Γιώργος Λαμπράκης: Γιατί το 2022 δεν είναι χρονιά εκλογών

γιώργος-λαμπράκης-γιατί-το-2022-δεν-είναι-139878

Η κυβέρνηση εξακολουθεί να διατείνεται σε όλους τους τόνους ότι το 2022 δεν υπάρχει περίπτωση να στηθούν κάλπες. Το μήνυμα μεταφέρεται από το Μέγαρο Μαξίμου σε κάθε ευκαιρία, με την πρωθυπουργική ομάδα να ξεκαθαρίζει ότι η κυβέρνηση της ΝΔ θα ολοκληρώσει την κοινοβουλευτική της θητεία. Ωστόσο, η εκλογολογία, που εξακολουθεί να αναπτύσσεται, απειλεί να παγιδεύσει σε φαύλο κύκλο την κυβέρνηση, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την παραγωγή έργου και την υλοποίηση του προγράμματος, το οποίο έχει καταρτιστεί, προκειμένου η χώρα να βγει από την οικονομική κρίση, που προκάλεσε η πανδημία, και ταυτόχρονα να αμβλυνθούν οι συνέπειες της ενεργειακής κρίσης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Μπροστά στον κίνδυνο ο πρωθυπουργός πρέπει να προχωρήσει σε δραστικές κινήσεις, βάζοντας τέλος στην εκλογολογία και οριοθετώντας, χωρίς αμφισβητήσεις, τον ορίζοντα διενέργειας των επόμενων βουλευτικών εκλογών.

Η διετής μάχη με την πανδημία, που εκτός από το υγειονομικό επίπεδο, αφήνει βαθύ αποτύπωμα και στην οικονομία, ανέτρεψε το αρχικό κυβερνητικό πρόγραμμα, ενώ το κύμα των ανατιμήσεων, που όσο περνά ο καιρός γιγαντώνεται, αντί να υποχωρεί, θέτει υπό αμφισβήτηση τα δημοσιονομικά επιτεύγματα της χώρας. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι η κυβέρνηση οφείλει να επιταχύνει τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μέτρων και πολιτικών, που θα δώσουν λύσεις και θα βγάλουν την κοινωνία από το τέλμα. Για να επιτευχθεί ο στόχος, πρέπει να σταματήσει η ατέρμονη συζήτηση για προσφυγή στις κάλπες ή, τέλος πάντων, να μην επηρεάζει τον κυβερνητικό σχεδιασμό.

Η διατήρηση της εκλογολογίας στο προσκήνιο εξυπηρετεί τα σχέδια της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που επενδύει στο κλίμα αβεβαιότητας, προκειμένου να κερδίζει δημοσκοπικούς πόντους και να αντιμετωπίζει τα δικά της εσωτερικά προβλήματα. Παράλληλα, η συντήρηση της συζήτησης για πρόωρες εκλογές, τη στιγμή που δεν υπάρχει στην ουσία αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική επιλογή, διευκολύνει την επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα να εμφανίσουν ως λαϊκή απαίτηση το αίτημα για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Κατά συνέπεια, μια ακόμη πρωθυπουργική παρέμβαση, που θα ακυρώνει οριστικά και αμετάκλητα κάθε σενάριο για πρόωρες κάλπες και θα διαμορφώνει το τελικό εκλογικό χρονοδιάγραμμα, κάθε άλλο παρά περιττή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, τη δεδομένη χρονική στιγμή. Οχι μόνο για το πολιτικό σκηνικό, αλλά για το σύνολο της κοινωνίας, που δοκιμάζεται και δεν συμμερίζεται τον «καημό» του Αλ. Τσίπρα για επάνοδο στην εξουσία.

Το Μέγαρο Μαξίμου καθιστά σαφές, κατ’ επανάληψη, ότι ο χρονικός ορίζοντας για τη διενέργεια των επόμενων βουλευτικών εκλογών μεταφέρεται στο, έτσι κι αλλιώς, εκλογικό 2023. Με δεδομένο, άλλωστε, ότι θα χρειαστούν διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, λόγω της απλής αναλογικής, η άνοιξη την ερχόμενη χρονιά θα μπορεί να αποτελεί την αφετηρία πολιτικών εξελίξεων. Μέχρι τότε, ο πρωθυπουργός θα χρειαστεί αφενός να βάλει τέλος αρκετές φορές ακόμη στα σενάρια πρόωρων εκλογών, αφετέρου να προβεί στις απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις στο υπουργικό συμβούλιο, έτσι ώστε να υλοποιείται χωρίς παραφωνίες, τύπου Λιβανού, το κυβερνητικό έργο όχι μόνο προς όφελος των πολιτών, αλλά και για να αυξηθούν οι πιθανότητες νέας αυτοδυναμίας της ΝΔ, μετά τη διπλή εκλογική αναμέτρηση του 2023.

Από τη δική της πλευρά, η πλειονότητα των πολιτών επιθυμεί εκλογές στο τέλος της τετραετίας, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων. Από την άλλη, εκφράζεται σε όλους τους τόνους η πρόθεση της κυβέρνησης να ολοκληρώσει τη συνταγματική της θητεία. Ωστόσο, η εκλογολογία, αναπόφευκτα, συνεχίζει να απασχολεί έντονα την πολιτική ατζέντα και από ό,τι φαίνεται θα συνεχίσει να την απασχολεί καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022, παρά τα υγειονομικά και οικονομικά προβλήματα, που προκαλεί η πανδημία, παρά τα αδιεξοδα των νοικοκυριών εξαιτιας των ανατιμήσεων στην αγορά, παρά την επιδείνωση των δεικτών της ανεργίας, παρά την αβεβαιότητα και τις ανησυχίες των παραγόντων της αγοράς για το μέλλον.

Με αυτά τα δεδομένα, ακόμη και αν επιθυμούσε η κυβέρνηση να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, εντός του 2022, το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, που έχει διαμορφωθεί, κάθε άλλο παρά ευνοεί τη διενέργειά τους. Επίσης, εάν πράγματι η κυβέρνηση αναζητούσε ευνοϊκή συγκυρία για να στήσει κάλπες, θα είχε ήδη οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, καθώς με δεδομένη τη δημοσκοπική της κυριαρχία, μέχρι και πριν από λίγους μήνες, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ανανέωνε τη λαϊκή εντολή για ακόμη μια τετραετία.

Πλέον, η κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας κρίνεται ανεπιτυχής, με τις αρνητικές απόψεις της κοινής γνώμης να είναι πλέον περισσότερες από τις θετικές και την κριτική για αστοχίες και παραλείψεις να εντείνεται, προκαλώντας συνεχιζόμενη δημοσκοπική φθορά στη ΝΔ. Ωστόσο, τα κυβερνητικά στελέχη δεν φαίνεται να ανησυχούν για αυτή την εικόνα, από τη στιγμή μάλιστα που η αξιωματική αντιπολίτευση δεν κεφαλαιοποιεί τις δημοσκοπικές απώλειες του κυβερνώντος κόμματος. Στη ΝΔ όλο αυτό το χρονικό διάστημα εστιάζουν στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων και επικεντρώνουν στη διατήρηση του ποσοστού του κυβερνώντος κόμματος πάνω από το 32% με 34%, γιατί το συγκεκριμένο μέγεθος έχει σημασία ως προς τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης, καθώς η αυτοδυναμία κρίνεται από το εκλογικό ποσοστό, που θα λάβει το πρώτο κόμμα και όχι από τη διαφορά, που θα έχει από το δεύτερο.

Αν, λοιπόν, λάβουμε υπόψη όλα τα παραπάνω δεδομένα, το 2022 πολύ δύσκολα μπορεί να αποτελεί εκλογική χρονιά. Ο πρωθυπουργός, στον οποίο ανήκει η πρωτοβουλία προκήρυξης πρόωρων εκλογών, αρνείται κατηγορηματικά ότι υφίσταται ζήτημα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Αλλωστε, το δημοσκοπικό προβάδισμα του κόμματός του τού δίνει την ευχέρεια να εξαντλήσει την τετραετία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, όχι μόνο υπολείπεται δημοσκοπικά της ΝΔ, αλλά αισθάνεται πλέον ασφυκτική την πίεση από το ανερχόμενο ΚΙΝΑΛ, που εμφανίζει εντυπωσιακή πολιτική δυναμική και καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να τεθεί και πάλι σε τροχιά διακυβέρνησης της χώρας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου