ΤΟΠΙΚΑ

Χρήστος Κόλλιας: Η Ελλάδα παραμένει αδύναμος κρίκος

χρήστος-κόλλιας-η-ελλάδα-παραμένει-αδ-734869

Ο καθηγητής Εφαρμοσμένης Οικονομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας μιλά στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ για την «καθαρή έξοδο», την αποεπένδυση και τη «βουτιά» της Σοφοκλέους

Η επιλογή της «καθαρής εξόδου» υπαγορεύθηκε από εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες και στοχεύσεις, εκτιμά ο καθηγητής Εφαρμοσμένης Οικονομικής Πολιτικής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Χρήστος Κόλλιας σε μία συνέντευξη εκ βαθέων σήμερα στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ. Άριστος γνώστης της ελληνικής οικονομίας ο ίδιος διατυπώνει ευθαρσώς την άποψη ότι ως χώρα «δεν έχουμε ακόμη ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών και δεν πείθουμε για τις αναπτυξιακές προοπτικές μας», ενώ δεν κρύβει την ανησυχία του για τις επιπτώσεις που θα έχει στην οικονομία η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος, αφού όπως τονίζει δεν βοηθά καθόλουστην εμπέδωση ενός κλίματος σταθερότητας.

Συνέντευξη στη ΒΑΣΩ ΚΥΡΙΑΖΗ

*Κύριε καθηγητά, κατά την άποψή σας, η ολοκλήρωση του προγράμματος σηματοδοτεί μια νέα εποχή για την Ελλάδα; Η ενισχυμένη εποπτεία δεν αποτελεί απλώς συνέχιση του προγράμματος;

Σε συμβολικό επίπεδο, η ολοκλήρωση των προγραμμάτων χρηματοδοτικής υποστήριξης της χώρας αναμφίβολα σηματοδοτεί την απαρχή μίας νέας περιόδου. Στην πράξη όμως, η Ελλάδα έχει αναλάβει μακροχρόνιες υποχρεώσεις όπως επί παραδείγματι τα δυσθεώρητα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στα οποία έχει δεσμεύσει τη χώρα η παρούσα Κυβέρνηση. Συνεπώς, θα τελούμε υπό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας για πολλά χρόνια χωρίς όμως την αντίστοιχη χρηματοοικονομική υποστήριξη. Κατά μία έννοια, ένα ιδιότυπο μνημονιακό καθεστώς, με την τακτική αξιολόγηση από τους θεσμούς σε ό,τι αφορά στους δημοσιονομικούς στόχους και τις άλλες δεσμεύσεις. Το βασικότερο όμως που πραγματικά και επί της ουσίας θα σηματοδοτήσει μία νέα εποχή είναι ένας γοργός αναπτυξιακός βηματισμός. Κάτι τέτοιο απαιτεί επενδύσεις και μάλιστα έναν επενδυτικό οργασμό που επί του παρόντος δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Είναι μάλλον απογοητευτικό να υπενθυμίσω ότι σε μία χώρα που διψά για θέσεις εργασίας επενδυτικά σχέδια καρκινοβατούν μπλεγμένα στα πυκνά δίχτυα της ελληνικής γραφειοκρατίας. Η επένδυση στο Ελληνικό είναι το κατεξοχήν παράδειγμα του πόσο αφιλόξενοι παραμένουμε για επενδύσεις. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι στην έκθεση 2017-΄18 για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα η Ελλάδα κατατάσσεται στην 87η θέση κάτω από χώρες όπως η Ρουμανία (68η), το Ιράν (69ο), το Μαρόκο (71ο), η Αλβανία (75η). Είναι με διαφορά τελευταία μεταξύ όλων των μελών της ΕΕ.

*Θεωρείτε ότι η Ελλάδα έχει πλέον ανακτήσει πλήρη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων;

Πλήρης πρόσβαση στις αγορές σημαίνει δυνατότητα δανεισμού και χρηματοδότησης των αναγκών μας με επιτόκια – δηλαδή κόστος δανεισμού – που δεν είναι απαγορευτικά υψηλά. Επί του παρόντος, τα επιτόκια του 10ετούς ελληνικού ομολόγου παραμένουν αισθητά υψηλότερα του 4% που στην πράξη σημαίνει αδυναμία δανεισμού. Οι παράγοντες που κρατούν υψηλό το κόστος δανεισμού είναι τόσο ενδογενείς όσο και εξωγενείς που αφορούν στις επικρατούσες συνθήκες στις διεθνείς αγορές και επηρεάζουν το κόστος δανεισμού και της Ελλάδας. Λόγου χάρη, το υπό εξέλιξη πρόβλημα με την Ιταλία και τον ιταλικό προϋπολογισμό αναμφίβολα έχουν επηρεάσει αρνητικά και το δικό μας κόστος δανεισμού. Για τους εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις αγορές δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Αυτό όμως που πρέπει να δούμε είναι τους παράγοντες του εγχώρια οικονομικού, αλλά και πολιτικού περιβάλλοντος που δυσχεραίνουν την πρόσβαση στις αγορές με στοιχειωδώς ανεκτά επίπεδα δανεισμού. Η κατά τα φαινόμενα είσοδος της χώρας σε μία παρατεταμένη εκλογική περίοδο και η πιθανότητα έστω και μακρινή απανωτών εκλογικών αναμετρήσεων τα αμέσως επόμενα χρόνια είτε λόγω αδυναμίας συγκρότησης κυβέρνησης είτε με αφορμή – για μία εισέτι φορά δυστυχώς – την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας κάθε άλλο παρά βοηθούν στην εμπέδωση ενός κλίματος σταθερότητας που θα συνέβαλε στην ενίσχυση της εικόνας της χώρας μας στις αγορές – που είναι ιδιαίτερα αυστηροί κριτές – και συνεπώς στην μείωση του κόστους δανεισμού.

*Είναι οι ελληνικές τράπεζες τώρα ασφαλείς όσον αφορά στην κεφαλαιακή τους θέση; Θα καταφέρουν να πετύχουν τους συμφωνηθέντες στόχους; Πόσο σας ανησυχεί η καθίζηση των τραπεζικών μετοχών στο Χρηματιστήριο;

Εκτιμώ ότι οι πιέσεις που δέχτηκε ο τραπεζικός κλάδος είναι περισσότερο αποτέλεσμα του πώς αξιολογούν οι επενδυτές και οι αγορές τις προοπτικές της χώρας και της οικονομίας και λιγότερο των προβλημάτων που αναμφίβολα αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες μεταξύ των οποίων και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Τα Χρηματιστήρια και οι πορεία τους θεωρούνται ως πρόδομοι δείκτες των προοπτικών μίας οικονομίας. Οι αγορές και οι επενδυτές αγοράζουν προοπτική. Η αδυναμία του ΧΑΑ να καταγράψει σταθερά ανοδικές τάσεις μάλλον είναι ένδειξη ότι ακόμα δεν έχουμε ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών και δεν πείθουμε για τις αναπτυξιακές προοπτικές μας. Δεν με εκπλήσσει δεδομένων των συγκεχυμένων μηνυμάτων που εκπέμπει η κυβέρνηση και της αβεβαιότητας που δημιουργεί ο εκλογικός κύκλος σε μία χώρα όπως η Ελλάδα.

*Ανησυχείτε ότι μια κρίση, για παράδειγμα στην Ιταλία, θα μπορούσε να υπονομεύσει τη δυνατότητα πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές;

Όπως ανέφερα προηγουμένως, οι κλυδωνισμοί των διεθνών αγορών από εξωγενείς σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα διαταρακτικούς παράγοντες επηρεάζουν την πρόσβαση στις αγορές και το κόστος δανεισμού. Δυστυχώς παραμένουμε ένας αδύναμος κρίκος και είμαστε εξαιρετικά ευάλωτοι σε τέτοιου είδους κλυδωνισμούς και κρίσεις. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι το επιτόκιο του ελληνικού 10ετούς ομολόγου σκαρφάλωσε στο 4,60% πριν από τρεις ημέρες όταν υπήρξε η όξυνση σε σχέση με τον ιταλικό προϋπολογισμό. Στο κλείσιμο των αγορών αυτή την εβδομάδα αποκλιμακώθηκε στο 4,40% περίπου που είναι όμως αρκετά υψηλό. Ως μέτρο σύγκρισης, η Πορτογαλία δανείζεται με επιτόκιο 2% και η Ιρλανδία με 1,07%. Είναι θα έλεγα ενδεικτικά το πόσο διαφορετικά εκτιμούν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας οι αγορές από όπου χρειάζεται όχι μόνο να αντλήσουμε κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουμε τις ανάγκες αλλά κυρίως να προσελκύσουμε επενδύσεις.

*Συμμερίζεστε την άποψη του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Ιωάν. Στουρνάρα, που έχει επισημάνει ότι θα ήταν χρήσιμη μια πιστωτική γραμμή προληπτικού χαρακτήρα;

Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό η επιλογή της «καθαρής εξόδου» όπως ονομάσθηκε υπαγορεύθηκε από εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες και στοχεύσεις. Δηλαδή κυρίως για να υπηρετήσει το προεκλογικό αφήγημα της κυβέρνησης και λιγότερο από μία ορθολογική εκτίμηση των δεδομένων και όλων των παραμέτρων που μπορεί να επηρεάσουν την πορεία της χώρας το επόμενο διάστημα. Συμμεριζόμουν την άποψη του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας ότι μία προληπτική πιστοληπτική γραμμή θα συνιστούσε μία συνετότερη επιλογή με πολλαπλά οφέλη και σε ότι αφορά την διαχείριση του δημοσίου χρέους και ως εκ τούτου τα δημοσιονομικά, αλλά και τον τραπεζικό τομέα και την ρευστότητα στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία. Όμως αυτό το θέμα έχει πλέον κλείσει. Κάναμε τις επιλογές μας. Ελπίζω να μη λειτουργήσαμε σαν Επιμηθείς.

*Εκτιμάτε ότι είναι το ελληνικό χρέος βιώσιμο;

Κατ’ αρχάς, σε σχέση με την βιωσιμότητα του χρέους, να επισημάνουμε την ανακολουθία των σημερινών κυβερνόντων που όχι πριν πολλά χρόνια – το 2013-΄14 – δήλωναν ότι το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο και ότι θα το «κουρέψουν» μονομερώς, ενώ σήμερα δηλώνουν ότι είναι βιώσιμο παρόλο που παραμένει στα ίδια σχεδόν ονομαστικά επίπεδα. Σε σημαντικό βαθμό η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται από τις επιδόσεις της οικονομίας. Σε μία ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία, ένα δυσβάσταχτα υψηλό χρέος μπορεί γρήγορα να καταστεί βιώσιμο καθώς ως ποσοστό ενός γοργά μεγεθυνόμενου ΑΕΠ το χρέος θα βαίνει σταθερά μειούμενο. Αυτό θα έπρεπε να είναι το κυρίαρχο μέλημά μας. Εδώ όμως να προσθέσω, ότι η απόρριψη από μέρους μας της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής αφαίρεσε την δυνατότητα να αναχρηματοδοτήσουμε υφιστάμενο βραχυπρόθεσμο χρέος από τα αδιάθετα κεφάλαια του ESM με χαμηλότερο επιτόκιο και μακροχρόνιο ορίζοντα αποπληρωμής. Κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική μείωση των χρηματοδοτικών αναγκών μας μέχρι το 2021 με τις ευεργετικές παράπλευρες επιδράσεις που κάτι τέτοιο θα προκαλούσε.

*Θεωρείτε ότι οι περικοπές των συντάξεων που έχουν προγραμματιστεί για το 2019 θα πρέπει να ανασταλούν ή να μετατεθούν χρονικά, όπως επιθυμεί η κυβέρνηση;

Όλες οι ενδείξεις κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι μάλλον οι περικοπές των συντάξεων θα αποφευχθούν. Επί του παρόντος τουλάχιστον καθώς κατά τη γνώμη μου το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας παραμένει προβληματικό αν συνεκτιμήσουμε πρώτον τα υψηλά ποσοστά της ανεργίας που δεν φαίνεται να μειώνονται σημαντικά τα επόμενα χρόνια, τον γηράσκοντα πληθυσμό, την υπογεννητικότητα και την επιδεινούμενη αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους, την «αιμορραγία» της μετανάστευσης νέων ανθρώπων που αδυνατούν να βρουν απασχόληση και εισόδημα στην Ελλάδα. Συνεπώς, πολύ φοβάμαι ότι συντρέχουν όλοι εκείνοι οι παράγοντες που στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον θα μας υποχρεώσουν σε περαιτέρω επώδυνα μέτρα σε σχέση με την συνταξιοδοτική δαπάνη που είναι αισθητά πιο υψηλή ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης (17,8% το 2015 στην Ελλάδα, 13,4% ο μέσος όρος της ευρωζώνης). Βεβαίως, η ανάπτυξη και η αύξηση του ΑΕΠ μπορεί να μειώσει σημαντικά το ποσοστό του ΑΕΠ.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου