ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Σκλαβωμένες πατρίδες»

σκλαβωμένες-πατρίδες-77901

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Αγαπητέ μου « Ταχυδρόμε», αγαπητή μου «Ροδιακή», θέλω να σας παρακαλέσω για να τύχω και τώρα της φιλοξενίας σας, δημοσιεύοντας την πιο κάτω επιστολή μου προς τον κ. Κουμιώτη Γιώργο, ιδιοκτήτη του Ραδιοφωνικού Σταθμού της πόλεως Βόλου, του «ΡΑΔΙΟ ΜΑΡΚΟΝΙ (96,1 F.M)», στα χέρια του οποίου βέβαια και έχει περιέλθει.

Στον γνωστό κ. Κουμιώτη είχε προηγηθεί κι άλλη μου επιστολή, με την οποία τον ευχαριστούσα επειδή σε μια του εκπομπή αναφερόταν στην ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου (7-3-1948), την οποία με ενδιαφέρον είχα παρακολουθήσει, και με εκείνο το γράμμα μου του γνώριζα κάποια συγκινητικά γεγονότα που τότε, στην ενσωμάτωση και προ αυτής, είχαν λάβει χώρα και εγώ καλά γνώριζα μια που, ως αστυνομικό όργανο, είχα την τύχη να βρίσκομαι, με εκατοντάδες συναδέλφους μου, ανάμεσα σε εκείνον τον ευγενή λαό του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος!

Στο τέλος εκείνης της επιστολής μου αναφερόμουνα στις «χαμένες πατρίδες μας», και στην εκπομπή του της 9-3-2018 ο κ. Κουμιώτης, διαβάζοντας το γράμμα μου στους ακροατές του, ευγενικά, από Ραδιοφώνου, με διόρθωσε λέγοντάς μου ότι δεν είναι «χαμένες» αλλά «σκλαβωμένες» μας πατρίδες, και εγώ, απαντώντας του, με άλλη μου επιστολή, απόλυτα συμφώνησα μαζί του.

Και συμφώνησα με τον κ. Κουμιώτη επειδή, εκείνες οι « χαμένες» πατρίδες, «σκλαβωμένες» πρέπει να λέγονται, και οι αιτίες είναι τόσες πολλές και γνωστές σε όλους μας.

Αλλά, αγαπημένες μου εφημερίδες, «Ταχυδρόμε» και «Ροδιακή», ας μάθουν και οι δικοί σας πολυπληθείς αναγνώστες γιατί συμφώνησα με τον έγκριτο δημοσιογράφο του «ΡΑΔΙΟ ΜΑΡΚΟΝΙ 96,1 f.m». Παραθέτω την επιστολή μου, που και αυτή ο κ. Κουμιώτης, στις 14-3-2018 την ανέγνωσε στους ακροατές του Ραδιοφώνου του.

Από Σεραφείμ Αθανασίου

Προς κ. Γιώργο Κουμιώτη, Ράδιο Μαρκόνι

«Σκλαβωμένες πατρίδες»

Αγαπητέ μας Γιώργο, καλή σου μέρα.

Με ξάφνιασες ευχάριστα την Παρασκευή 9 Μαρτίου όταν άκουσα το όνομα μου στο Ράδιο Μαρκόνι και, στη συνέχεια, να διαβάζεις την επιστολή που σου είχα στείλει.

Ξέρω πως δεν σου αρέσουν τα «χαϊδέματα» και στα όσα κατά καιρούς πάνε να σου πουν οι ακροατές σου, εσύ κοφτά τους «αποστομώνεις» και τους λες να μπουν αμέσως στο κυρίως θέμα που τους απασχολεί.

Αλλά, Γιώργο, επειδή εγώ βρίσκομαι σε μια κάποια ηλικία μερικών 10ετιών μπροστά από όλους εσάς και, δικαιολογημένα αγωνίζεστε για τα κοινά, που και εγώ με ενδιαφέρον παρακολουθώ, όμως και να θέλω δεν μπορώ πλέον να βοηθήσω. Ως εκ τούτου θα μου επιτρέψεις να σου «χαϊδέψω» λίγο τα αυτιά που όμως δεν είναι «χάιδεμα», αλλά μια αληθινή και ευχάριστη νότα.

Παρακολουθώντας σε διαπίστωσα, πως είσαι καταπληκτικός χειριστής του προφορικού λόγου, όπως είσαι τέλειος και στην ανάγνωση οιουδήποτε κειμένου, το οποίο χρωματίζεις και, ο ακροατής, ο όποιος ακροατής, θέλει δε θέλει, σε ακούει με πολλή προσοχή.

Διάβαζες προχθές Παρασκευή ένα δικό μου γράμμα και είχα καθηλωθεί σε μια καρέκλα έχοντας την προσοχή μου στον Κουμιώτη προκειμένου να ακούσω τι θα διάβαζε πιο κάτω και προς στιγμή ξεχάστηκα ότι εκείνο που διάβαζε ο Κουμιώτης, εσύ Γιώργο, ήταν η δική μου γραφή.

Ο, κατά την ανάγνωση, χρωματισμός των λέξεων με εκείνη τη φωνητική χαρακτηριστική ζωντάνια ενός απλού δικού μου κειμένου με έκανε να αναρωτηθώ αν «εγώ, το έχω γράψει αυτό».

Γιώργο, θέλω ειλικρινά να σε συγχαρώ και να σου πω πως το δικό σου ταλέντο, το δικό σου χάρισμα πολλοί θα τα ζήλευαν. Γι’ αυτό πιστεύω ότι και εκείνοι που δε σε «χωνεύουν» με ενδιαφέρον σε παρακολουθούν, για να διδάσκονται.

Όμως, πέρα από το «χάιδεμα» των αυτιών σου ακόμη και από έναν υπερήλικα, που όμως δεν είναι «χάιδεμα», μια που δεν έχω να κερδίσω τίποτα από το «ΡΑΔΙΟ ΜΑΡΚΟΝΙ», θέλω να σταθώ κάπου αλλού, εκεί στο τέλος της δικής μου επιστολής, που την Παρασκευή διάβασες.

Σου είχα γράψει για κάποιες χαμένες πατρίδες και με διόρθωσες λέγοντάς μου «Κύριε Σεραφείμ, δεν είναι χαμένες, αλλά «σκλαβωμένες πατρίδες» και απόλυτα συμφώνησα μαζί σου. Και το λέω αυτό επειδή, με εκείνη σου τη διόρθωση, με έκανες να θυμηθώ κάτι που θέλω και εσύ να μάθεις.

Έτος 1963. Υπηρετούσα στη Ρόδο και ένα πρωινό ο γραμματέας του τμήματος μου δίνει Φύλλο Πορείας με προορισμό το Καστελλόριζο.

Με έστελναν να αντικαταστήσω τον εκεί Αστυνόμο που πήγαινε στη Σχολή Χωροφυλακής (Γουδί) για ετήσια εκπαίδευση στην Αγγλική γλώσσα.

Κόντευα να σκάσω από το κακό μου, αλλά η διαταγή ήταν διαταγή και, χωρίς καμιά διαμαρτυρία (τότε δεν υπήρχαν συνδικαλιστικές φωνές), με το Μ/Σ «Δωδεκάνησος», αφήνοντας πίσω μου το κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Ρόδου, στο οποίο και εγώ ζούσα και έκανα τον «καμπόσο», ύστερα από 7 περίπου ώρες βρέθηκα και εγώ στον βράχο του Καστελόριζου που δεν ήθελα όχι μόνο να πάω, αλλά ούτε και να ακούσω για την εξορία του Αδάμ. Έτσι ονομάζαμε τότε το Καστελόριζο, «εξορία του Αδάμ».

Ο προηγούμενος Αστυνόμος είχε φύγει για τη Σχολή και στη σκάλα που αγκυροβόλησε το Μ/Σ, με υποδέχτηκαν κάποιοι συνάδελφοι του εκεί τμήματος.

Στενοχωρημένος, που άφησα πίσω μου μια όμορφη θα έλεγα υπηρεσιακή ζωή, αλλά και προσεκτικός για να μη φαίνεται η στενοχώρια μου, κατέλυσα στο Αστυνομικό Τμήμα στο οποίο και διέμεινα για όσο χρονικό διάστημα παρέμεινα στο Καστελόριζο και σε ένα ευρύχωρο και ευχάριστο δωμάτιο που από την αρχή μου άρεσε.

Δεν θέλω, Γιώργο, να σε κουράσω απλά όμως θα σου πω, ότι μέσα σε τρεις Κυριακές είχα γνωρίσει τις περισσότερες οικογένειες του Καστελλόριζου και με τα μικρά τους ονόματα. Και λέω Κυριακές επειδή τους περισσότερους κατοίκους κάθε Κυριακή τους συναντούσα, στην Εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου.

Οι νομοταγείς, ζεστοί, καλόκαρδοι, ευγενείς, φιλόξενοι και γεμάτοι πατριωτικά καρδιοχτύπια Καστελοριζοί, με συνεπήραν. Έγινα με αυτούς ένα, όπως είχαν γίνει και οι χωροφύλακες που υπηρετούσαν εκεί και δεν τους έκανε καρδιά να φύγουν.

Ο Δήμαρχος Κονδυλιός, ένας μεγάλος στην ηλικία άνθρωπος που για πολλά χρόνια δικηγορούσε στην Αμερική, είχε αφήσει πίσω του, στην Αμερική, συγγενικά πρόσωπα και επέστρεψε στο Καστελόριζο, στην ιδιαιτέρα πατρίδα των γονιών του, και εκεί τον έκαναν Δήμαρχο.

Ο Γραμματέας-ληξίαρχος και αργότερα Δήμαρχος, Χονδρός Μιχάλης, εκείνος ο πολύξερος και πολυγραφότατος Καστελοριζιός, τη σοφία του οποίου πολλοί θα ζήλευαν, ήταν ο αγαπημένος των πάντων τον οποίο και εγώ ποτέ δεν θα ξεχάσω, επειδή είχε γίνει ο καλύτερός μου φίλος, και λέω είχε γίνει γιατί, δυστυχώς σήμερα, δεν υπάρχει στη ζωή.

Αλλά Γιώργο, να και εκείνο που με έκανε να συμφωνήσω μαζί σου για τις σκλαβωμένες πατρίδες και με αναγκάζει να σου γράψω αυτό μου το γράμμα.

Φτάνοντας στο Καστελόριζο βρήκα στο τμήμα μια πρόσκληση του Τούρκου Αστυνόμου της απέναντι Αντιφίλου (λέγεται και Κάς) να καλεί τον άγνωστο Αστυνόμο Καστελόριζου να τον επισκεφθεί κάποια μέρα και να τον φιλοξενήσει. Μάλιστα η πρόσκληση έλεγε ότι ο Αστυνόμος «μπορούσε να πάρει μαζί του όσους αστυνομικούς και πολίτες ήθελε χωρίς έγγραφα και χωρίς, ακόμη και ταυτότητα».

Ήταν όλοι προσκεκλημένοι του Αστυνόμου Μπαχά ( έτσι τον έλεγαν) φτάνει -έλεγε η πρόσκληση- να ενημερωθεί για τον αριθμό των επισκεπτών, τουλάχιστον δυο-τρεις μέρες πιο νωρίς για να ετοιμάσουν το σχετικό μεσημβρινό φαγητό.

Ενημέρωσα την προϊσταμένη μου υπηρεσία, πήρα την έγκριση και ένα πρωινό με κάπου 70 άτομα με ένα μεγάλο σχετικά καΐκι πήγαμε απέναντι και σε μια απόσταση ας πούμε, από την πλατεία Ελευθερίας του Βόλου μέχρι την Κριθαριά, ίσως και λιγότερο.

Μας περίμεναν, μας υποδέχτηκαν εγκάρδια, μας πήγαν σε μια μεγάλη αίθουσα και μας πρόσφεραν αναψυκτικά και μέχρις ότου φτάσει το μεσημέρι για φαγητό ο Αστυνόμος Μπαχά μας πρότεινε να μας ξεναγήσει στις γειτονιές της Αντιφίλου.

Όλοι και με το πάσο μας περιδιαβαίναμε τις γειτονιές και οι Τούρκοι των πολλών στη διαδρομή μας καφενείων, περνώντας δίπλα τους, μας χαιρετούσαν χαμογελώντας και μερικοί γέροντες, καθισμένοι έξω από τα καφενεία, συνέχιζαν να «ρουφάνε» τον ναργιλέ τους, φορώντας και φέσι.

Κοντά μου ο Δήμαρχος Καστελορίζου και ο γραμματέας Μιχάλης Χονδρός, όπως και ο Μπαχά με το διερμηνέα του, γι’ αυτό και ο Δήμαρχος, κάποια στιγμή, μου ψιθύρισε.

-Τώρα Αστυνόμε, θα σε στενοχωρήσω λίγο.

-Γιατί κ. Δήμαρχε, τι σου είπα;

-Εσύ τίποτα, εγώ θα σου πω.

-Να μου πεις τι;

-Για βλέπε δεξιά, με προσοχή όμως, αυτό το ωραίο μεγάλο σπίτι.

-Το βλέπω.

Αυτό ήταν του Έλληνα γαιοκτήμονα Κουντούρη, τώρα το έχουν Τούρκοι.

Το κοίταξα, φορτίστηκα συναισθηματικά και προχώρησα.

-Αστυνόμε –πάντα ψιθυριστά- για κοίταξε, αριστερά σου τώρα, εκείνο το διώροφο με το δυο μεγάλα, άνω των 100 χρόνων, δένδρα που έχει στην αυλή του. Και αυτό το σπίτι ήταν του Έλληνα μεγαλέμπορου Μαλαχιά, τώρα το έχει Τούρκος, που τον γνωρίζω κιόλας.

Η συναισθηματική μου φόρτιση ανέβαινε στα ύψη, περπατούσαμε και στο Μπαχά, ο οποίος κάθε τόσο κάτι μας έλεγε, έκανα και κάναμε το: «γέλα παλιάτσο».

-Αστυνόμε, πίσω από αυτά τα σπίτια είναι και άλλα πολλά μικρότερα που κάποτε ήταν Ελληνικά, αλλά τώρα ανήκουν σε άλλους.

Μου τα έλεγε αυτά ο Δήμαρχος, με κρατούσε πολλές φορές από το μπράτσο μου και τον ένοιωθα συγκινημένο να τρέμουν χέρια και χείλη του, όπως το ίδιο γινόταν και με το γραμματέα Μιχάλη Χονδρό, αλλά και τους άλλους που αραιωμένοι περπατούσαμε χωρίς να λέμε τίποτα ενώ μέσα μας, λέγαμε τόσα πολλά!!!

-Αστυνόμε, μου ψιθυρίζει πάλι ο Δήμαρχος, κοίταξε αυτό το άσπρο αλλά βρώμικο σπιτάκι και πες μου με τι μοιάζει.

-Μοιάζει με εκκλησία.

-Μπράβο, σου βάζω άριστα. Είναι το εκκλησάκι του Αγιώργη και η πόρτα του είναι συνέχεια κλειδωμένη, πες του Μπαχά, επειδή η πρόσκλησή του απευθύνεται σε σένα, αν μπορεί να το ανοίξει.

Με διερμηνέα, ένα καλό Καστελοριζιό που και εκείνον τον είχα δίπλα μου, ζήτησα από τον Αστυνόμο, που μας φιλοξενούσε, αν μπορούσαμε να δούμε το εσωτερικό εκείνου του κτιρίου. Προθυμοποιήθηκε και έστειλε κάποιον να πάρει τα κλειδιά, όμως εκείνος γυρνώντας δικαιολογήθηκε ότι, δεν βρήκε τον… κλειδοκράτορα.

-Ξέρεις Αστυνόμε τι κρύβει μέσα ο Αγιώργης;

-Τι κ. Δήμαρχε.

-Κρύβει δεμάτια σανού και άλλες ζωοτροφές.

Παραμέναμε σιωπηλοί και στα μάτια μας είχαν έρθει δάκρυα, η δε σιωπή μας μεταδόθηκε σε όλη την ομήγυρη λες και τόσος κόσμος είχε διαβάσει τη σκέψη μας. Ακόμη και ο Μπαχά, ένας πράγματι καλός άνθρωπος, παρέμεινε σιωπηλός και ίσως κάκιζε τον εαυτό του που μας πέρασε από χώρο που κάποτε ζούσαν και πρόκοβαν εκείνοι οι ξεριζωμένοι Έλληνες από τις, δυστυχώς, σκλαβωμένες, Γιώργο, Πατρίδες!

Αφάνταστη η περιποίησή μας από τους τότε γείτονές μας που είχαν γίνει θυσία προκειμένου να μας ευχαριστήσουν. Και περίπου στις 7 το απόγευμα της ίδιας μέρας επιστρέψαμε στο δικό μας κονάκι, στο δικό μας βράχο στον οποίο κοιμάται και η γνωστή μας ΚΥΡΑ ΤΗΣ ΡΩ, η Δέσποινα Αχλαδιώτη.

Γυρίσαμε Γιώργο στον δικό μας ακριτικό βράχο του Καστελορίζου που είναι μεν φιλόξενος και ανάλογα των πολιτικών περιστάσεων «ΔΕΝ ΜΕΡΙΑΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΕΙ ΚΑΡΑΒΙ ΕΧΘΡΙΚΟ», γυρίσαμε λέγω αλλά το μυαλό όλων μας είχε-τότε- μείνει στην Αντίφιλο εκεί κοντά στα αρχοντικά των Κουντούρη και Μαλαχιά και περισσότερο στο Εκκλησάκι του Αγιώργη μας που οι γείτονές μας το είχαν μετατρέψει σε αποθήκη ζωοτροφών.

Γιώργο, καλέ μου φίλε, μια δική σου διόρθωση στο προηγούμενο γραπτό μου γύρισε πίσω τη ζωή μου, πενήντα οκτώ ολόκληρα χρόνια και νοερά πήγα στο (1963). Σε ευχαριστώ.

Και πηγαίνοντας Γιώργο, περπάτησα στο Καστελόριζο, πήγα στη Ρω που βρίσκεται η ΚΥΡΑ ΤΟΥ, η Δέσποινα Αχλαδιώτη, κουβέντιασα μαζί της, έστω και αν εκείνη εξακολουθεί να κοιμάται τον αιώνιο ύπνο της, έτρεξα νοερά και στην απέναντι πλευρά στον δικό μας, των Ορθοδόξων Χριστιανών Άγιο, τον Αγιώργη μας, τον θαυματουργό, άναψα και σε αυτόν και πάντα νοερά ένα μου κεράκι, έστω και στην κλειδωμένη του πόρτα και τον παρακάλεσα να μας έχει υπό την προστασία του, ιδιαίτερα τις ζοφερές τούτες μέρες.

Και κάτι ακόμη θα σου εκμυστηρευτώ: Όταν στο Καστελόριζο έληξε η απόσπασής μου και επρόκειτο να επιστρέψω στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Ρόδου στο οποίο, εγώ ο χωριάτης και στεριανός, είχα συνηθίσει να ζω, δεν μου έκανε καρδιά να φύγω.

Ήθελα να μείνω κοντά στους Ακρίτες μας, κοντά σε εκείνους που ήξεραν και ξέρουν να ζουν με πατριωτικούς, στο στήθος τους, παλμούς και μπορώ να πω ότι, την εποχή εκείνη, δεν περνούσαν και άσχημα, ακόμη και με την καθημερινή τους ψυχαγωγία.

Παλαμίδες, γόπες, σαρδέλες και λαχταριστά μπαρμπούνια, όχι μόνο έπαιζαν κυνηγητό αλλά, ίσως και φοβισμένα από κανένα μεγαλύτερο ψάρι που έτρεχε δίπλα του, πήδαγαν ένα ή και δυο μέτρα πάνω από το νερό μέσα στο υδάτινο πέταλο του Καστελορίζου και ο κόσμος, από τον τσιμεντένιο πεζόδρομο, παρακολουθούσε το υπερθέαμα που ήταν Γιώργο, χάρμα ομορφιάς.

Πανέμορφα μικρά και μεγάλα ψάρια με τα πηδήματά τους, στο άλμα επί κοντώ βρισκόντουσαν στον πεζόδρομο, γύρω από το πέταλο και οι χαρτοσακούλες, πολλών κατοίκων και ανδρών του τμήματος, γέμιζαν λαχταριστά μπαρμπούνια, παλαμίδες και γόπες. Ήθελαν όμως και φύλακα για να μη «αποδράσουν» επειδή πολλά από αυτά τα «συλληφθέντα» με ένα δυνατό τους πήδημα, ξέφευγαν από τα δεσμά της σακούλας και, βρισκόντουσαν ξανά μέσα στο δικό τους γνώριμο υδάτινο περιβάλλον.

Βέβαια γλύτωναν το τηγάνι αλλά δεν γνωρίζω αν γλύτωναν και από του κυνηγούς της ίδιας «φυλής».

Ύστερα από τα όσα εκεί -τότε- συνέβαιναν καλέ μου Γιώργο, τι να την έκανα τη Ρόδο που έπρεπε να είμαι συνέχεια με γραβάτα και φρεσκοσιδερωμένος ενώ στο Καστελόριζο (και μιλάω σαν Αστυνομικός) με την ησυχία που τότε επικρατούσε, τις περισσότερες ώρες της ημέρας, «χόρταινα» θαλασσινό μπάνιο και σε μια απόσταση από το τμήμα κάπου πενήντα περίπου μέτρων.

Γιώργο, επειδή εξ αιτίας σου και χωρίς εσύ να το καταλάβεις με γύρισες πίσω σε εκείνα τα όμορφα χρόνια ειλικρινά και ολόθερμα, σε ευχαριστώ.

Μακάρι και τώρα -αν το μπορούσα- να πήγαινα μια βόλτα μέχρις εκείνο το όμορφο νησί μας. Μα αν εγώ δεν τα καταφέρω εσείς οι νεώτεροι «κλέψτε» λίγο χρόνο και πάτε στα Δωδεκάνησα, πάτε και πατήστε σε αυτά τα άγια χώματα της Δωδεκανησιακής γης, ποτέ δεν θα μετανιώσετε από όσα θα δείτε αλλά και από τη φιλοξενία των ευγενών κατοίκων της. Ιδιαίτερα πάτε και πατήσετε το βράχο του δικού μας Καστελορίζου, που άγρυπνος και αυτός, όπως και οι ακρίτες μας, δεν «ΜΕΡΙΑΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΕΙ ΤΟ ΕΧΘΡΙΚΟ ΚΑΡΑΒΙ»!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου