ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Από το παιδικό μου «τετράδιο»

από-το-παιδικό-μου-τετράδιο-533161
Του Κων. Απ. Σουλιώτη, επ. λυκειάρχη

Όσα θα σημειώσω παρακάτω είναι προσωπικές παιδικές αναμνήσεις, οι οποίες αναφέρονται σε χρόνους παλιότερους, τότε που η πατρίδα μας περνούσε δύσκολες ημέρες, τις ημέρες του ανθρωποκτόνου Β’ Παγκοσμίου πολέμου και της καταραμένης εμφύλιας διαπάλης, τότε που όλα «τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά».

Για τους παλιότερους συγχωριανούς μας γνωρίζω ότι «κομίζω γλαύκα εις Αθήνας», γιατί ο καθένας έχει τις ανάλογες προσωπικές του εμπειρίες της εποχής εκείνης. Με τα γραφόμενα μου θέλω να αναστήσω μνήμες, αλλά και να παρουσιάσω στους νεώτερους πτυχές της ιστορίας της εποχής και του χωριού μας, της αγαπημένης μας Καππάς Καρδίτσας.

Μάρτης 1941. Ιταλογερμανική κατοχή. Ο κόσμος φοβισμένος. Η πείνα θερίζει. Στο σπίτι μας, όπως και σ’ όλα τα σπίτια, το ψωμί με το «δελτίο». Μέχρι και «κότσιαλα» φτάσαμε ν’ αλέθουμε. Και ενώ τόσο τραγική ήταν η κατάστασή μας κάποιος άλλος ίσως βρίσκονταν σε χειρότερη θέση. Ημέρα Κυριακή κατά τις 11 το πρωί χτυπάει η εξώπορτα του σπιτιού μας. Τρέχουμε ο Σταύρος κι εγώ να ανοίξουμε. Δύο άντρες στέκονται ο ένας πλάι στον άλλο, με έναν τροβά ο καθένας στο χέρι του. Εγώ απλώς θεατής, γιατί δεν τους γνώριζα. Ο Σταύρος, όμως, έμεινε «ξερός». Ήταν απρόσμενη μια τέτοια επίσκεψη. Δύο καθηγητές του από το Γυμνάσιο Φαναριού: ο φιλόλογος Ζήσης και ο θεολόγος Παναγιωτόπουλος. Λέει στο Σταύρο ο Ζήσης:

– Πες, παιδί μου, τη μάνα σου να μας δώσει λίγο καλαμπόκι ή λίγα φασόλια.

– Δεν έχουμε, κύριε, μας τελείωσαν.

– Αν δε μας δώσετε κάτι θα σ’ αφήσουμε στην ίδια τάξη.

– Δεν έχουμε, κύριε καθηγητά, δεν έχουμε, δάσκαλος είναι και ο δικός μου

πατέρας και δεν πληρώνεται.

Παρεμβαίνει τότε ο Παναγιωτόπουλος και με γλυκό τρόπο λέει: καλά, παιδί μου, μη φοβάσαι δε θα σ’ αφήσουμε στην ίδια τάξη, μπες μέσα και μη φοβάσαι… και πήραν στροφή και έφυγαν. Όπως μάθαμε αργότερα, πέρασαν απ’ όλα τα σπίτια του χωριού, που είχαν παιδιά στο γυμνάσιο. Από άλλους κάτι πήραν, από άλλους ούτε σπυρί. Τι κατάντια, Θεέ μου! να μην ξανάρθουν ποτέ τέτοιες μέρες, ποτέ!

Άνοιξη 1942. Ανέχεια και το «μέγα έλεος». Οπατέρας μας άμισθος δάσκαλος (για ένα διάστημα είχε διακοπεί η μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων). Η οικογένειά μας πολυμελής και με ελάχιστα εισοδήματα από τη λιγοστή κτηματική περιουσία μας. Τι «μέλλει γενέσθαι»; Πως θα τα βγάλουμε πέρα; Λέει μια μέρα ο πατέρας μας στη μάνα μας. Το Σάββατο θα πάω τη «γ’ρούναν στο Μουζάκι, στο παζάρι, να την πουλήσω. Πράγματι, το Σάββατο η γουρούνα στο Μουζάκι για πούλημα. Όμως, τι απογοήτευση! αγοραστής κανένας. Η γουρούνα πάλι πίσω στο χωριό. Τρία Σάββατα πηγαινοερχότανε χωρίς αποτέλεσμα. Ας την πάω, λέει ο πατέρας μας, για τελευταία φορά και αυτό το Σάββατο, ίσως βρεθεί κάποιος να την αγοράσει ή να την ανταλλάξει με «είδος». Ξεκινάει λοιπόν πρωί πρωί και ξανά στο παζάρι. Μόλις μπήκε στο χώρο του παζαριού, να σου ο δάσκαλος ο Στάθης από τη Γράλιστα. Γεια σου Αποστόλ’, γεια σου Σωτήρ’. Αποστόλ’ να πας στο ταμείο να πληρωθείς. Άσε με βρε Σωτήρ’ στα χάλια μ’ και μη με κοροϊδεύεις. Αποστόλ’ σύρε να πληρωθείς, να εγώ πληρώθηκα και του έδειξε τα χρήματα. Ο πατέρας μου δεν πολυπίστεψε. Ας πάω, λέει, μήπως και είναι αλήθεια. Άφησε τον Βασίλη (τον αδελφό μου) στο παζάρι να προσέχει τη γαϊδουρίτσα και τη γουρούνα και μια και δυο στο ταμείο. Και «ω του θαύματος», ο ταμίας τον πλήρωσε. Φεύγει ο πατέρας μας και πάει στο μαγαζί του Καρύδα. Φορτώνει τη γουμάρα καλαμποκάλευρο, παίρνει και για μας τους πιτσιρικάδες λίγο παστέλι και με όλη την «κουστωδία» του γυρίζει στο χωριό. Μας διηγήθηκε τα συμβάντα και θυμάμαι χοροπηδούσαμε όλοι στο σπίτι από τη χαρά. Και η «γ’ρούνα»; Άλλη ευτυχία αυτή. Ύστερα από μέρες γέννησε έντεκα «γ’ρουνάκια», που σαν μεγάλωσαν λίγο τα ανταλλάξαμε στα γύρω χωριά με καλαμπόκι.

Καλοκαίρι 1941 ή 1942. Τρεις συνομήλικοι και συνταξιώτες στο Δημοτικό Σχολείο, ο Ηλίας Τσιλιώνης, ο Βασίλης Μαγκίπας κι εγώ παίζαμε, κάτω από το φτελιά εκεί περίπου που είναι σήμερα η είσοδος της παιδικής χαράς. Ώρα 11 περίπου το πρωί όταν ακούστηκε βουητό από τα αυτοκίνητα της γερμανικής φάλαγγας, η οποία κατευθυνόταν από το Μουζάκι στην Καρδίτσα. Μόλις εμείς γυρίσαμε και είδαμε εκεί κοντά στα «Τρία δέντρα» τη φάλαγγα αφήσαμε το παιχνίδι και τρέχοντας βγήκαμε στην άκρη του δρόμου περιμένοντάς την. Την ώρα που η φάλαγγα έφτασε κοντά μας εμείς «κριμαντζουλστήκαμαν» (κρεμαστήκαμε) και οι τρεις στην καρότσα του πρώτου μεγάλου αυτοκινήτου. Πίσω απ’ αυτό και σε απόσταση περίπου 15 μ. ακολουθούσε άλλο μεγάλο αυτοκίνητο γεμάτο στρατιώτες. Φαίνεται ότι ο οδηγός του δεύτερου αυτοκινήτου επιτάχυνε με σκοπό να πλησιάσει το πρώτο και να μας σκοτώσει. Ο Ηλίας κι εγώ, μόλις αντιληφθήκαμε το αυτοκίνητο να μας πλησιάζει «ξικριμαντζουλστήκαμαν» και βγήκαμε από το δρόμο τρέχοντας. Ο Βασίλης, όμως, φαίνεται ότι δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί. Το αυτοκίνητο χτύπησε με δύναμη στο πίσω μέρος του προπορευόμενου αυτοκινήτου, σκόπιμα πιστεύω, και σχεδόν «έλιωσε» το Βασίλη. Η φάλαγγα σταμάτησε, κατέβηκαν μερικοί στρατιώτες για έλεγχο του συμβάντος. Σε δευτερόλεπτα κατέφθασε «σκούζοντας» η γειτονιά, μαζί και η μάνα του Βασίλη «σκούζοντας» και αυτή και τραβώντας τα μαλλιά της. Οι Γερμανοί, ψυχροί καθώς ήταν, κάτι είπαν σε τόνο αυστηρό, ανέβηκαν στα αυτοκίνητά τους και συνέχισαν το δρόμο τους για την Καρδίτσα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα… Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. Η Μαγκίπαινα, την άκουγα γιατί τα σπίτια μας ήταν γειτονικά, έκλαιγε και μοιρολογούσε για πολλές πολλές μέρες το χαμό του μικρού της παιδιού. Θυμάμαι ότι στο μνημόσυνο του Βασίλη ψάλαμε το «αιωνία η μνήμη» όλοι μαζί οι μαθητές του Σχολείου μας με την καθοδήγηση του δασκάλου μας Απόστολου Σουλιώτη.

Σεπτέμβριος 1943. Η ιταλική μεραρχία PINEROLO αφοπλισμένη στο χωριό μας. Οι στρατιώτες κάποιου τάγματος, χωρίς όπλα και ασκεπείς, υποχρεώθηκαν να «στρατοπεδεύσουν» πάνω από το χωριό στη δασική ζώνη, που περικλείεται μεταξύ της νεόδμητης Εκκλησίας του Νεομάρτυρα Καπούας Κωνσταντίνου και του σπιτιού του Στέργιου Καραποστόλη. Ο Σταύρος Σουλιώτης, ο Γιώργος Τσιλιώνης (τώρα ιερέας), ο Βασίλης Μητροπάνος κι εγώ πήγαμε από περιέργεια κοντά σε μια ομάδα ιταλών, πίσω ακριβώς από το σπίτι του Μητροπάνου. Δύο, λοιπόν, από τους Ιταλούς, που κάθονταν στη σκιά ενός μεγάλου δέντρου, μας φωνάζουν να τους πλησιάσουμε. Εμείς, κάπως διστακτικά, πλησιάσαμε. Έβγαλαν μέσα από έναν γυλιό (στρατιωτικός σάκος) ένα στρατιωτικό πουκάμισο και το έδωσαν στο Σταύρο, ένα παντελόνι και το έδωσαν στο Γιώργο, ένα ωραίο πολυσέλιδο και με χοντρά πανάρια τετράδιο στο Βασίλη και ένα μεταλλικό ωοειδές μελανοδοχείο σε μένα, του οποίου, κι αν ακόμα αναποδογύριζε, δε χυνόταν το μελάνι που είχε μέσα. Πέρασε καιρός και ο ΕΛΑΣ μετεγκατέστησε τους αιχμαλώτους Ιταλούς στη Νεράιδα των Αγράφων. Αργότερα επέτρεψε σ’ όποιον ήθελε να φιλοξενεί ιταλούς αιχμαλώτους στο σπίτι του και επιδοτούσε μάλιστα με μισή χρυσή λίρα Αγγλίας για τον κάθε αιχμάλωτο. Πολλές οικογένειες του χωριού μας πήραν έναν και δύο και περισσότερους ιταλούς στο σπίτι τους, τους οποίους είχαν και ως εργάτες στα χωράφια τους και σε άλλες δουλειές. Πήρε και ο πατέρας μας τον Cennari. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος, μορφωμένος, ευγενής και στον στρατό υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός. Το περίεργο στην υπόθεση αυτή είναι ότι ο Cennari ήταν ένας από τους δύο ιταλούς αιχμαλώτους, που μας είχαν δώσει το μελανοδοχείο και τα άλλα πράγματα. Τον Απρίλιο του 1944, και συγκεκριμένα τη Μεγάλη Εβδομάδα, τους συγκέντρωσε ο ΕΛΑΣ, τους επιβίβασε σε πλοία και τους έστειλε στην Ιταλία. Τα πλοία αυτά βομβαρδίστηκαν από Αγγλικά αεροπλάνα στην Αδριατική και οι περισσότεροι τότε πνίγηκαν. Τι απέγινε ο Cennari δεν μάθαμε, πολλοί, όμως, που γλίτωσαν και γύρισαν στην πατρίδα τους αλληλογραφούσαν με τους ανθρώπους τους στο χωριό μας, όπως θυμάμαι, ο Armado που είχε ο γείτονάς μου Γιάννης Γρ. Τσιλιώνης.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου