Τα αδιέξοδα των πολιτών και η εμμονή με την εξουσία

τα-αδιέξοδα-των-πολιτών-και-η-εμμονή-με-601194

Από την τελευταία έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών προκύπτει ένα εξαιρετικά ανησυχητικό στοιχείο, που αντικρούει με τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η χώρα ανακάμπτει οικονομικά και κοινωνικά μετά τη μακρόχρονη μνημονιακή κρίση. Σύμφωνα λοιπόν με τη συγκεκριμένη έρευνα, το 64% των πολιτών καλύπτει οριακά τις βασικές του ανάγκες, ενώ αυτό το ποσοστό έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 7%, σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του περασμένου Νοεμβρίου. Σε ό,τι αφορά δε στο ποσοστό των Ελλήνων που δεν μπορούν να αποταμιεύσουν, το 85% δηλώνει ότι αδυνατεί να βάλει στην άκρη ένα μικρό έστω μέρος του μηνιαίου οικογενειακού εισοδήματος.

Αυτά τα στοιχεία αναμένεται να επιδεινωθούν τους επόμενους μήνες, καθώς οι δείκτες της ανεργίας άρχισαν να εμφανίζουν αυξητική τάση αμέσως μόλις εφαρμόστηκε η κυβερνητική απόφαση για αύξηση του κατώτατου μισθού, ενώ ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός των φορολογουμένων, που χρωστούν στην Εφορία ποσά από μερικές εκατοντάδες, έως αρκετές χιλιάδες ευρώ, ενισχύει την εκτίμηση για την τεράστια απόσταση, η οποία χωρίζει τη χώρα μας από την οικονομική και κοινωνική κανονικότητα, παρ΄ ότι τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής ολοκληρώθηκαν πριν από έξι μήνες.

Η κυβέρνηση προσπαθεί συνεχώς να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα, ενώ τα στελέχη της εμφανίζονται αισιόδοξα για τις προοπτικές της οικονομίας και υπερήφανα για τις πολιτικές που εφάρμοσαν όλα αυτά τα χρόνια, προκειμένου να αποφευχθεί η χρεοκοπία. Ωστόσο, αυτό που βιώνουν οι πολίτες στη σκληρή καθημερινότητά τους κάθε άλλο μπορεί να συμβαδίσει με τα επικοινωνιακά αφηγήματα όσων πασχίζουν να διατηρηθούν στην εξουσία.

Παρ΄ ότι γνωρίζουν ότι απέτυχαν παταγωδώς να φανούν αντάξιοι των προσδοκιών του κόσμου, κάνουν τα πάντα προκειμένου να κρατήσουν τα προνόμιά τους για μερικούς ακόμη μήνες. Ακόμη και αν αυτή η εμμονή κάνει κακό στη χώρα και οι ιδεοληψίες τους ως προς την προσέλκυση επενδύσεων και στήριξης της πραγματικής οικονομίας κρατούν δέσμιες τις υγιείς δυνάμεις του ιδιωτικού τομέα.

Ενώ ξέρουν πως τα όποια σχέδιά τους, πριν το 2015, για έξοδο της Ελλάδας από την οικονομική κρίση, χωρίς νέες θυσίες και υποχωρήσεις, διαψεύστηκαν με οδυνηρό για την κοινωνία τρόπο, επιμένουν να πλασάρουν το παραμύθι της επιτυχημένης οικονομικής πολιτικής, που κράτησε όρθια τη χώρα και διατήρησε ζωντανό τον κοινωνικό της ιστό.

Τα στοιχεία ερευνών, όπως αυτή του ΙΟΒΕ, που αποτυπώνεται με την ψυχρή γλώσσα της στατιστικής ένα θλιβερό ποσοστό συμπολιτών μας, οι οποίοι τα φέρνουν βόλτα μόλις και μετά βίας κάθε μήνα, παρότι έχουμε βγει από τα μνημόνια και έχουν υλοποιηθεί μια σειρά από μέτρα με φιλολαϊκό χαρακτήρα, έρχονται να συγκρουστούν με την επικοινωνιακή προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει τους Ελληνες ότι τα δύσκολα τελείωσαν και πως άρχισε ήδη μια νέα περίοδος με προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευμάρειας.

Προφανώς οι επικοινωνιολόγοι του Μεγάρου Μαξίμου μπερδεύουν το ακροατήριο, στο οποίο απευθύνονται, με τους βολεμένους κομματικούς ημέτερους, που έχουν εισχωρήσει στον κρατικό μηχανισμό και απολαμβάνουν μισθούς και προνόμια που κανείς από όσους δεν περιλαμβάνονται στην κομματική επετηρίδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται ποτέ να χαρεί.

Η οδυνηρή πραγματικότητα που βιώνει η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών (μακριά από την προνομιούχο τάξη των κομματικών εκλεκτών), αποτυπώνεται επακριβώς σε αντίστοιχες έρευνες, ενώ η διόγκωση των ποσοστών της ανεργίας, παρ΄ ότι οι εργασιακές συνθήκες στον ιδιωτικό τομέα παραπέμπουν σε τριτοκοσμική χώρα, έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η ασκούμενη επιδοματική πολιτική δεν πρόκειται να οδηγήσει στην πραγματική ανάπτυξη με βιώσιμες συνθήκες στην αγορά εργασίας και ικανοποιητικές οικονομικές απολαβές για τους εργαζόμενους.

Οσο θα κυριαρχούν οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης με εξευτελιστικούς μισθούς, τόσο θα αυξάνεται το ποσοστό των συνανθρώπων μας, που δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν ακόμη και σε βασικές τους ανάγκες. Οσο θα επιμένουν οι κυβερνώντες στην άσκηση σκληρών φορολογικών πολιτικών με σκοπό αφενός την είσπραξη εσόδων για να καλύπτονται τα τερατώδη πλεονάσματα που έχουμε συμφωνήσει με τους δανειστές και αφετέρου την καταβολή επιδομάτων με προεκλογικό χαρακτήρα, τόσο θα μακραίνει η λίστα των οφειλετών του δημοσίου και η αντίστοιχη όσων κινδυνεύουν με την επιβολή μέτρων αναγκαστικής είσπραξης.

Αν σε αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να κτίσει ένα επικοινωνιακό αφήγημα για να πάει στις ερχόμενες εθνικές εκλογές με πιθανότητες επιτυχίας, τότε λυπούμαστε, αλλά αυτή η τακτική είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να επανεκλεγεί, όταν οι ψηφοφόροι δεν αισθάνονται ασφαλείς. Και δεν αναφερόμαστε στο αίσθημα της δημόσιας ασφάλειας, που και εκεί η κατάσταση είναι οριακή. Το πιο σημαντικό είναι το βαθύτερο αίσθημα ασφάλειας που πρέπει να διακατέχει τους πολίτες, ότι δεν θα χάσουν τις δουλειές τους και πως θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε βασικές υποχρεώσεις τους.

Εννέα χρόνια μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης η αβεβαιότητα για το μέλλον και η ανησυχία για την επόμενη μέρα εξακολουθούν να βασανίζουν τους πολίτες. Η έλλειψη μιας σταθερής κυβέρνησης που δεν αλλάζει τη σύνθεση της κοινοβουλευτικής της πλειοψηφίας ανάλογα με τα νομοθετήματα, τα οποία θέλει να περάσει από τη Βουλή, που δεν διακατέχεται από πολιτικό αμοραλισμό, δεν απαρτίζεται από πολιτικούς τυχοδιώκτες με ενισχυμένο το αίσθημα της ατομικής πολιτικής επιβίωσης και δεν γίνεται έρμαιο στις προθέσεις προκλητικών και ανεπαρκών πολιτικών τραμπούκων, είναι απολύτως λογικό να ενισχύει τις ανησυχίες των πολιτών και να καθιστά επιτακτική την ανάγκη πολιτικής αλλαγής. Οσο περισσότερο καθυστερεί αυτή η αλλαγή, τόσο το χειρότερο και για τη χώρα, αλλά και για την ίδια την κυβέρνηση, που παραμένει στην εξουσία παρ΄ ότι φθείρεται από αυτή σε βαθμό πλήρους αποσύνθεσης.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου