ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η Παναγία Ράσοβα και το παλιό πανηγύρι της

η-παναγία-ράσοβα-και-το-παλιό-πανηγύρι-648978

Του Κώστα Λιάπη

Σε απόσταση 5,5 περίπου χιλιομέτρων βορειοδυτικά της Ζαγοράς και σε υψόμετρο γύρω στα 600 μέτρα, βρίσκεται ένα από τα πιο γνωστά αλλά και πιο παλιά μοναστήρια του «όρους των Κελλίων», όπως αναφέρεται το Πήλιο στα παλιά αγιολογικά κείμενα του 11ου αιώνα, λόγω του πλήθους των μονών του. Ο λόγος γίνεται για την Μονή της Παναγίας Ράσοβας (Ράσουβας στην πηλιορείτικη ντοπιολαλιά), που εδώ και πολλά χρόνια, όντας ερημωμένη κι εγκαταλειμμένη από μοναχούς, υπάγεται εκκλησιαστικά στη ζαγοριανή ενοριακή εκκλησιά της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ή «Σωτήρα» όπως λέγεται από τους ντόπιους, και λειτουργεί ως ξωκλήσι μόνο στη γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου), όπου κι είναι αφιερωμένη.

Μνημείο ιδιαίτερα σημαντικό τούτο το παλιό μοναστηρόπουλο, χτισμένο στις αρχές του 17ου αιώνα στη θέση του ερειπωμένου παλιότερου βυζαντινού του πρόγονου, μοιάζει να κοντανασαίνει μέσα στη βουνίσια ερημιά, όντας ανελέητα χτυπημένο από τις καταδρομές των καιρών και των χρόνων. Απογυμνωμένη η παλιά Μονή από τα παλιά πλούσια έχει της αλλά και την κτιριακή απαντοχή των έτσι κι αλλιώς ερειπωμένων για χρόνια κελιών που την περιτριγύριζαν. Και με την όλη μνημειακή αρματωσιά του καθολικού της, κτιριακή και αγιογραφική, βαρύτατα βλαμμένη, να καρτερεί το τελεσίγραφο του χρόνου, εγκαταλειμμένη απ’ όσους τρανούς υπεύθυνους του ελληνικού κουβέρνου την αναγνώρισαν ως διατηρητέο μνημείο αλλά δε τους καίγεται καρφάκι για τη σωτηρία της. Με μόνη βοήθεια τις έτσι κι αλλιώς αδύναμες για μια τέτοια σωτηριακή επέμβαση ενισχύσεις από μέρους της ζαγοριανής «Σωτήρας» και τις κατά καιρούς απέλπιδες ερανικές προσπάθειες του φιλότιμου ιερέα της π. Δημήτριου Ξυνογαλά και των εκκλησιαστικών της συμβούλων.

Γιορτάζει και πανηγυρίζει υποτίθεται απόψε κι αύριο η με παλιότερες ρίζες στο χρόνο πηλιορείτικη Μονή. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο αν και απλά θα λειτουργηθεί ανήμερα. Αλλά κι αν ο καιρός επιτρέψει την αυριανή πανηγυρική Θεία Λειτουργία, τίποτα δεν θα θυμίζει το παλιό πανηγύρι της. Πενιχρή πια εδώ και κάμποσα χρόνια η παρουσία των πιστών, χωρίς τον Μεγάλο Εσπερινό, δίχως και τις γνωστές πηλιορείτικες πανηγυριώτικες εξάρσεις τόσο την παραμονή όσο και ανήμερα της μεγάλης γιορτής.

Βογκούσε στα παλιά τα χρόνια ο βουνίσιος μοναστηριακός χώρος από τα λεφούσια των φιλέορτων γυροχωριανών, Ζαγοριανών και Πουριανών, που κατέφταναν τέτοιες ώρες συφάμενοι στη μεγάλη μοναστηριακή λάκα, άλλοι πεζοπορώντας κι άλλοι καβάλα στα καταστόλιστα με χρωματιστές γιάμπολες αλογομούλαρα. Ο στενός μοναστηριακός περίγυρος, τόσο το απόγευμα της παραμονής, όσο και την επαύριο, ανήμερα της μεγάλης γιορτής, μυρμήγκιαζε από το πυκνό πλήθος, που παρακολουθούσε με ευλάβεια τις αντίστοιχες και σφραγισμένες από την πρεπούμενη ιεροπρέπεια ακολουθίες του Μεγάλου Εσπερινού και της Πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας, όπου, εκτός από τους μοναχούς της Μονής, μετείχαν και οι πιο καλλικέλαδοι ιερείς και ψάλτες της Ζαγοράς και του Πουριού. Οι προσκυνητές της παραμονής, όντας αναγκασμένοι να διανυχτερεύσουν στη Μονή, έσπευδαν από νωρίς να πιάσουν τα διαθέσιμα κελιά, όπου και μαζεύονταν απολείτουργα του Μεγάλου Εσπερινού σε συγγενικές ή φιλικές συντροφιές και τόστρωναν από νωρίς στο φαγοπότι, που κατάληγε σε τραγούδι και χορό, συνοδεία μάλιστα μουσικών οργάνων, μέχρι να φτάσει η ώρα για ύπνο. Σε αντίστοιχο γλέντι, με την ίδια κι εντονότερη τραγουδιστική και χορευτική συνέχεια, που γινόταν, όταν ο καιρός το ευνοούσε, έξω από τον μοναστηριακό περίβολο και πάνω σε στρωμένα καταγής χράμια, κατέληγε και η πρωινή ιεροτελεστία. Ενα παραδοσιακό γλεντοκόπημα, στο οποίο οι ζαγοριανές και πουριανές μουσικές κομπανίες είχαν τον πρώτο λόγο. Γράφει ανάμεσα στ’ άλλα γι’ αυτό το ευφρόσυνο πανηγυριώτικο δρώμενο ο Γιώργος Θωμάς:

«Τούτη η χορευτική πανδαισία, τούτο το λαϊκό ραβαΐσι, κορυφώνονταν ύστερ’ απ’ το γιόμα, όταν χορτασμένοι άνθρωποι, κεντρισμένοι από τα πιοτά και τις νότες απ’ τα όργανα, ρίχνονταν σε καινούργιους χορούς. Βαρούσανε τα νταούλια και τσίριζαν οι πίπιζες, εκεί ψηλά, ανάμεσα γης κι ουρανού και χαλούσε ο κόσμος. Μες σε μια παρθενική φύση, μυρωμένη απ’ το αυραγέρι του βουνού, ένας κόσμος σκληρά βασανισμένος γιόρταζε με τον τρόπο του τη μεγάλη μέρα του».

Τα παλιά καλά χρόνια για το μοναστήρι πέρασαν. Το μοναστήρι ξέπεσε από τα παλιά έχει και μεγαλεία του. Ορφάνεψε από καλόγερους. Σακατεύθηκε σιγά – σιγά από τις αντάρες των καιρών. Ρήμαξε κι έμεινε τελικά δίχως τα παλιά κελιά του• ένα ταπεινό και ακρωτηριασμένο ερημοκλήσι μέσα στην πανώρια πάντα βουνίσια λάκα του. Το πανηγύρι του ατόνησε κι αυτό. Περιορίστηκε μόνο ανήμερα της γιορτής και κρατήθηκε έτσι μερικές ακόμα δεκαετίες. Με μόνο το λειτουργικό θρησκευτικό μέρος του. Χωρίς τις παλιές δόξες του. Χωρίς το μεγάλο πλήθος των πιστών. Χωρίς τα καθιερωμένα υπαίθρια φαγοπότια. Δίχως και τις μουσικές και χορευτικές εξάρσεις των συμποσιαστών προσκυνητών του, για να τηρηθεί το εθιμικό τυπικό της απόδοσης των οφειλόμενων αίνων στον ύψιστο «εν τυμπάνοις και χοροίς, εν χορδαίς και οργάνοις». Εθιμική διάσταση, σκηνή της οποίας εικονίζεται κι ανάμεσα στον υπόλοιπο αγιογραφικό πλούτο του καθολικού της Μονής.

Πριν από μερικά χρόνια, και συγκεκριμένα το 1999, έγινε μια προσπάθεια να αναβιώσει τούτο το παλιό πανηγύρι, με όλα τα πατροπαράδοτα συνακόλουθά του, έστω και σε χαμηλότερους τόνους. Μπροστάρης σ’ αυτή την προσπάθεια, ένας παθιασμένος άνθρωπος της παράδοσης, ο Στέφανος Μπαρούτας, ζαγοριανός μουσικός καλλιτέχνης και βιρτουόζος στο λαγούτο, με τη γυναίκα του Μαρίνα, το μουσικό αηδόνι που συνεχίζει και σήμερα να ερμηνεύει τους πηλιορείτικους δημοτικούς σκοπούς. Μαζί τους, εθελοντές σ’ αυτή την προσπάθεια, οι ομότεχνοί τους από τη Ζαγορά και το Πουρί Δημήτρης Βασιλείου (κλαρίνο), Αντώνης Πολίτης (κιθάρα) και Δημήτρης Χιώτης (ακορντεόν). Ηταν ένα καλό βήμα που συγκέντρωσε στο ιερό κατάμερο της Παναγίας της Ράσοβας, ανήμερα της γιορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου, γύρω στους 150 προσκυνητές, που έφτασαν εκεί με 40 περίπου αυτοκίνητα και τίμησαν την πανηγυρική θεία λειτουργία που τέλεσε ο πρωτοπρεσβύτερος ιερέας της ζαγοριανής εκκλησιάς της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα π. Δημήτριος Ξυνογαλάς. Κάποιοι από τους ίδιους μετείχαν και στο μικρό γλέντι που ακολούθησε απολείτουργα της θρησκευτικής τελετής, γεύτηκαν κι από τους μεζέδες που είχαν ετοιμαστεί από τους οργανωτές, έφεραν και μερικούς γύρους στο χοροστάσι, ακολουθώντας τους πηλιορείτικους σκοπούς της μικρής κομπανίας κι επαίνεσαν με ικανοποίηση την πρωτοβουλία.

Ωστόσο η προσπάθεια αυτή δεν είχε συνέχεια όσον αφορά το δεύτερο μουσικοχορευτικό της μέρος. Αλλά και το λειτουργικό θρησκευτικό της κομμάτι δεν πραγματοποιείται πια κάθε χρόνο, και ιδιαίτερα βέβαια όταν ο καιρός δεν είναι καλός Κι όταν γίνεται είναι πια πολύ μικρή η συμμετοχή προσκυνητών. Αιτία; Η φανερή απογοήτευση των πιστών που βλέπουν χρόνια τώρα το παμπάλαιο ιερό τούτο χτίσμα της ερημιάς να γκρεμίζεται από τα ανελέητα χτυπήματα των καιρών, και βοήθεια από τους υψηλά ιστάμενους αρμόδιους να μην παρέχεται καμιά. Κι εδώ δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα που θα μπορούσε ν’ αντιμετωπιστεί από τις οικονομικές και μόνο ενισχύσεις των πιστών, στη βοήθεια των οποίων, όπως επισήμανα και παραπάνω, καταφεύγει κάθε τόσο το εκκλησιαστικό συμβούλιο της ζαγοριανής Σωτήρας «Σωτήρας». Το μνημειακό ρημοκλήσι της Ράσοβας, το ξανατόνισα και παραπάνω, απειλείται εδώ και χρόνια με άμεση κατάρρευση. Με ολέθρια συνέπεια να χαθεί μαζί του κι όλος ο αγιογραφικός θησαυρός του (μ’ όλες τις επιζωγραφήσεις του), που πρώτος αυτός επείγεται για την επούλωση των πληγών του. Ολος όμως αυτός ο κίνδυνος δεν αντιμετωπίζεται με τα μικρογιατροσόφια των εράνων. Με τι κέφι, λοιπόν, ν’ ανταποκριθούν οι πιστοί στο ξαναζωντάνεμα του παλιού εθιμικού πανηγυριού, όταν το ίδιο το τιμώμενο ιερό τούτο μνημείο του τόπου μας ψυχορραγεί;

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου