ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο ζ΄ Κανόνας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (Το βάπτισμα των Αρειανών)

ο-ζ΄-κανόνας-της-β΄-οικουμενικής-συνόδ-397666

Του Νίκου Ε. Σακαλάκη, Μαθηματικού

Υπάρχει μια ανακυκλούμενη άποψη, ένας αναστοχασμός για την απόφαση της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, για το βάπτισμα των Αρειανών (οικονομία). Υπάρχει, δυστυχώς, μια φορτισμένη υπερ-πατερική θέση, σύμφωνα με την οποία η αναγνώριση του βαπτίσματος των Αρειανών λειτουργεί, σήμερα, εις όφελος των Οικουμενιστών. Αναμφίβολα, πάρα πολλές θεολογικές και ποιμαντικές ερμηνείες, έχουν γραφεί για τον ζ΄ κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, για την Ορθόδοξη κατανόησή του.

Η θέση αυτή που αναφέραμε, η αντι-πατερική, συνοψίζεται ως εξής: «Το προηγούμενο της αποδοχής από μέρους της Εκκλησίας στο βάπτισμα των Αρειανών, είναι αθέτηση προϋπόθεσης σωτηρίας και λειτουργεί ως δούρειος ίππος όλων των εχθρών της μιας Εκκλησίας του Χριστού. Το βάπτισμα δεν αποδομούνε, πρώτα-πρώτα;». Οι Πατέρες στον ζ΄ Κανόνα, προσεγγίζουν τον Αρειανισμό ως Αίρεση και όχι ως «ετερόδοξη Χριστιανική Εκκλησία», με χάρι και μυστήρια. Όπως δεν νοείται, σήμερα, θυσιαστήριο χωρίς ιεροσύνη, δε νοείται ότι υπάρχει και Αρειανικό βάπτισμα χωρίς εκκλησιαστική βάση, χωρίς εκκλησία πραγματική. Στον ίδιο πνευματικό-δογματικό άξονα κινείται και ο Μ. Αθανάσιος, στην επιστολή του προς τον επίσκοπο Ρουφινιανό, στον οποίο εξηγεί την πνευματική-εννοιακή συγκρότηση της απόφασης της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, για την αποδοχή του βαπτίσματος (μερίδος) των Αρειανών.

Οι θέσεις-έννοιες, που αποτελούν τα θεμέλια του ζ΄ Κανόνα, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές στην ορθή τους πνευματική σημασία, παρά μόνο σε συνάρτηση με συμπληρωματικό υλικό, θεολογικό, ιστορικό και πολιτικό.

Για να αντιμετωπίσουν οι Πατέρες τα σύνθετα θεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, που δημιούργησε ο Αρειανισμός, είχανε και (θαυματουργικά) τον Άνωθεν Παρεμβατισμό-βοήθεια. Να θυμίσουμε το θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, το θαύμα που ιστορεί ο Γεώργιος Κεδρηνός, για μια αιρετική γυναίκα της αιρέσεως του Μακεδονίου στους καιρούς του Αρκαδίου. Μόλις την κοινώνησε ο Ι. Χρυσόστομος, έγινε πέτρα εις το στόμα της «εις έλεγχον των αιρετιζόντων και των αναξίων αποτροπήν».

Επίσης ο Κυπριανός μας πληροφορεί: «Ανήρ τις των εκπεσόντων ήλθε μεταλαβείν και λαβών τον Άρτον, έμεινεν εν τοις χερσίν αυτού τέφρα».

Ο ίδιος ο Άγιος γράφει: «Γυνή τις εκπεσούσα προσήλθε και μετέλαβε του Θείου άρτου, γνούσα δε την αναξιότητα αυτής, έθετο εις κιβώτιον και βουλομένη ανοίξαι, εξήλθε φλοξ κατ’ αυτής και απώλετο».

Τέλος, στους Διαλόγους του Αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου (540-560) στο κεφάλαιο (ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΙΙΙ, 5-9 και 31,1) διαβάζουμε για θεϊκές παρεμβάσεις σε Ιταλία, Αφρική και Ισπανία, που κατέδειξαν το ψεύδος της Αρειανικής αιρέσεως.

Συμπερασματικά: Οι Πατέρες εκ πίστεως και ως μάρτυρες αποκαλύψεων, δεν παρέκλιναν της Θεολογίας της Εκκλησίας. Καταδίκασαν τον Αρειανισμό και δεν αναγνώρισαν «Αρειανική Εκκλησία» με μυστήρια, ούτε και το βάπτισμα μόνο, ως προέκταση της «Εκκλησίας» αυτής. Την αλήθεια αυτή την υιοθέτησαν και οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι (Βλέπε εγκώμια Μ. Φωτίου, Γρηγορίου Παλαμά για τις Συνόδους).

Στους εκπέσοντας δεν υπάρχει η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. «Έχουσιν ούτοι (αιρετικοί) τους οίκους ημείς τον ένοικον· ούτοι τους ναούς, ημείς τον Θεόν» (Ε.Π.Ε. 2, 116, 6), παρατηρεί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.

Με τη βοήθεια της πολιτικής εξουσίας οι Αρειανοί δημιούργησαν δυναμική αλλαγής συνειδήσεως στο Ορθόδοξο πλήρωμα. Υπήρξαν όμως Ορθόδοξοι, αντιμαχόμενοι τον Αρειανισμό, κληρικοί και λαϊκοί, που διατήρησαν την υπέρτατη περί Χριστού αλήθεια. Ανέγγιχτοι από τα Αρειανικά βιώματα, δημιούργησαν μέσα τους μυστικό πνευματικό φράγμα στην Αίρεση. Δημιούργησαν δηλ. εσωτερικό χώρο, τόπο κατά τον Μ. Αθανάσιο, ανέπαφο, όπου μπορούσε να ενεργήσει (κατά την κρίση του) ο Τριαδικός Θεός.

Εσωτερικά δηλ. υπήρχε Ορθόδοξος αυτοπροσδιορισμός με μια εξωτερική διαδικασία συμβιβασμού με την επίσημη πολιτική και Εκκλησιαστική εξουσία. Εξωτερικά μορφοποιημένοι οι Ορθόδοξοι, πιεζόμενοι από φόβο και άλλα άμεσα προβλήματα, ίσως είχαν κρυφά και τις δικές τους Ορθόδοξες Μυστηριακές τελετές (Βάπτισμα, Γάμος κ.λπ.).

Ένας στοχαστής (Αρθούρος ντε Γκομπινώ) παρατηρεί σε πολιτικό-ηθικό επίπεδο, για τους Άγγλους και Ινδούς: «Οι Άγγλοι δεν μπορούν να επιτύχουν την σφράγιση των ιδεών τους (των Ινδών) εφ’ ενός λαού ο οποίος φοβάται μεν τους κατακτητές του, αλλά μόνον φυσικώς κυριαρχείται από αυτούς. Διατηρεί την ψυχή του ορθή και τις σκέψεις του εκτός των ιδικών τους».

Στην προς Ρουφινιανό επιστολή του ο Μ. Αθανάσιος, αυτές τις σταθερές υπογραμμίζει (κατ’ αναλογία), σχετικά με την εσωτερική κατάσταση ορισμένων ή πλήθους μάλλον Αρειανών.

Γράφει σχετικά: «Περί των δι’ ανάγκην υποσυρέντων μεν, μη φθαρέντων δε εν τη κακοπιστία». Σε άλλο σημείο πληροφορεί: «τοις δε μη αυθεντούσι μεν της ασεβείας, παρασυρείσι δε δι’ ανάγκην και βίον, έδοξε δίδοσθαι μεν συγγνώμην, έχειν δε και τον τόπον του κλήρου, μάλιστα ότι απολογίαν πιθανήν επορίσαν το». Βρέθηκε δηλ. «τόπος» χάριτος στην ιεροσύνη τους και κατά συνέπεια στο βάπτισμα που επιτελούσαν.

Το ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση της οικονομία της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου βρίσκεται, πιστεύω, και στις σχετικές διατυπώσεις του ζ΄ κανόνα.

Στην αρχή του κανόνα οι Πατέρες τονίζουν: «Τους προστιθεμένους τη Ορθοδοξία και τη μερίδι των σωζομένων, από αιρετικών, δεχόμεθα… Αρειανούς μεν, και Μακεδονιανούς…».

Για εκείνους όμως, που χρειαζόταν βάπτιση, ο κανόνας αναφέρει: «… θέλοντας προστίθεσθαι τη Ορθοδοξία…». Εννοεί δηλ. όλους εκείνους, που δεν είχαν δεχθεί το Ορθόδοξο βάπτισμα ποτέ.

Αναμφίβολα, οι λέξεις «τη μερίδι των σωζομένων», εκφράζουν τον «τόπο», που αναφέρει ο Μ. Αθανάσιος στην επιστολή του. Σήμερα, οι αντικειμενικές εκκλησιαστικές και πολιτικές συνθήκες, ξαναζωντανεύουν την οικονομία της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου. Πλήθος πιστών συσφίγγει (αμυντικά) τις πνευματικές σχέσεις με Αντι-οικουμενιστές κληρικούς. Λειτουργούνται και εξομολογούνται σε ποιμένες, που εξωτερικά – διοικητικά ακολουθούν τον Οικουμενισμό και όχι βιωματικά.

Στο μέλλον, η Σύνοδος που θα καταδικάσει τον Οικουμενισμό, αν ποτέ γίνει αυτή, δεν θα μπορούσε να παραβλέψει την οικονομία-τακτική που αναφέραμε.

Η όποια όμως οικονομία δεν αντικαθιστά την πολυτιμότητα και ορθότητα της Ακριβείας των Πατέρων.

Η ακρίβεια συνιστά την κανονική τάξη της Εκκλησίας η δε οικονομία εφαρμόζεται «όταν μη τα καίρια παραβλάπτη την Εκκλησίαν».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου