Γρηγόρης Καρταπάνης: Καλοκαιρινές αναδρομές

γρηγόρης-καρταπάνης-καλοκαιρινές-αν-404064

Η αθρόα προσέλευση του κόσμου στις παραλίες του Βόλου τα δύο πρώτα καλοκαίρια μετά την απελευθέρωση υπήρξε οπωσδήποτε απότοκη των στερήσεων και των διώξεων που επικρατούσαν στα προηγούμενα δύσκολα χρόνια της μαύρης Κατοχής. Η χαρά της λευτεριάς συνδεόταν άμεσα με την ανέμελη διάθεση της θερινής αναψυχής, συναισθήματα που ξεπηδούσαν αυθόρμητα και συνέπαιρναν τους πάντες. Ο λαός του Βόλου, αδιάκριτα από κοινωνικές ή άλλες περιχαρακώσεις, ξεχύνονταν ως ενιαίο σύνολο στην ακρογιαλιά απολαμβάνοντας το καθημερινό μπάνιο.

Στην πλαζ του Αναύρου ειδικότερα η καλοκαιρινή κίνηση παρουσίαζε ιδιαίτερη κορύφωση για συγκεκριμένους λόγους:

α) Δεν λειτουργούσε πλέον η προπολεμική οργανωμένη παραλία όπου απαιτούταν εισιτήριο εισόδου («δικαίωμα λουτρού»), αφού στη διάρκεια του πολέμου είχαν καταστραφεί οι καμπίνες και οι υπόλοιπες υποδομές της και ο χώρος ήταν απόλυτα ελεύθερος για τους λουόμενους, όπου εντελώς ανέξοδα μπορούσαν να χαρούν την θάλασσα.

β) Οντας εντός των ορίων της πόλης ο Αναυρος, αποτελούσε την πλέον προσβάσιμη παραλία, όπου όλες οι οικογένειες μετέβαιναν ακόμη και με τα πόδια, γλιτώνοντας, τα ασθενέστερα βαλάντια,και τα έξοδα μετακίνησης.

γ) Ο περιορισμός, το 1946, της ακτής των Πευκακίων με την περίφραξη της περιοχής των παλιών πυριτιδαποθηκών από τον στρατό, υποχρέωνε ένα μέρος του λουτρικού κοινού να μεταστραφεί προς την ευρυχωρία του Αναύρου, όταν αδυνατούσε να μεταβεί στις μακρινές Αλυκές.

Λουτρική πανδαισία

Αυτή η νέα πραγματικότητα της ελεύθερης, «λαϊκής» πλαζ του Αναύρου που αφειδώς πρόσφερε στιγμές καλοκαιρινής απόλαυσης στην Βολιώτικη κοινωνία, περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο σε δημοσίευμα της εφ. Ταχυδρόμος στις 23/7/1946 με τίτλο «Η λαϊκή πλαζ – Στα μπάιν μίξτ του Αναύρου» και υπότιτλο: « Εντυπώσεις και σκίτσα».

Στον πρόλογο του κειμένου ο ανώνυμος συντάκτης του αναφέρεται στην νέα κατάσταση που επικρατούσε εκεί και που οφείλονταν στα δεινά του πολέμου, ερμηνευόμενη ως παλλαϊκή αντίδραση στις χθεσινές, οδυνηρές καταστάσεις. Ο πόλεμος ενήργησε «θετικά», ώστε ο κόσμος να στραφεί με επιμονή προς την θάλασσα! Ολόκληρη η ακτογραμμή από τον Αγιο Κωνσταντίνο, ως την Παναγιά και τα βράχια της Γορίτσας, γέμιζαν καθημερινά από λουόμενους. Αλλωστε και η ελεύθερη πλέον ακτή της παλιάς οργανωμένης πλαζ διαμορφώνεται ως «λαϊκή πλαζ» χωρίς καμία απαγόρευση.

Στη συνέχεια γίνεται λόγος για την περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου όπου κυριαρχεί ο παιδόκοσμος, με τις νεαρότερες ηλικίες να χαίρονται την θάλασσα, ενώ συγχρόνως με το μπάνιο βελτιώνουν και την κλονισμένη από τα προηγούμενα χρόνια, υγεία τους.

Στην τρίτη παράγραφο του άρθρου- χρονογραφήματος ο συντάκτης του μνημονεύει τα καθημερινά γεγονότα στην κυρίως παραλία του Αναύρου, όπου επικρατεί το αδιαχώρητο, ενώ καταγγέλλεται η ανεπάρκεια της αστικής συγκοινωνίας.

Ας δώσουμε τον λόγο στον ίδιο: «Φτάσαμε στον Αναυρο. Κόσμος κάθε λογής έρχεται και φεύγει, με τα πόδια ή με τα λεωφορεία της συγκοινωνίας. Δεν θα μπορούσε τάχα να προστεθούν τρία-τέσσερα ακόμα τις Κυριακές, έστω και φορτηγά με καναπέδες. Η κίνηση βρίσκεται στο φόρτε της στις έντεκα. Αμμουδιά και θάλασσα γεμάτες. Τα καφενεία δεν διαθέτουν άλλες καρέκλες πια. Εχουν καλυφθεί από εκείνους που θέλουν να κάνουν το μπάνιο τους με μεγαλύτερη άνεση. Θα ακουμπήσουν τα ρούχα τους στην καρέκλα -πάντα κάποιος θα βρεθεί να τα φυλάξει- και μετά το μπάνιο καραφάκι και μεζές. Αλλά οι τέτοιοι είναι η μειοψηφία των θαμώνων των καφενείων. Την πλειοψηφία την συγκροτεί μία άλλη κατηγορία από κοσμικούς Βολιώτες και μοντέρνες συμπολίτιδες. Είναι ο λεγόμενος καλός κόσμος που καταβάλει κάποτε κωμικές προσπάθειες να παίξει τον ρόλο μιας χάι λάιφ στο μεταπολεμικό μας Βόλο. Και έτσι δεν καταδέχεται να πάρει το μπάνιο του μέσα στην κοσμοπλημμύρα των εργαζόμενων που διαθέτουν μόνο μία Κυριακή ελεύθερη. Είναι, βλέπεται, και η θάλασσα λερωμένη και στο κάτω – κάτω κάθε μέρα μπάνιο; Ας μείνει και μία για ανάπαυση. Καλύτερα λοιπόν στο καφενείο (παρντόν, στο Καζίνο ήθελα να πω) να κάνουμε και γούστο με το συνοικιακό κάρο, που αφού κουβάλησε όλο το τσούρμο της φαμελιάς του καροτσέρη απ’ τις οχτώ το πρωί, επιστρέφει τώρα και τρίζει καθώς ανηφορίζει σερνόμενο από μια κοκκαλιάρικη φοράδα που έχει πάρει και αυτή το μπάνιο της».

Οι κοινωνικές διακρίσεις ήταν καταφανείς στον παραλιακό χώρο που λούονταν χιλιάδες κάτοικοι του Βόλου.

Στην τελευταία παράγραφο, η γραφίδα του δημοσιογράφου προχωρεί πέρα από τις εκβολές του Αναύρου όπου περιοχή κατακλύζονταν από τα πιο λαϊκά στρώματα αποκλειστικά, σε αντίθεση με την κυρίως παραλία όπου βρισκόταν τα καφενεία και προηγούνταν όπως είδαμε η λεγόμενη υψηλή κοινωνία της πόλης. Σε τούτο, το τελευταίο τμήμα της ακτογραμμής, παρατηρούταν και οι πλέον τολμηρές λουτρικές εμφανίσεις, σύμφωνα με τις επιταγές της εποχής. Συχνά ξέφευγαν από τα όρια της ευπρέπειας, όντας εξαιρετικά αποκαλυπτικές και τα βλέμματα των ανδρών χαρακτηρίζονταν ως «διαπεραστικές λεπίδες». Ολόκληρη η περιγραφή, γλαφυρή και παραστατική, διαπνέεται από διακριτικό αλλά και πικάντικο χιούμορ. Τα μεικτά μπάνια είχαν επικρατήσει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και η εικόνα στις πλαζ παρουσιάζονταν πια διαφορετική.

Υπήρχε και η αρνητική πλευρά

Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο ειδυλλιακά, όσο τα περιέγραφε ο συντάκτης του προηγούμενου κειμένου. Η λαχτάρα του κόσμου για να χαρεί καλοκαίρι και θάλασσα ήταν δεδομένη και η προσέλευση στις πλαζ αυξημένη, με μία νέα λουτρική πραγματικότητα, που διαφοροποιούνταν από την προπολεμική κατάσταση. Υπήρχαν όμως και αρνητικές πλευρές, στην παραλία του Αναύρου, απότοκες του πολέμου και της αδυναμίας των αρμοδίων αρχών να διορθώσει άμεσα τα κακώς κείμενα. Λίγες μέρες αργότερα από το δημοσίευμα που αναφέραμε, δημοσιεύεται, πάλι στην εφ. Ταχυδρόμος (30/7/1946) άλλο ενδιαφέρον ρεπορτάζ, μέσα από το οποίο αποτυπώνονται οι ελλείψεις και άλλες απαράδεκτες καταστάσεις σε ολόκληρο το παραλιακό μέτωπο του Αναύρου.Ο τίτλος είναι σαφής: «Η ακρογιαλιά του Αναύρου και οι βρωμιές της», όπως και ο υπότιτλος: «Η αδιαφορία των αρχών».

Οπως επισημαίνει στην αρχή του κειμένου ο συντάκτης του, δεν είναι η πρώτη φορά που θίγεται το ζήτημα της απελπιστικής εικόνας που παρουσιάζονταν στην εν λόγω ακτή. Οι αρχές δεν έδιναν καμία σημασία, ούτε στις διαμαρτυρίες των πολιτών ούτε στις καταγγελίες του τύπου, προκαλώντας αρνητική εντύπωση. Περιοριζόταν ενίοτε μόνο σε «κάτι αόριστες και μασημένες δικαιολογίες» δίχως να προβαίνουν σε διορθωτικές παρεμβάσεις. Σκουπίδια και κάθε είδους ακαθαρσίες, λιμνάζοντα βρομόνερα, ακάλυπτοι αγωγοί στην θάλασσα, συνέθεταν μια εικόνα που καθόλου δεν άρμοζε στην πολύκοσμη πλαζ της πόλης.

Ας δώσουμε τον λόγο στον συντάκτη του δημοσιεύματος:

«Δεν υπάρχει Βολιώτης που να μην ξέρη σε τι χάλια βρίσκεται η ακρογιαλιά του Αναύρου. Κάθε είδους βρωμιά και ρυπαρότης τη γεμίζει και ο κάθε θαλασσολάτρης που θέλει να πάει εκεί, είτε να περπατήσει είτε για να καθίσει, να κολυμπήσει και να ξαπλώσει, πρέπει να υποστεί όλες τις αηδίες και τις βρωμιές, καθώς και τους κινδύνους που μπορεί να προκαλέσουν. Σπασμένα γυαλιά, σκουριασμένοι τενεκέδες, παλιόχαρτα, κουρέλια, σιδερικά, κουτιά κονσερβών, αγκάθια, αχινοί βγαλμένοι από τη θάλασσα, κατράμια, ακαθαρσίες ανθρώπων και ζώων, κόκαλα, ψοφίμια εν αποσυνθέσει και ότι άλλο μπορεί να υπάρχει σε ένα κάρο σκουπιδιών».

Στην παραλία κάτω από το νοσοκομείο και το μουσείο το χάλι ήταν επίσης απερίγραπτο: «Και πάνω από όλα οι σωροί των σκουπιδιών μπροστά στο νοσοκομείο που ασφαλώς από αυτό θα προέρχονταν με κάθε είδος βρωμιά και αηδία: μολυσμένα μπαμπάκια, σωληνάρια φαρμάκων, πεταμένα κουρέλια και όλα αυτά μαζί μ’ όσα ο χώρος και η ντροπή δεν μας επιτρέπει να αναφέρουμε σε σωρούς ολόκληρους. Εκτός απ’ όσα αναφέραμε υπάρχει και κάτι σοβαρότερο: Δύο υπόνομοι, ο ένας από την οδό Αθανασάκη κι ο άλλος, μπροστά από το νοσοκομείο, ξεχύνονται στην θάλασσα. Το χειρότερο σε αυτήν την υπόθεση είναι ότι και οι δύο υπόνομοι δεν εκβάλουν στην θάλασσα, αλλά σε αρκετή απόσταση απ’ αυτή. Έτσι τα βρώμικα νερά αποχωρούν ακάλυπτα προς την θάλασσα, σε ορισμένα σημεία λιμνάζουν και το μέρος είναι όχι μόνο απλησίαστο για τους κολυμβητές αλλά και φοβερά επικίνδυνο για την υγεία τους. Η ζέστη ευνοεί την αποσύνθεση των ακαθαρσιών και στα δημιουργούμενα μικρά τέλματα αντικαθρεφτίζεται το ενδιαφέρον των αρμοδίων για την υγεία του λαού».

Πραγματικά ζοφερή παρουσιάζεται η κατάσταση, μέσα από το αποκαλυπτικό δημοσίευμα και το ζήτημα προκύπτει ιδιαίτερα σοβαρό: Η αισθητική του χώρου περνά σε δεύτερη μοίρα, καθώς υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για την υγεία και την σωματική ακεραιότητα, όχι μόνο των λουόμενων αλλά και των διερχομένων από εκείνη την περιοχή.

Ακολούθως ο δημοσιογράφος τα εποχής απευθύνεται στους αρμόδιους που κωφεύουν: «Ρωτάμε αυτούς τους αρμόδιους: τι έκαναν και τι κάνουν για να εξαλειφθεί αυτή η βρωμιά και αθλιότης; Μήπως θεωρούν το ζήτημα της λαϊκής υγείας εντελώς δευτερεύον; Αλλά τότε σε τι άλλο ξοδεύονται τα λεφτά που πληρώνει ο λαός για την πόλη του και την υγεία του; Δεν νομίζουν οι διοικούντες ότι ο λαός έχει κάθε απαίτηση απ’ αυτούς για την στοιχειώδη υγιεινή και καθαριότητα του; Ποιά είναι τα άλλα ζητήματα που απασχολούν τους αρμόδιους, αφού έχουν διαγράψει το τόσο σοβαρό ζήτημα της λαϊκής υγείας και ευπρέπειας; Ξέρουμε πως δεν τους είναι δύσκολο να βρουν μερικές δικαιολογίες για να δικαιολογήσουν την αδικαιολόγητη και εγκληματική αδιαφορία τους οι κ. αρμόδιοι. Οποιες όμως και όσες και αν είναι οι δικαιολογίες δεν μπορούν να σκεπάσουν τις βρομερότητες που αναφέραμε. Ούτε θα πιστέψουμε ποτέ πως αν υπάρχει λίγη καλή θέληση από μέρους τους, είναι δύσκολο να λείψει αυτή η εικόνα τις ρυπαρότητος».

Στο τελευταίο μέρος του άρθρου προτείνονται μέτρα που μπορούν να λύσουν το πρόβλημα και να βελτιωθεί έστω η απαράδεκτη κατάσταση. Ολα μπορεί να διορθωθούν, όταν υπάρχει διάθεση και θέληση προς αυτή την κατεύθυνση. Οι αποφάσεις πρέπει να ληφθούν άμεσα, καθώς διακυβεύεται η υγεία του κόσμου, πέρα από την απαράδεκτη εικόνα μιας τουριστικής περιοχής, βιτρίνας της πόλης του Βόλου.

Και τα δύο δημοσιεύματα του καλοκαιριού του 1946 που αναφέραμε καταγράφουν αλήθειες, τόσο από την μία, όσο και από την άλλη, την αρνητική πλευρά. Για την τελευταία υπεύθυνες δεν ήταν ίσως μόνο οι τοπικές αρχές, αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες που συνέβαλαν με τις συμπεριφορές τους στην διαμόρφωση της αχαρακτήριστης εικόνας στην παραλία του Αναύρου.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου