ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Στη μνήμη τους ~ Οι Πολυχρονιδαίοι

στη-μνήμη-τους-οι-πολυχρονιδαίοι-237518

Της Ελένης Σεφερειάδου – Πρίντζου

Όταν έφυγε από το σπίτι για το Σταθμό ήταν ακόμη νύκτα. Όλη η Φιλαδελφείας κοιμότανε. Στο νου του έφερε την Πηνελόπη, την όμορφη αδελφή του που χάθηκε στο χαμό της Σμύρνης. Και τι δεν έκανε για να την βρει, ρώτησε γνωστούς και αγνώστους, έψαξε με τον Ερυθρό Σταυρό. Θυμήθηκε και την μητέρα του την Σοφία. Τη βρήκε στην Πρέβεζα σ΄ ένα καταυλισμό προσφύγων τυλιγμένη σε μια κουβέρτα για να ζεσταθεί: πήγαινε για συσσίτιο μ’ ένα κατσαρολάκι στο χέρι.

Μπροστά του βάδιζε κάποιος με βήμα ζωηρό και κεφάτο τραγουδώντας «Περβολαριά όταν θα βγεις τα’ άνθη να ποτίσεις». Άθελά του τον φώναξε γιατί γνώρισε τη φωνή «Μηνά». Ήταν ο Μηνάς ο Πολυχρονίδης, μηχανοδηγός στο Σταθμό της Μερσίνας, στη νότια Τουρκία. Σαν κι΄ εκείνον είχε δουλέψει στους Γαλλικούς σιδηροδρόμους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ζούσε στο Εσκί Σεχήρ κοντά στην Προύσα και παντρεύτηκε την Όλγα Αναστασιάδου από τις πιο πλούσιες νύφες του τόπου. Ήρθαν στην Ελλάδα πριν ξεσπάσει η καταιγίδα της Μικρασιατικής καταστροφής. Ταξίδεψαν με το τραίνο, εδώ πήραν κλήρο, το τσιμεντένιο σπίτι στην Ανδριανουπόλεως.

Ο Μηνάς κρατούσε το γνωστό σκεπαστό καλάθι για την διανυκτέρευση στο «υπνωτήριο» της Καλαμπάκας και το χαρακτηριστικό σιδηροδρομικό μαύρο σκούφο.

Η αναπάντεχη συνάντηση, μετά από τόσα χρόνια, ήταν συγκινητική.

Ο πατέρας είχε στο γιλέκο του ένα μενταγιόν με διαμάντια από την πατρίδα. Μετά την δουλειά θα περνούσε από το ενεχυροδανειστήριο. Ο μισθός δεν έφθανε. Τα έξοδα του έτρεχαν.

Ο θείος Μηνάς ήταν ανένδοτος, είχε λεφτά, θα τον βοηθούσε εκείνος να τα βγάλει πέρα,

Δεν έμεναν μακριά μας. Ένας δρόμος χώριζε τα προσφυγικά μας. Στην Ανδριανουπόλεως σχεδόν με Δορυλαίου δίπλα στο Παντελή Μαγουλά, το σπίτι τους, Φιλαδελφείας με Χρήστου Λούλη το δικό μας. Τόσο κοντά που στην παραμικρή δυσκολία προστρέχαμε στη θεία Όλγα να της εμπιστευθούμε τους προβληματισμούς και τα μυστικά μας, όχι μόνο εμείς, αλλά και ο πατέρας και η μητέρα. Κι’ εκείνη, μας συμβούλευε πάντα υπομονετική, πάντα πολύτιμη και καρτερική, παρά τα βάσανά της και τις αντιξοότητες της προσφυγικής της ζωής. Το σπίτι της ήταν σπίτι μας και η θεία Όλγα δεύτερη μάνα μας.

Εκεί πρωτοφάγαμε μαντύ και εκεί χαρήκαμε τα Χριστούγεννα το ισλί, τον πολίτικο χαλβά.

Στην μέση της αυλής φούντωνε κάθε άνοιξη μια πελώρια αμυγδαλιά που ήταν ο ίσκιος για τις όμορφες διατηρητέες γλάστρες της θείας Όλγας. Ένα στενόμακρο παρτέρι έπιανε όλο το μήκος του σπιτιού. Εκεί πάντα ζωηρά και καλοποτισμένα τα λουλούδια του στόλιζαν τη φτωχική αυλή. Η αμυγδαλιά έδινε κάθε χρόνο πλήθος τσιπαμύγδαλα. Τα έβαζαν στο κάτω μέρος του μπουφέ τους στο καθημερινό τους δωμάτιο. Από εκεί η θεία Όλγα γέμιζε την τσέπη της ποδιάς της για τους μικρούς της φίλους, Από εκεί έβαζε στον πολίτικο χαλβά, αμύγδαλα καβουρντισμένα. Ο απογευματινός χαλβάς της και τα πασχαλινά τσουρέκια της ήταν τα γλυκά της παιδικής μας ζωής, μαζί με το σάμαλι του γείτονα Χατζή, που την ίδια ώρα, κάθε σούρουπο, έβγαινε με το τρίκυκλό του, για τον επιούσιο.

Κάτω από την αμυγδαλιά, κάτω από τα καμαράκια που έβλεπαν την Ανδριανουπόλεως, κι’ ένα καταφύγιο στη γωνιά, κατάλοιπα του τότε πρόσφατου πολέμου, ένα ταρατσάκι επέτρεπε στο θείο Μηνά να ονειρευτεί ή να κοιμηθεί. Ήταν όλη η μετακίνησή του το καλοκαίρι. Δεν είχε κουπαστή ούτε η σκάλα που ανεβαίναμε, μόνο από τη μια πλευρά ήταν ο τοίχος που μας χώριζε από το σπιτάκι της θείας Χαρίκλειας, της κουμπάρας που την πάντρεψε ο πατέρας. Ήταν κι’ ένα μοιρασμένο στα δύο πηγάδι που έκλεινε σαν ντουλάπι. Όταν βιαζόμασταν και δεν κάναμε το γύρω ήμασταν στην διπλανή αυλή αμέσως περνώντας ανάμεσα στους κουβάδες τους.

Η θεία Χαρίκλεια, όταν δεν ήταν στον αργαλειό να υφαίνει κουρελούδες, παραγγελιά, κάθονταν κάτω από την μελιά να καπνίσει το τσιγάρο της, για το άσθμα, που χαρακτήριζε την παρουσία της. Ο μπάρμπα Γιώργος, μανάβης, περιδιάβαινε τους προσφυγικούς μαχαλάδες συντροφιά με την Διαμαντούλα, το γάιδαρό του διαλαλώντας τα προϊόντα του.

Από το ταρατσάκι λοιπόν, που ο πατέρας δεν κουράζονταν να επαναλαμβάνει «να προσέχετε όταν ανεβαίνετε εκεί» ο θείος Μηνάς συνομιλούσε με τους γείτονές του στις διπλανές ταρατσούλες τους Καραθανασοπουλαίους, την κυρία Ευαγγελία. Μετά τον κάματο της ημέρας λίγη ανάγκη για επικοινωνία, για χαλαρή επαφή. Ντέρτια και καημοί για την πατρίδα που άφησαν, για τη νέα τους ζωή, τις προσπάθειες να προσαρμοστούν σ’ αυτές, στην καινούργια τους πραγματικότητα. Τα παλιά έπρεπε να απομακρυνθούν άλλωστε κι’ αυτά ξεθώριαζαν και κάθε επιστροφή στο παρελθόν τους ήταν αδιανόητη. Ακούγαμε τα τραγούδια του Τσιτσάνη και τα τέλια του οικογενειακού κέντρου «ο Πέτρος» ή του Σαρίκα. Εκεί νιώθαμε πως ήμασταν στην κορυφή του κόσμου, τα βλέπαμε από ψηλά, σαν θεοί. Βλέπαμε όλες τις στέγες των σπιτιών βαθειά πέρα τον Βόλο και το λιμάνι. Στο ταρατσάκι όπου μαθαίναμε να ακούμε και να μας ακούνε, ένιωθα σαν ηθοποιός στην «αυλή των θαυμάτων, με το Γ. Λαφαζάνη στον ρόλο του Κυρ Ιορδάνη – θείου Μηνά που έβλεπα στο κυκλικό θέατρο του Κουν, όταν δίδασκα θέατρο στα παιδιά του Γαλλικού Ινστιτούτου, και παρακολουθούσα συχνά τις παραστάσεις με τα ταξίδια αστραπή στην Αθήνα. Ακούγαμε με προσοχή τις συζητήσεις των μεγάλων για ένα υποφερτό αύριο με τα αχ! και τα βαχ! να κλείνει πάντα η συζήτηση και να γυρίζει καθένας στις αναπολήσεις του. Δεν είναι πάντα εύκολο ν’ αλλάζεις τη ζωή σου.

Στην αυλή της θείας Όλγας ερχότανε και ο κυρ Λευτέρης. Έφερνε το λάδι και τις ελιές που προμηθευότανε, κατά τα λεγόμενά του από τα γύρω μοναστήρια. Λεπτός, πάντα με τα ίδια ρούχα, χωρίς γραβάτα και το υποκάμισο κλειστό ως το λαιμό. Είχε χέρια με μακριά δάχτυλα όλο λαδωμένα και τα νύχια μόνιμα μαύρα, μάλλον από τις ελιές. Στο κεφάλι, μια τραγιάσκα απροσδιορίστου χρώματος, ποτέ ξεσκούφωτος. Θρησκόληπτος, αμετανόητος στις ιδέες του εξαγρίωνε την επιθετικότητά μου και την βαθειά μου αντίδραση. Θυμούμαι τις κόντρες μαζί του.

Στην κουζίνα της θείας Όλγας τις χειμωνιάτικες βραδιές της εφηβείας μας παίζαμε «χαρτάκια». Τότε που ο θείος Μηνάς, συνταξιούχος πια, δεν πήγαινε στο «Βυζάντιο» καφενέ της εποχής στο «φαρδύ» με τους συνομήλικούς του. Κολτσίνα, Ξερή, τα παιχνίδια που μας άρεσαν ενώ στην μαντεμένια ξυλόσομπα στέγνωναν πορτοκαλόφλουδες, φρυγανίζονταν φέτες ψωμί. Η θεία Όλγα ετοίμαζε σαλάτα με λάδι και φέτες πορτοκάλι. Εκεί «βουτούσαμε» μπουκιές ψωμί. Ήταν το βραδινό μας.

Μια μέρα γέμισε η κουζινούλα με πολύτιμες πάντες και μαξιλάρια εκθαμβωτικά πράσινα κεντημένα με χρυσοκλωστή, σαλβάρι και μπολκάκι από στολή χανούμισσας. Μα πώς βρέθηκε εκεί ;

Στο τραίνο μια συνταξιδιώτισσα τουρκάλα ξεγελάστηκε από τον πανομοιότυπο μποξά της και αντάλλαξε το τέγκι της με τα τούρκικα ρούχα με εκείνον των Πολυχρονιδαίων που περιείχε χαλιά του σπιτιού. Της έμειναν τέσσερις τούρκικες στολές, κατακαίνουργιες. Έχω μία, ολομέταξη χαρισμένη από την θεία Όλγα.

Εκείνο τον καιρό τα «Ηλύσια»» Παγασών και Αναπαύσεως κινηματογράφος της εποχής, έφεραν την Προσφυγοπούλα με την Σοφία Βέμπο. Θυμάμαι ακόμη το «νανούρισμά» της, «κοιμήσου και μη νοιάζεσαι εγώ σε ξαγρυπνάω». Αργότερα στον ίδιο κινηματογράφο έπαιζε τούρκικες ταινίες και η προσφυγιά να συρρέει κατά παρέες μεγάλες και φασαρτζίδικες. Ξαναθυμότανε τα γνωστά στέκια της πατρίδας. Η θεία Όλγα αρνιότανε να έρθει κι’ όταν την παίρναμε με το ζόρι, καθότανε ανάποδα στις μονοκόμματες σανίδες που τις συγκρατούσαν τσιμεντόλιθοι. Κοίταζε πίσω από την πλάτη μας τα γιασεμιά ενώ οι άλλοι αναπολούσαν και αναστέναζαν από καημό για τα χαμένα. Bac (κοίταξε) Όλγα έλεγε ο πατέρας για να απαντήσει Boc (σκατά) αθυρόστομη κάθε φορά που τα έβαζε με την Τουρκιά.

Είχε και μία αδελφή την Αριάδνη, παντρεμένη στην Πόλη, την φιλοξενούσε όταν κατέφθανε για να την επισκεφθεί. Ερχόταν και οι ανιψιές της από την Θεσσαλονίκη και το μεγάλο δωμάτιο των Πολυχρονιδαίων μετατρεπότανε σε οντά. Γέμιζε κλάρες, μιλούσανε πολίτικα και τούρκικα με την περίεργη εκφορά του τόπου και έτρωγαν χαλβάδες, σουτζούκια, καϊμάκια, μπουρέκια και παστουρμάδες. Πόσο μ’ άρεζε να είμαι ανάμεσά τους!

Αργότερα η οικογένεια της Αριάδνης πούλησε το εργοστάσιο αναψυκτικών, μετέτρεψε τα χρήματα σε έπιπλα, χαλιά και κοσμήματα και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Το πογκρόμ κατά των ρωμιών έδιωξε κάθε ικμάδα και φτώχυνε η Πόλη ακόμη περισσότερο.

Τον επίσκοπο Γερμανό, τον ενοχλούσε η σφυρίχτρα του πρωινού τραίνου για τις Μιλιές. Η επισκοπή τότε στεγαζόταν στο Ν. Απόστολο, αρχή της Βλαχάβα, απέναντι από την γιαγιά μου. Παραπονέθηκε, σε μια του επίσκεψη στον παππού μου που ήταν σιδηροδρομικός και ήξερε πρόσωπα και πράγματα, να προστατέψει την ησυχία του. Αποτέλεσμα; Το πρωινό τραίνο σφύριζε ακόμη περισσότερο όταν περνούσε από εκεί, με τον θείο Μηνά «το πειραχτήρι» να γελάει σαρδόνια μόνος του στην μηχανή του τραίνου.

Ξημέρωνε 11 του Νοέμβρη. Του Αγίου Μηνά. Γιόρταζε ο «Άγιος επίτροπος της Ευαγγελίστριας». Από βραδύς πήγαινε το ύψωμα στην εκκλησία, στην αγρυπνία. Άγιος από τα μέρη τους κι’ αυτός. Το μεσημέρι ο θείος Μηνάς ευχαριστούσε για τα ελέη του Θεού στο σπίτι του, ευλογούσε τους παρισταμένους ευχόμενος μακροημέρευση. Προσκαλούσε και τους γνωστούς πρόσφυγες ιερείς, τα παιδιά του, αδέλφια μας, Πόλυ, Παύλο και Ισμήνη και εμάς την άλλη οικογένειά του. Ψηλά στον τοίχο, μια όμορφη νύφη με τσερκέζικα μάτια κι’ ένας λεβέντης γαμπρός θύμιζαν τα νιάτα των νοικοκυραίων και το πώς περνούν τα χρόνια.

Ατέλειωτες οι αναμνήσεις μας από τους Πολυχρονιδαίους, το θείο το Μηνά, την θεία Όλγα, την Ισμηνούλα, τον Πόλυ και τον Παύλο. Όλοι τους κοιμήθηκαν στην καινούργια τους πατρίδα, αθώοι μάρτυρες τυραννισμένων χρόνων που πάλεψαν να επιβιώσουν, αγόγγυστα.

Ήταν αυτοί που γλύκαιναν τα παιδικά μας χρόνια. Ας είναι καλά, εκεί που βρίσκονται για να συνεχίσουν να διαμορφώνουν με αυταπάρνηση και καρτερικότητα, με χαμόγελο και άπειρη γλυκύτητα αυτούς που τώρα τους περιβάλλουν.

Κάθε τέτοια μέρα, του Αγίου Μηνά, στο έμπα του χειμώνα και όχι μόνο, τους θυμάμαι. Νοσταλγώ τα χρόνια της αθωότητας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου