ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Τα Φώτα

τα-φώτα-171144

Του Χρήστου Μηλιτση

Φώτα σημαίνει φωτισμός, που στη Θεολογική γλώσσα είναι το μυστήριο του Βαπτίσματος. Τη μέρα του Σταυρού, πάλι τα παιδιά γυρίζουν από το πρωί στους δρόμους και τραγουδούν. Έτσι τουλάχιστον γίνονταν παλαιότερα. «Αύριο είν’ τα Φώτα και Φωτισμός και χαρά μεγάλη κι’ αγιασμός». Ή με παραλλαγή: «Σήμερα είναι τα Φώτα κι’ ο φωτισμός και χαρά μεγάλη στο Κύριο μας. Σήμερα η Κυρά μας η Παναγιά σπάργανα κρατάει στην αγκαλιά και τον Αι-Γιάννη παρακαλεί έλα να βαφτίσεις, Θεού παιδί». Oι παπάδες τη μέρα αυτή γυρνούν στους δρόμους. Περιέρχονται από σπίτι σε σπίτι και ραντίζουν με τ’ Άγιασμα, της Μεγάλης μέρας. Έχουν μαζί τους ένα μικρό παιδί που κρατάει ένα σκεύος, το (μπακράτσι) με το άγιασμα. Μέσα σ’ αυτό ο κάθε Χριστιανός ρίχνει κατά προαίρεση τον οβολό του. Με το αγίασμα αυτό οι νοικοκυρές ραντίζουν τα σπίτια τα ζώα τους και τα χωράφια τους οι γεωργοί για να δώσουν καλά εισοδήματα. Θέλουν καλοκαιρία τη μέρα αυτή και λένε.

Χαρά στα Φώτα τα στεγνά και στη Λαμπρή δροσάτη.

Σε πολλά μέρη κρατούν τα καινούργια ρούχα να τα φορέσουν αυτή την άγια μέρα να φωτιστούν, για να μην τα κόψει ο σκόρος. Τα Φώτα λέγονται και Επιφάνεια ή Θεοφάνια γιατί την ώρα του βαπτίσματος του Ιησού φανερώθηκε η Αγία Τριάδα. Γι’ αυτό επικρατούσε το έθιμο τη μέρα αυτή να στέλνουν οι νουνοί στα βαφτισιμιό του τα Φωτίκια, ενδύματα ρούχα και παπούτσια). Σήμερα περιορίζονται στο να στέλνουν όνο παπούτσια και λαμπάδα, ή μόνο λαμπάδα. Oι καλικάντζαροι, που φοβούνται πολύ την αγιαστούρα του παπά, έχουν από βαθιά νύχτα φορτώσει τα μπογαλάκια τους, σύμφωνα με την παράδοση και έχουν αναχωρήσει για τον κάτω κόσμο, πριν λαλήσει ο πρώτος κόκορας. Αυτά τα περίεργα όντα, πλάσματα της φαντασίας, όπως λέει ο Νικόλαος Πολίτης, αποτελούν δαιμονοποίηση των μεταμφιεσμένων στις γιορτές του δωδεκαημέρου. Κοινό σημείο όλων είναι η δυσμορφία.

Είναι όλα κακομούτσουνα, πλάσματα με μεγάλα νύχια στα πόδια και στα χέρια και φέρουν μακριές ουρές. Φοβούνται το θυμίαμα, το Σταυρό και προ παντός το ράντισμα του παπά. Γι’ αυτό τη νύχτα, πριν έρθει η μέρα του Σταυρού, τα φορτώνουν και φεύγουν βιαστικά λέγοντας. Φεύγετε να φύγουμε, έφτασε ο ζουρλόπαπας, Με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του. Για την προέλευσή τους, υπάρχουν διάφορες απόψεις. Μερικοί τους συσχετίζουν με τους Σάτυρους. Άλλοι με τους Κενταύρους, τον Πάνα και τους Κανθάρους των Αιγυπτίων. Κατά μίαν άλλη εκδοχή, είναι οι παγανιστές στρατιώτες του Ηρώδη, που πήραν παγάνα και έσφαξαν κάθε μικρό παιδί ηλικίας δύο ετών και κάτω με την ελπίδα να συμπεριλαμβάνεται μέσα σ’ αυτά και ο μικρός ΙΗΣΟΥΣ. O Πολίτης λέει, ότι είναι γεννήματα φαντασίας του νεωτέρου. Ελληνισμού που επηρεάσθηκε από αρχαία στοιχεία.

Όλα αυτά έχουν σχέση με τα σημερινά ρογκάτσια ή ρογκατσάρια η ακόμη και λουκαντζάρια. Στα χωριά της περιοχής μας, από πολλές μέρες πριν, κάνουν τις προετοιμασίες τους. Κομπανίες ανδρών, μεγάλης ηλικίας, μεταμφιέζονται κατάλληλα και απαρτίζουν μια ομάδα. Oρίζουν ένα αρχηγό, τον Αράπη, που είναι συνήθως ντυμένος στα λευκά. Φοράει μια πλατιά ζώνη στη μέση του απ’ την οποία κρέμονται αρκετά μεγάλα κουδούνια, που στο περπάτημά του κάνουν μεγάλο θόρυβο. Στο κεφάλι του φέρνει ένα μεγάλο χάρτινο κώνο, μέχρι ένα και μισό μέτρο περίπου, το (χοντσιαρέ). Από την κορυφή του κώνου κρέμονται πολλές χρωματιστές λουρίδες, κορδέλες, από χαρτί και στο πρόσωπό του φοράει μάσκα (προσωπίδα). Πάει πάντα μπροστά Είναι ο μπροστάρης της ομάδας και τον ακολουθούν οι άλλοι. O γαμπρός με τη φουστανελά και η νύφη ντυμένη άψογα. Κρατάει ομπρέλα στο χέρι και πάει πάντα δίπλα στο γαμπρό. Ακολουθούν ο γέρος με τη γριά, ο γύφτος με τη γύφτισσα, ο αρκουδιάρης, που στο χέρι του κρατάει ένα μακρύ ξύλο, το αρκουδόξυλο. Μ’ αυτό δέρνει την αρκούδα που την έχει δεμένη με αλυσίδα από τη μέση του.

O φορομπήχτης (φοροεισπράκτορας). Αυτός κρατάει ένα σφραγισμένο κουτί, στο οποίο μπαίνουν τα χρήματα που συγκεντρώνουν. Το μπουλούκι συμπληρώνεται με το γιατρό, που κρατά στο χέρι του πιεσόμετρο και αλίμονο σε όποιον συναντήσει στο δρόμο του. Θα του πάρει τη πίεση και θα πληρώσει ακριβά την ιατρική αυτή επέμβαση. Φτάνει κοντά στο γιατρό και η νοσοκόμα ντυμένη στα λευκά, ο κουμπάρος, ο πεθερός με την πεθερά, συμπληρώνουν την ομάδα. O γύφτος, έφερνε στη πλάτη του, ένα σκιάχτρο, ομοίωμα ανθρώπου, καμωμένο από άχυρα. Γέμιζε με αυτά ένα πουκάμισο και ένα παντελόνι, το έβαζε ένα κολοκύθι τυλιγμένο με ύφασμα και ένα σκούφο στο κεφάλι και κυνηγούσε τα μικρά παιδιά, που πήγαιναν από περιέργεια κοντά στο μπουλούκι. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των μικρών παιδιών, που το έβαζαν στα πόδια ακόμα και όταν τον αντίκριζαν.

Πριν λίγες δεκαετίες, γίνονταν τρεις και τέσσερες κομπανίες σε κάθε χωριό. Μία από κάθε Μαχαλά. Υπήρχαν και μικρότερες ομάδες από παιδιά, η και μεμονωμένα, που μεταμφιέζονταν και τραγουδούσαν από σπίτι σε σπίτι. Γύριζαν σε κάθε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα Ένα μικρό-μικρούτσικο, του Βασιλιά τ’ αγγόνι, κ.λπ.

Και κατέληγαν σε κάθε τραγούδι με τις ευχές και τις παρακλήσεις.

Για την υγειά σ’ αφέντη μου, για την καλή χρονιά σου.

Ν’ ασπρίσεις σαν τον Όλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι.

Να ζήσεις χρόνους εκατό και να τους απεράσεις.

Κέρν’ αφέντη μ’ κέρνατα, κέρνα τα παλικάρια

κι’ αν έχεις άσπρα σος’ μας τα, φλωριά μην τα λυπάσαι.

Στο μεταξύ, οι οικοδέσποινες που τα περιμένουν, έχουν έτοιμο το δίσκο με τα ποτά και τα γλυκά. Τα υποδέχονται με χαρά και τα κερνούν ένα-ένα με τη σειρά. Ρίχνουν λεφτά στην ομπρελά της νύφης και αυτή με τη σειρά της, τα ρίχνει στο κουτί που κρατάει ο φοροεισπράκτορας. Εύχονται καλή χρονιά και παίρνουν το δρόμο για το γειτονικό σπίτι. Όποιο μεγάλο συναντούσαν στο δρόμο τους, τον έπιαναν, τον γυρόφερναν και τον τραγουδούσαν. (Για την υγειά σ’ αφέντη μου κ.λπ.) Για να τον αφήσουν να φύγει, έπρεπε να πληρώσει, να τα ρίξει, διαφορετικά θα τον κρατούσαν αιχμάλωτο για πολύ ώρα. O γύφτος, με το φουσκωμένο τουλούμι στα χέρια και το αχυρένιο μικρό στη πλάτη του, κυνηγούσε τα παιδιά που ακολουθούσαν το μπουλούκι. Αυτά έτρεχαν φοβισμένα, τα κουδούνια χτυπούσαν αδιάκοπα, ο Αρκουδιάρης χόρευε και χτυπούσε την αρκούδα του, τα σκυλιά γάβγιζαν και γίνονταν το σώσε. O γιατρός, έπιανε κάθε περαστικό που γνώριζε ότι κρατούσε γερό πορτοφόλι, του έπαιρνε την πίεση και ζητούσε την αμοιβή του. Μέχρι το μεσημέρι. περνούσαν από όλα τα σπίτια του χωριού. Το απόγευμα μετρούσαν τις εισπράξεις και το βράδυ τα Φώτα, ή, του Αι -Γιαννιού έκαναν τρικούβερτο γλέντι, στο οποίο μερικές φορές καλούσαν τους κατοίκους από όλο το χωριό. Σχετικά τώρα με την -προέλευση, δηλαδή την ετυμολογία της λέξης Φώτα, για να την εξηγήσουμε, πρέπει να ανατρέξουμε στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Τότε το Άγιασμα αυτής της μέρας το κρατούσαν ολόκληρη τη χρονιά και ράντιζαν με αυτό τους Νεοφώτιστους Χριστιανούς και τους μετέδιδαν έτσι το φως της Χριστιανοσύνης. Αυτό άλλωστε, είναι και το νόημα του παρακάτω τραγουδιού.

Σήμερα ειν’ τα Φώτα κι’ ο φωτισμός και χαρά μεγάλη κι’ αγιασμός.

Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό, κάθεται η Κυρά μας Η Παναγιά.

Σπάργανα βαστάει, κερί κρατεί και τον Αι-Γιάννη παρακαλεί.

Αϊ-Για’ αφέντη μ’ και πρόδρομε, έλα να βαφτίσεις Θεού παιδί.

Ν’ αγιαστούν οι κάμποι και τα βουνά, ν’ αγιαστεί κι ‘ ο αφέντης με την κυρά. Έτσι κλείνει ο εορταστικός κύκλος του Δωδεκαημέρου, με κυρίαρχο πάντα το πνευματικό και λυτρωτικό περιεχόμενο και νόημα, στολισμένο όμως με ωραίες παραδόσεις και έθιμα βγαλμένα και βιωμένα απ’ τη λαϊκή ψυχή. Σήμερα δυστυχώς η ξενομανία μάς απομακρύνει από τις ρίζες και τον πολιτισμό μας. Ας ευχηθούμε να ξαναβιώσουν ή στο κάτω-κάτω να μην εκφυλισθούν περισσότερο.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου