ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η διπλή όψη μιας… σύγκρουσης

η-διπλή-όψη-μιας-σύγκρουσης-87698

Του Δημήτρη Χρυσόπουλου, Φιλόλογου

Ίσως να μην υπάρχει καμιά μορφή σχέσης μεταξύ των ανθρώπων που να μην έχει και αναφορές σύγκρουσης. Μπορούμε δε -κατά τη γνώμη μου- να ισχυριστούμε ότι οι συγκρούσεις είναι συστατικό στοιχείο κάθε ανθρώπινης σχέσης ως απόρροια τόσο της διαμόρφωσης των αυτόνομων πεδίων των προσωπικοτήτων κάθε πλευράς όσο και της συνδιαμόρφωσης του κοινού πεδίου αυτής καθ’ εαυτής της σχέσης.

Αποτελεί κοινό τόπο η άποψη ότι για να μπορέσουμε να γίνουμε παιδαγωγοί και σύμβουλοι των εφήβων θα πρέπει πρώτα να φροντίσουμε να εγκαταστήσουμε μια γνήσια σχέση μαζί τους. Φοβάμαι δυστυχώς ότι πολλές φορές η σχέση εκπαιδευτικού – μαθητή είναι μια ανεκμετάλλευτη σχέση. Ο μεγάλος αριθμός μαθητών μέσα στην τάξη, οι λίγες ώρες παραμονής των εκπαιδευτικών μέσα στο Σχολείο, ο φόρτος εργασίας (καθηγητών και μαθητών) κ.α. μπορεί να συμβάλλουν σ’ αυτό. Για να έχουμε καλύτερη επικοινωνία τόσο με την ομάδα της τάξης όσο και με τον κάθε μαθητή ξεχωριστά πρέπει να γίνει πιο ουσιαστική σχέση μας μαζί τους.

Η σχέση εκπαιδευτικού και μαθητή είναι μια σχέση πολυσύνθετη και εν πολλοίς απροσδιόριστη. Είναι σχέση με μεγάλο ιστορικό και πολιτισμικό φορτίο αλλά και σχέση ενεργή, που διαμορφώνει τη «ζύμη του μέλλοντος» μιας κοινωνίας και καθορίζει εν πολλοίς την πορεία των νέων. Είναι σχέση όπου ζυγιάζονται και αντιπαρατίθενται «παρελθόν» και «μέλλον» μέσω των δύο προσώπων της παιδαγωγικής πράξης, όπου αναδύεται ουσιαστικά το όλο σκηνικό της σχολικής λειτουργίας.

Όπως και σε κάθε άλλη μορφή σύγκρουσης έτσι και στην σύγκρουση μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή έχουμε ένα μεγάλο φάσμα αξιολογικής κλιμάκωσης. Μπορούμε να έχουμε σύγκρουση στείρα και καταστροφική, με έντονο προσωπικό περιεχόμενο απαξιωτικής φύσης ή σύγκρουση δημιουργική και συνθετική με τη την ανάδειξη νέων εκφράσεων του κοινού πεδίου των δύο πλευρών.

Έτσι, μπορούμε να έχουμε αντιπαραθέσεις για ένα επιστημονικό ή επιστημολογικό ζήτημα, για μια ερμηνεία της ιστορίας, για μια εκδοχή της φιλοσοφίας, για μια προέκταση της κοινωνιολογίας ή της βιολογίας, για το περιεχόμενο των θρησκευτικών και για κάθε ξεχωριστό γνωστικό / μαθησιακό αντικείμενο αλλά και για ένα παιδαγωγικό θέμα ή για ένα πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα. Αυτές οι αντιπαραθέσεις είναι καλοδεχούμενες και οφείλει ο εκπαιδευτικός να τις εισάγει με έναν τρόπο έντεχνο και συστηματικό. Πρόκειται για τόπους αναφοράς, όπου το σχολείο γίνεται «ζωντανό» και δημιουργικό -μακριά από το μονότονο διδακτισμό και την τυπολατρία-, γιατί συνδέεται με την καθημερινή πραγματικότητα αλλά και γιατί συνάπτεται με τους ενεργούς προβληματισμούς των παιδιών και των εφήβων. Σ’ όλα αυτά τα πεδία υπάρχει γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια του διαλόγου, για την προαγωγή της κριτικής σκέψης των μαθητών, για την ανάδειξη της προσωπικότητάς τους, για τη μερική και άρση του παραδοσιακού φάσματος «κακών – καλών μαθητών», για την καλύτερη γνωριμία όλων των μελών της σχολικής αίθουσας. Εδώ μπορούν να εξορυχτούν πλούσια κοιτάσματα από τον τόσο πλούσιο αλλά και ανέκφραστο συναισθηματικό κόσμο των μαθητών / μαθητριών και να απελευθερωθεί το φωτεινό στερέωμα των ονείρων και των φιλοδοξιών τους.

Αλλά το αγκάθι στις συγκρούσεις είναι όταν αυτές είναι στείρες, έχουν απαξιωτικές εκφράσεις και αφήνουν πολλά «αποκαΐδια» στο κατόπι τους. Και όμως και απ’ αυτές τις συγκρούσεις μπορούμε να αντλήσουμε μοναδικά ψυχικά αποθέματα, που δύσκολα βγαίνουν στην επιφάνεια από την καθημερινή λειτουργία. Και να γιατί σε μια σκληρή σύγκρουση φανερώνεται στο φως της ημέρας ο πιο βαθύς πυρήνας του «εαυτού» καθενός συμμετέχοντος. α) Μπορεί να καταδειχθεί η έννοια του δίκαιου και του ορθού λόγου, έστω και αν γίνεται με κόπο πνεύματος και με περισσή ανοιχτή σκέψη. β) Δίνεται η δυνατότητα εκδήλωσης των φοβερών αξιών της συγχώρεσης και της μεταμέλειας. γ) Διαμορφώνεται η νοοτροπία να μαθαίνουμε να βλέπουμε τη θέση του άλλου αλλά και το πού οδηγούμαστε όταν κάθε πλευρά δημιουργεί τείχη από όπου εξαπολύει μύδρους κατά του «αντιπάλου». δ) Καλλιεργείται η συναισθηματική νοημοσύνη των εκπαιδευομένων, αφού μπορούν να έχουν μια βιωματικού τύπου μάθηση ως προς δύσκολα σημεία των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, κατανοούν, για παράδειγμα, πόσο λανθασμένη είναι η νοοτροπία να εκφράζουμε απόψεις σε περίπτωση έκρηξης οργής και θυμού, αφού είναι βέβαιο ότι μάλλον θα προσβάλλουμε την άλλη πλευρά.

Για τον εκπαιδευτικό είναι μια όμορφη δοκιμασία, γιατί του δίνεται η δυνατότητα να ασκήσει τα διδάγματα της παιδαγωγικής εν τοις πράγμασι – γιατί η παιδαγωγική είναι τέχνη του βίου – και όχι με τις εύκολες και εν πολλοίς χωρίς πολύ νόημα θεωρητικολογίες. Εδώ απαιτείται μεγαλοψυχία και περίσσευμα αγάπης προς τους εκπαιδευομένους, να παραδεχτεί το όποιο λάθος του ζητώντας συγγνώμη από όποιον προσέβαλε, να μην κρατήσει καμιά κακία σε όσους / όσες είχε τη σύγκρουση, να μην χρησιμοποιήσει αυταρχικά το πλεονέκτημα της θέσης του.

Αν ο εκπαιδευτικός φιλοδοξεί να είναι παιδαγωγός, οφείλει να κατακτήσει εκείνο το επίπεδο διδασκαλίας όπου η προσωπική του στάση και συμπεριφορά είναι άσκηση αγωγής. Σε μια τέτοια περίπτωση άλλωστε είναι και ο μεγάλος κερδισμένος για δύο λόγους: κερδίζει την αγάπη των μαθητών / μαθητριών και εξευγενίζει το δικό του χαρακτήρα (ποιος δεν το επιθυμεί αυτό διακαώς;).

Σήμερα, άλλωστε, διαπιστώνουμε μια μετάβαση από την έννοια της αυθεντίας του παιδαγωγού – συμβούλου στην έννοια του συμβούλου διευκολυντή. Οι ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας μας οδηγούν σε ένα σύμβουλο – παιδαγωγό περάτη και όχι «απόλυτο καθοδηγητή». Οι σύγχρονοι εκπαιδευτικοί – σύμβουλοι οφείλουν να αποδεχθούν το νέο τους ρόλο, να διευκολύνουν τα περάσματα, τη διαπόρθμευση. Να αναδειχθούν σε μεσολαβητές που ευνοούν την ολοκλήρωση των δεδομένων σε πληροφορίες, των πληροφοριών σε γνώσεις, των γνώσεων σε σοφία και της σοφίας σε πολιτισμ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου