ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Λέων Τολστόι: Η υπαρξιακή αγωνία του και ο ρόλος της επίσημης Εκκλησίας

λέων-τολστόι-η-υπαρξιακή-αγωνία-του-κα-796323

Της Ράνιας Γάτου

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο Τολστόι απολάμβανε του σεβασμού των συμπατριωτών του για την αρνητική του στάση έναντι του τσαρικού καθεστώτος, αν και ήταν ο ίδιος γαιοκτήμονας. Επίσης έλαβε πλήθος επιστολών (περιλαμβανομένου και του Γκάντι), καθώς και δεχόταν πολλές επισκέψεις από το εξωτερικό για τον αντισυστημικό Χριστιανισμό του. Υπήρξε μια σημαντική διεθνής προσωπικότητα στην αλλαγή του 20ού αιώνα. Αλλά η θύμησή του από τους ανθρώπους της εποχής μας περιορίζεται στα μυθιστορήματα που έγραψε πριν την μεταστροφή του στον αντισυστημικό Χριστιανισμό. Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την άποψη ότι ο Τολστόι ήταν αναρχικός χριστιανός (βλ. Alexandre Christoyannopoulos, Tolstoy the peculiar Christian anarchist, http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/bright/tolstoy/chrisanar.htm), Διότι η θεμελιώδης ηθική διδασκαλία του ήταν η δικαιοσύνη προς τον πλησίον, την οποία προσέλαβε από την επί του όρους ομιλία του Ιησού Χριστού. Αντιθέτως, οι αναρχικοί εργαλειοποιούν την έννοια της δικαιοσύνης για τους δικούς της ιδιοτελείς σκοπούς.

Διακρίνουμε δύο περιόδους στη ζωή και το έργο του Τολστόι αναφορικά με τον έσχατο σκοπό της ζωής του, με την έννοια του Θεού. Η πρώτη περίοδος φθάνει μέχρι το 1878, όταν σημειώθηκε σε αυτόν η πνευματική και ηθική κρίση του που συνδεόταν με το υπαρξιακό ζήτημα και με την απορρέουσα από αυτό ηθική. Η δεύτερη περίοδος καταλαμβάνει το διάστημα από το 1878 μέχρι το θάνατό του το 1910, κατά το οποίο εκδηλώνεται και κορυφώνεται αυτή η κρίση του, με κεντρικό ερώτημά του, τί νόημα είχε η ευτυχία του σε όλους τους τομείς της ζωής του, αφού θα πέθαινε κάποια στιγμή.

Β. Ο ΠΑΝΘΕΪΣΤΗΣ ΤΟΛΣΤΟΪ

Ο Λέων Τολστόι, που γεννήθηκε το 1828, εκπαιδεύτηκε κατ’ οίκον από ιδιώτες δασκάλους, και έπειτα παρακολούθησε πανεπιστημιακές σπουδές για μερικά χρόνια χωρίς να πάρει πτυχίο. Ήταν συγγραφέας, γαιοκτήμονας, σύζυγος και πολύτεκνος και ευημερούσε συναισθηματικά από την οικογένειά του και παραγωγικά από την εργασία του στα κτήματά του και από την συγγραφή του. Δημοσίευσε τα πιο φημισμένα έργα του «Πόλεμος και Ειρήνη» και «Άννα Καρένινα» το 1869, και το 1877 αντίστοιχα (McDougal Littell, World Literature, Illinois-Boston-Dallas 2002, p. 954, 956).

Αρχικά ο Τολστόι συμμεριζόταν με την οικογένειά του τον πανθεϊσμό. Την πεποίθησή του αυτή την εκφράζει στο μεγάλο του διήγημα «Οι Κοζάκοι». Γράφει: «Ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο για να τον χαίρεται ο άνθρωπος. Πουθενά δεν υπάρχει αμαρτία. Να κοίταξε το ζώο: ζει παντού… Τρώει και πίνει ό,τι του στέλνει ο Θεός. Κάθονται και μας λεν πως αν και μεις ζούσαμε έτσι, την άλλη μέρα θα βράζαμε στην κόλαση. Μα εγώ τίποτε από αυτά δεν πιστεύω. Θα ψοφήσουμε, το χορτάρι θα φυτρώσει στο μνήμα μας. Αυτό είναι όλο!» (βλ. Νικ. Καζαντζάκη, Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα, σελ. 203).

Γ. Η ΕΞΩΣΥΣΤΗΜΙΚΗ (ΕΚΤΟΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ) ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΛΣΤΟΪ ΤΟΥ ΕΞΩΣΥΣΤΗΜΙΚΟΥ (ΕΚΤΟΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΣΥΝΑΓΩΓΗΣ) ΧΡΙΣΤΟΥ

Μετά τη δημοσίευση της «Άννα Καρένινα», οι επιτυχίες του Τολστόι στην καλή υγεία, την ευτυχία, τον πλούτο, τη συγγραφική φήμη, την εξαίρετη συγγραφική παραγωγή, δεν τον ικανοποιούσαν καθόλου, δεδομένου ότι δοκίμασε μια υπαρξιακή και ηθική κρίση, η οποία του άλλαξε πλήρως την κατεύθυνση της ζωής του το 1878. Συγκλονίστηκε με το ερώτημα ποιά αξία έχουν όλες αυτές οι επιτυχίες, αφού θα πέθαινε οπωσδήποτε, όπως όλοι οι άνθρωποι.

Το νόημα της ζωής στην αρχή το αναζήτησε στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, επισκεπτόμενος τη Μονή της Όπτινα το 1877. Αλλά σύντομα απέρριψε την Εκκλησία και τους θεσμούς της σαν «διεφθαρμένους» και διαπίστωσε ότι δεν είχε βρει απάντηση στο υπαρξιακό ζήτημα και την ηθική (βλ. Gale Contextual Encyclopedia of World Literature, vol. 4, Gale – Cengage Learning, 2009, p. 1550).

Ανέπτυξε βαθμιαία μια προσωπική πίστη βασισμένη στις διδασκαλίες του Ιησού Χριστού. Η ανάλυση της κρίσης του περιέχεται στο έργο του «Ομολογία» (1879). Και εξήγησε τον σκοπό της ζωής τον οποίο βρήκε, δηλαδή να εντοπίσει τη Βασιλεία του Θεού (την καλοσύνη) μέσα του και να την προάγει στον κόσμο.

Ο Τολστόι δεν γνώριζε βεβαίως ορθόδοξη θεολογία και ειδικότερα την πατερική ερμηνεία της Αγίας Γραφής, για να την συνδυάσει με το ταλέντο του, εκείνο του μεγαλύτερου πεζογράφου του κόσμου. Αυτή η πατερική ερμηνεία είναι η επιτυχέστερη αντισυστημική προσέγγιση του αντισυστημικού Χριστού. Αν γνώριζε αυτήν την ερμηνεία, τότε η αντισυστημική του προσωπική πίστη, η βασισμένη στις διδασκαλίες του Ιησού Χριστού, θα είχε φθάσει στην πληρότητα της αντισυστημικότητάς της. Από τους νεότερους, στην πληρότητα της αντισυστημικής προσέγγισης του αντισυστημικού Χριστού έφθασε ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, διωγμένος (από το κομμουνιστικό καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας) Καθηγητής της Δογματικής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο πεντάτομο έργο του «Ορθόδοξη Φιλοσοφία της Αλήθειας» (εκδ. L’ Age d’ Homme, Paris – France). Αλλά ο ίδιος Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς στο συγκεκριμένο έργο του δεν συνδύαζε λογοτεχνία και θεολογία.

Έτσι ο Τολστόι, λόγω έλλειψης γνώσης της ορθόδοξης θεολογίας, τόνισε ορισμένα μόνο θεολογικά στοιχεία, άλλα με περισσότερη και άλλα με λιγότερη επάρκεια:

1 – Από την επί του όρους ομιλία του Χριστού – την οποία θεωρεί ως την αληθινή ουσία του χριστιανισμού, πράγμα το οποίο είναι ορθό από την άποψη των σχέσεων του πιστού με τον πλησίον του (δικαιοσύνη = αγιότητα), αλλά υπάρχουν και οι σχέσεις του πιστού με τον Θεό (ευσέβεια) και του πιστού με τον εαυτό του (σωφροσύνη) – προκύπτει ότι κάποιος, όταν αντιμετωπίζεται άδικα, να μην ανταποδίδει, αλλά να απαντά με αγάπη, συγχωρητικότητα και γενναιοψυχία, δηλαδή με αντίσταση στο κακό όχι με κακό.

2 – Η συμπεριφορά της Εκκλησίας και του Κράτους είναι αντίθετες προς τη διδασκαλία του Χριστού στην επί του όρους ομιλία και γι’ αυτό το λόγο οι θεσμοί αυτοί δεν είναι χριστιανικοί, διότι: 1) Το κράτος χρησιμοποιεί βία για να επιβάλει τους νόμους του και διατηρεί τους πολίτες του σε μια μορφή οικονομικής σκλαβιάς. Και 2) Η επίσημη Εκκλησία πρόδωσε τον Χριστιανισμό με την υποκριτική διαπλοκή της με την κρατική εξουσία από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, προκειμένου αφενός μεν να κρατά υπνωτισμένους τους πιστούς της στην κρατική βία, αφετέρου οι δύο αυτοί θεσμοί να αλληλοστηρίζονται στην άσκηση των εξουσιών τους. Θα μπορούσε να υπομνησθεί ότι ο ίδιος ο Χριστός, σε σχετική διλημματική ερώτηση των φιλόδοξων επικριτών του, απάντησε «απόδοτε τα του καίσαρος τω καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ», δηλαδή δεν αξίωσε το κράτος να γίνει όντως χριστιανικό. Επίσης, ως προς τη διαπλοκή της επίσημης Εκκλησίας με το Κράτος, η άποψη του Τολστόι είναι εν μέρει αληθινή, αν ληφθούν υπόψη τα γεγονότα της εκκλησιαστικής ιστορίας, ενώ υπάρχουν και χρήσιμες πτυχές της συνεργασίας της ίδιας Εκκλησίας με το Κράτος, εφόσον αυτή η συνεργασία δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές της.

3 – Για να προκύψει ασφαλές συμπέρασμα για το αν ο Τολστόι είχε ή όχι ορθολογιστική πίστη και αν ναι, σε ποιά έκταση, ασφαλώς χρειάζεται προσεκτική μελέτη όλων των έργων του που γράφτηκαν μετά τη μεταστροφή του στον αντισυστημικό χριστιανισμό, σε συνδυασμό με τη ορθή και ανιδιοτελή χρήση της ορθόδοξης πατερικής θεολογίας, πράγμα που υπερβαίνει τις όποιες φιλοδοξίες του παρόντος πονήματος. Επειδή τα ζητήματα άπτονται της ορθόδοξης θεολογίας, δεν είναι δυνατόν να υιοθετήσουμε άκριτα σχετικές υποστηριχθείσες απόψεις (βλ. Alexandre Christoyannopoulos, Tolstoy the peculiar Christian anarchist, http://dwardmac.pitzer.edu/Anarchist_Archives/bright/tolstoy/chrisanar.htm. Leo Tolstoy, Discussion on Metaphysics / Religious Philosophy of Leo Tolstoy – ‘True Religion’ as our True Connection to the Universe (What Exists, God), http://www.spaceandmotion.com/Religions-Leo-Tolstoy-True-Religion.htm. Alexandre Christoyannopoulos, Leo Tolstoy’s Anticlericalism, in Its Context and Beyond: A Case against Churches and Clerics, Religious and Secular, http://www.mdpi.com/2077-1444/7/5/59).

Ο Τολστόι προσπάθησε να εφαρμόσει ό,τι κήρυσσε. Συνέβαλε στην ανακούφιση της πείνας. Απλοποίησε τη ζωή του έτσι ώστε να μη συμμετέχει σε ό,τι θεωρούσε σαν κακό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Ασπάστηκε τον ειρηνισμό και τη χορτοφαγία. Υποστήριξε ισχυρά τη μη βίαιη πολιτική ανυπακοή.

Έγραψε δοκίμια και πραγματείες για να προάγει το όραμά του για τη Βασιλεία του Θεού. Αλλάζει πλέον από το 1880 το στυλ και τον σκοπό της πεζογραφίας του από την επιδίωξη της ωραιότητας στην ηθική του διδασκαλία. Στα έργα του «Κριτική της δογματικής θεολογίας», «Σύντομη έκθεση του Ευαγγελίου», «Τί είναι η τέχνη» και άλλα, ερευνά δύσκολα προβλήματα θεολογίας και ηθικής. Αυτά τα έργα του ενόχλησαν πολλούς.

Το πιο αμφιλεγόμενο έργο του ήταν το μυθιστόρημά του «Ανάσταση», στο οποίο επιτέθηκε και εναντίον της Εκκλησίας και εναντίον του Κράτους. Ο Τολστόι προσπαθεί να εκθέσει την αδικία των εφαρμοστών του δικαίου και την υποκρισία της θεσμικής Εκκλησίας με αφορμή τη δικαστική και σωφρονιστική υπόθεση του έργου του (βλ. Leo Tolstoy, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Leo_Tolstoy). Η Κυβέρνηση τον θεώρησε σαν δημόσια απειλή. Τα περισσότερα από τα πεζογραφήματά του απαγορεύθηκαν στη Ρωσία. Η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τον αφόρισε.

Ο Καζαντζάκης, από την «Ομολογία» του, σημειώνει: «Ο Τολστόι απελπίζεται να βρει απάντηση (στο υπαρξιακό ζήτημα και στην ηθική) στα βιβλία και στα φιλοσοφικά συστήματα και στους επίσημους θεολόγους. Στρέφεται στους απλούς ανθρώπους – τους μουζίκους, τους προσκυνητές, τους καλόγερους κι από το απλοϊκό τους στόμα περιμένει την απάντηση. Τη βρίσκει: «Να γυρίσουμε πίσω στις πρώτες, άδολες χριστιανικές κοινωνίες (εννοεί τη ζωή της πρώτης χριστιανικής κοινότητας, η οποία συνεχίζεται στον ανόθευτο μοναχισμό). Η ζωή πρέπει να γίνει απλή. Ο δρόμος του ιδανικού είναι δύσκολος και πρέπει ακατάπαυστα να αγωνιζόμαστε και με εγκαρτέρηση να υποφέρουμε. Ό,τι μας εμποδίζει να φτάσουμε το ιδανικό μας – περιουσία, Εκκλησία, Κράτος, πόλεμοι – πρέπει να το αποφεύγουμε, να το αρνούμαστε, μα όχι βίαια, με παθητική, ακλόνητη αντίσταση. Να μην αντιστέκεσαι βίαια (δηλαδή με κακό) στο κακό (για να μην αναπαράγεται ο φαύλος κύκλος του κακού) – να η κεντρική ηθική διδασκαλία του Τολστόι» (Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας, ο.π. 209-210, 212).

Μετά τη μεταστροφή του στον αντισυστημικό χριστιανισμό, απέκτησε πολλούς αφοσιωμένους ακόλουθους, αλλά αποξενώθηκε από τη σύζυγό του και τα περισσότερα από τα δεκατρία παιδιά του. Ενοχλήθηκε από το χάσμα μεταξύ των αυστηρών ηθικών αξιών του και της άνετης αριστοκρατικής ζωής, την οποία η σύζυγός του ήθελε να διατηρήσει για το μέλλον των παιδιών τους.

Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να δραπετεύσει από την ψυχική αιχμαλωσία της οικογένειάς του, λόγω της διαφοράς των πεποιθήσεών τους, έφυγε κρυφά από την οικογενειακή εστία το 1910. Στην «Ομολογία» του γράφει: «Είμαι ένα ταπεινό παράσιτο, ένα ελεεινό σκουλίκι που τρώει το δέντρο. Μια μονάχα σωτηρία: Να εγκαταλείψω τα πάντα – οικογένεια, περιουσία, δόξα – και να ζήσω πιο ελεύθερα, σύμφωνα με τα αγνά παραγγέλματα του Χριστού» (Νικ. Καζαντζάκη, ο.π., σελ. 208). Λίγες μέρες αργότερα πέθανε από πνευμονία στο σπίτι του σταθμάρχη ενός σιδηροδρομικού σταθμού. Περιτριγυρισμένος από τους πιστότερους ακολούθους του και από την αγαπημένη του κόρη, ψιθύρισε τις τελευταίες του λέξεις: «Να αναζητάτε, πάντοτε να αναζητάτε…» McDougal Littell, World Literature, ο.π., σ. 956-957).

Η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Ρωσικής Εκκλησίας απέρριψε την αίτηση της συζύγου του Τολστόι για την εκκλησιαστική του ταφή. Το ίδιο έπραξε και η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος με τον Καζαντζάκη το 1957, αλλά όχι η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης, η οποία επέτρεψε την εκκλησιαστική του ταφή.

Δ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι αντισυστημικοί λογοτέχνες φαίνεται να αναζητούν την αυθεντικότητα της διδασκαλίας και της ζωής του Χριστού, ερχόμενοι ενδεχομένως σε αντίθεση με αντιλήψεις της επίσημης Εκκλησίας οι οποίες μπορεί να είναι ορθές ή όχι από θεολογική άποψη. Πάντως, η ασφαλέστερη επιτυχία τους στην αντισυστημική προσέγγιση του αντισυστημικού Χριστού θα ήταν η ορθή γνώση και χρήση της ορθόδοξης θεολογίας, σε συνδυασμό με το λογοτεχνικό τους ταλέντο.

*Η Ράνια Γάτου είναι Ποιήτρια, Δοκιμιογράφος και Εικαστικός.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου