνησης στα Πευκάκια. Δικαιολογημένες λοιπόν υπήρξαν οι διαμαρτυρίες των ιδιοκτητών των βενζινακάτων αλλά και εκείνων των κέντρων των Πευκακίων που έβλεπαν τα έσοδα τους να μειώνονται.

Το σχετικό δημοσίευμα παρουσιάζει ενδιαφέρον και μας δίνει μια αποκαλυπτική εικόνα της λουτρικής πραγματικότητας το καλοκαίρι του 1946:

«Τα Πευκάκια και το φράξιμο της ακτής τους. Πριν από τον πόλεμο τα Πευκάκια παρουσίαζαν μεγάλη κίνηση γιατί για ένα μπάνιο στα Πευκάκια δεν χρειαζόντουσαν παρά τα έξοδα της βενζινακάτου, ενώ ο Αναυρος εκτός από τα έξοδα συγκοινωνίας, είχε και το εισιτήριο της καμπίνας. Κατά τη διάρκεια όμως του πολέμου και μετά, τα πράγματα άλλαξαν.

Η μετάβασις στα Πευκάκια ήταν δύσκολη, ενώ αντίθετα στον Αναυρο έφθανε κανείς έστω και με λίγη ταλαιπωρία και επιπλέον μετά την καταστροφή που έπαθαν οι καμπίνες, το μπάνιο ήταν εντελώς ανέξοδο. Σήμερα η συγκοινωνία έχει αποκατασταθεί τόσο για τον Αναυρο όσο και για τα Πευκάκια.

Τα έξοδα της μετάβασης είναι σχεδόν τα ίδια, επιπλέον όμως ο Αναυρος είναι προσιτός και σε όσους δεν θέλουν να ξοδέψουν απολύτως τίποτε και οι καμπίνες δεν έχουν γίνει ακόμα για να χρειάζεται και δικαίωμα λουτρού. Ετσι είναι φυσικό τα Πευκάκια να παρουσιάζουν λιγότερη κίνηση σήμερα η οποία όμως όσο πάει και αναπτύσσεται. Μόνο τις Κυριακές αποκτούν την προπολεμική τους όψη. Θα είχε κανείς να παρατηρήσει και τούτο: ότι ο κόσμος που κολυμπούσε άλλοτε κάτω ακριβώς από το καφενείο εκεί που ήταν οι βράχοι τώρα έχει αλλάξει προτιμήσεις και το σημείο της μεγαλύτερης συγκεντρώσεως μετατοπίστηκε προς τις πυριτιδαποθήκες, στην πέτρινη σκάλα που υπάρχει εκεί. Πολλοί είναι εκείνοι που πηγαίνουν ακόμα παραπέρα, πίσω από τις αποθήκες. Τόσο γιατί η θάλασσα είναι πιο καθαρή, όσο και γιατί η αμμουδιά είναι περισσότερο ομαλή και κατάλληλη για ξάπλωμα και ηλιοθεραπεία.

Ολοι λοιπόν τραβάν προς τα εκεί ενώ στους παλιούς βράχους είναι ερημιά. Εδώ και λίγες μέρες όμως τα πράματα άρχισαν να παίρνουν άλλη μορφή. Το χώρο ακριβώς που συγκεντρώνονται οι λουόμενοι τον φράξαν με συρματοπλέγματα στρατιώτες, ίσως γιατί είναι ενδεχόμενο να επισκευασθούν και ξαναχρησιμοποιηθούν οι πυριτιδαποθήκες. Το φράξιμο γίνεται έτσι που κανείς δεν θα μπορεί να χαρεί εκείνο το – μοναδικό άλλωστε – κομμάτι της αμμουδιάς. Αναγκαστικά ο κόσμος που συνεχίζει να κολυμπάη εκεί θα πρέπη να ή να ξαναγυρίση στο παληό σημείο που σήμερα είναι ακατάλληλο για μπάνιο ή το πιθανότερο να μη ξαναπατήσει πια στα Πευκάκια. Πράγμα που δεν συντελεί στην ανάπτυξη της αγάπης του λαού προς τη θάλασσα και θα ζημιώση και οικονομικά του κατόχους βενζινακάτων των εκεί καφενείων. Γι ‘ αυτό νομίζουμε πως θάπρεπε και οι στρατιωτικές αρχές της πόλεως μας να μην αφήσουν απρόσεκτο αυτό το ζήτημα. Δεν είναι δα και δύσκολο να λυθή, τα συρματοπλέγματα να τραβηχθούν προς τα πάνω, έτσι που να βαδίζουν παράλληλα προς την αμμουδιά και να αφήνουν ελεύθερη την μεταξύ των συρματοπλεγμάτων και της θαλάσσης ζώνην, που επιτέλους ας φθάνη και μέχρι την πέτρινη σκάλα τουλάχιστον. Είναι μια λύσις πολύ απλή και εφαρμόσιμη που θα επιτρέψει την ανάπτυξι της κολυμβητικής κινήσεως της πόλεως μας, χωρίς να βλάψη καθόλου και τον σκοπό για τον οποίο γίνεται το φράξιμο» (Ταχυδρόμος 17/7/1946).

Αν διευθετήθηκε το ζήτημα δεν γνωρίζουμε μια και κατά τις επόμενες μέρες δεν παρέχεται στο τύπο κάποια σχετική πληροφορία. Τα πράγματα όμως ζόριζαν καθώς πλέον βρισκόταν η χώρα στην περίοδο του εμφυλίου και εκδίδονταν απαγορευτικές και άλλες αυστηρές διατάξεις. Τα μπάνια όμως στα Πευκάκια, έστω και μετ’ εμποδίων, συνεχίζονταν.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου