ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Φοιτητές και νεαροί πολεμιστές στις μάχες του 1878

φοιτητές-και-νεαροί-πολεμιστές-στις-μ-564797

Του Αριστείδη Παπαδόπουλου

Η μαχόμενη στον απελευθερωτικό αγώνα Ελλάδα, έχει να δείξει πολλές σελίδες συμμετοχής νεαρών αγωνιστών στις εκάστοτε μάχες. (βλ. Ιερός Λόχος – Δραγατσάνι)

Τέτοιοι νεαροί σπουδαστές στα 1878, ξεκίνησαν απ’ το Πανεπιστήμιο της Αθήνας κι ήρθαν στο Πήλιο και τη Θεσσαλία ν’ αγωνιστούν.

Στο Πανεπιστήμιο είχε δημιουργηθεί μετά τον Όθωνα, κάποια οργάνωση των φοιτητών που εξελίχτηκε σε ένοπλη φρουρά της Αθήνας κ.λπ. Κάποια στιγμή διαλύθηκε, αλλά στα 1874 ανασυστάθηκε. Στα 1876 ετοιμάστηκε η «φοιτητική φάλαγξ» για να βοηθήσει στρατιωτικά τους υπόδουλους Έλληνες. Είχε στρατιωτική οργάνωση σε λόχους κ.λπ. με αρχηγό καθηγητή εκλεγμένο.

«Χθες εγένοντο αι εκλογαί των αξιωματικών του β΄ λόχου της Φάλαγγος του Πανεπιστημίου […] Εξελέχθησαν δε λοχαγός μεν ο καθηγητής της χειρουργικής κ. Αρεταίος, επιλαχόντων των κ.κ. Αφεντούλη και Φιλίππου Ιωάννου …» (εφημερίδα Στοά, Αθήναι 12-1-1876)

Σήμερα λένε, πως η τότε φάλαγγα ήταν προάγγελος των τωρινών φοιτητικών οργανώσεων.

Αυτή η φάλαγγα πέρασε στη σκλαβωμένη Θεσσαλία (Αλμυρός-Πήλιο), βοηθώντας τον αγώνα των επαναστατών. Στην τελευταία (πριν την προσάρτηση) εξέγερση του Πηλίου (Ιανουάριος-Μάρτιος 1878) και στις μάχες της Μακρινίτσας, οι εθελοντές-νεαροί μαχητές, έχουν γραφτεί στην Ιστορία του τόπου με ανεξίτηλα γράμματα!

«…τας απωλείας (από τη μάχη στον Πλάτανο Αλμυρού) ανεπλήρωσαν αφικόμενοι περί τους 25 έλληνες φοιτηταί υπό τον καθηγητήν Ν. Νικολαΐδην, αξιωματικόν και μαθηματικόν, διαπρέψαντα και εν τη Κρητική επαναστάσει του 1867» ( Παναγ. Κυριακίδης, ακριβής εξιστόρησις γεγονότων τινών προς συμπλήρωσιν των σελίδων της Θεσσαλικής Επαναστάσεως του έτους 1878 κλπ.- Κέρκυρα 1895)

Ο τότε εθελοντής-αγωνιστής και φοιτητής του πανεπιστημίου Παναγιώτης Γ. Πολίτης (αργότερα δικηγόρος Βόλου, δημοσιογράφος, πολιτευτής, δημ. Σύμβουλος Παγασών και αδελφός του μεγάλου καθηγητή Νικ. Πολίτη) στα «απομνημονεύματα περί της τελευταίας εν Θεσσαλία επαναστάσεως»- Αθήνησιν 1879, αφιερώνει πολλές σελίδες στην «πορεία» των εθελοντών από την Αθήνα ως τον Αλμυρό και το Πήλιο. Επίσης στο τέλος του βιβλίου, δίνει έναν κατάλογο «των εν τω σώματι του Ν. Χ. Νικολαΐδου ανδρών» από τον Ιανουάριο ως τον Μάρτιο του 1878.

Αλλά κι η «υποδοχή» τους από τους ντόπιους ελεύθερους Έλληνες -ειδικά των μεθοριακών τότε περιοχών- δεν ήταν και η καλύτερη! Εξαίρεση αποτέλεσαν οι Πηλιορείτες, που φιλοξένησαν και περιποιήθηκαν τους νεαρούς σπουδαστές-αγωνιστές.

«Εκφράζομεν δημοσία τας ευχαριστήσεις μας εν γένει προς τον ελληνικόν στρατόν, ιδία δε προς τους κ. κ. …. αξιωματικούς του πεζικού, και τους ….. υπαξιωματικούς, διά τας περιποιήσεις, ας επεδαψίλευον εφ’ ημών δεομένων και του ελαχίστου και υποβλεπομένων ως ελεεινών όντων υπό των κατοίκων των ελληνικών πόλεων και χωρίων, ά διερχόμεθα μεταβαίνοντες εις Θεσσαλίαν και επανερχόμενοι.

Οι επανελθόντες εκ Θεσσαλίας φοιτηταί οπλίται υπό τον κ. Ν. Νικολαΐδην». (εφημ. ΕΘΝΙΚΟΝ ΠΝΕΥΜΑ, Αθήναι 30-3-1878).

Είναι ίσως γνωστός ο τραυματισμός κι ο θάνατος του 16χρονου νεαρού αργαλαστιώτη μαθητή, Απόστολου Παπαϊωάννου.

«Ο εν τη μάχη της Μακρυνίτσης πληγωθείς δεκαεξαετής νέος Απόστολος Παπαϊωάννου, όστις έφθασε μέχρι του τουρκικού πυροβόλου, απεβίωσε την 16 Φεβρουαρiου εν τω νοσοκομείω του Βώλου, εν ω ενοσηλεύετο. Η είδησις του θανάτου του παρήγαγε μεγίστην συγκίνησιν πάσι τοις εν Βώλω χριστιανοίς.

Ο νεκρός τού νεαρού ήρωος είχε κατατεθή εν τω ναώ όπου πλήθος άπειρον δι’ όλης της ημέρας συνέρρεεν όπως ασπασθή και θαυμάση συγχρόνως αυτόν.

Μετά μεσημβρίαν πλεiσται κυρίαι της ανωτέρας τάξεως προσήλθον επί του φερέτρου, η δε δεσποινiς Στυλιανή Αντωνιάδου εν ονόματι αύτών επί της κεφαλής τού νεκρού στέφανον εκ δαφνης φέροντα λευκάς και κυανάς ταινίας μετ’ επιγραφών καταλλήλων.

Την 3 ώραν μ.μ. της επιούσης εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία, ης ην παρήσαν πλήθος λαού αμφοτέρων των φύλων. Λυγμοί ηκούσθησαν πανταχού του ναού, ότε ο ιερεύς έψαλλε το «δεύτε τελευταίον ασπασμόν». Ακολούθως προπορευομένης της μεγάλης σημαiας του ναού και σύμπαντος του κλήρου συνώδευσαν τον νεκρόν άπαντες μέχρι του νεκροταφείου.

Ότε το πλήθος έφθασεν εις το νεκροταφείον κράτος όπλων ηκούσθη εκ του λόφου το Σταυρού• τούτον παρηκολούθησε δεύτερος παρατεταμένος εκ του λόφου Πορταριάς. Καθ’ ην δε στιγμήν ο νεκρός εναπετίθετο εις τον τάφον έτερος κρότος ηκούσθη εκ του λόφου Σαρακηνού. Ήσαν οι συμμαχηταί τού νεκρού αποδίδοντες μακρόθεν τας δικαίας και εμπρεπούσας τιμάς εις ύπαρξιν ευγενή και vεαράv εκουσίως θυσιασθείσαν εις τον βωμόν τής ελευθερίας». (εφημ. ΕΘΝΙΚΟΝ ΠΝΕΥΜΑ, Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 1878).

Απ’ τους πρώτους επίσης νεκρούς εθελοντές φοιτητές, ήταν οι Θ. Χριστόδουλος από το Ξηροχώρι, Δημ. Στρατηγόπουλος από τη Μάνη (Γραμματέας του Λεων. Πλατούτσα), Σ. Οικονομόπουλος και άλλοι. Μεταξύ αυτών «ο Αδαμ. Κυριακόπουλος συγκαταλέγεται τοις ενθουσιώδεις εκείνοις νεανίσκοις […] οίτινες καθαγίασαν δι’ ενδόξου θανάτου και πολυτίμου αίματος τους εις το εφεξής ιστορικούς βράχους της Μακρυνίτσης» ( Παναγ. Κυριακίδης, «ακριβής εξιστόρησις γεγονότων τινών κ.λ.π» – Κέρκυρα 1895.)

«…ενίοτε μετημφιεσμένος εισήρχετο από του επαναστατικού στρατοπέδου εις Βώλον, καταμετρών και κατασκοπεύων την εχθρικήν δύναμιν, πολλάκις δ’ εζήτησε να τω προμηθεύσωσι νηορρήχτην, όπως εν ώρα νυκτός επιβαίνων λέμβου επιχειρήση την καταστροφήν τού εv τοις ύδασι του Βώλου ορμούντος τουρκικού θωρηκτού…» (Σεϊζάνης Μιλτιάδης, Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ και η επανάστασις του 1878 εν Μακεδονία, Ηπείρω και Θεσσαλία, εν Αθήναις 1878)

Ο γνωστός ζαγοριανός Θεόδωρος Αφεντούλης, (καθηγητής Φαρμακολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου, Δ/ντής του Ζάνειου Νοσοκομείου στον Πειραιά και θερμός υποστηρικτής των επανάστασεων του Πηλίου στα 1854 και 1878) στο μνημόσυνο του Κυριακόπουλου, έβγαλε λόγο λέγοντας:

«…Από τους πρώτους, όπου εσκίρτησαν εις την κραυγήν σου, Ελευθερία, ήταν και ο Διαμαντής τού Κυριακοπούλου, μαθητής 18 χρονών, χλωμός, αδύνατος, σιωπηλός καί θεοφοβούμενος. […] Εμαρτύρησεν ο υιός του θεού διά την αλήθεια, διά την ελευθερία της ψυχής από της πλάνης τού κόσμου τούτου.

Εμαρτύρησε και ο υιός του ανθρώπου διά την ελευθερία της πατρίδος του από τη σκλαβειά. […] Τούτος, ο υιός του ανθρώπου, ήκουσε το κραύγασμα της ελευθερίας, γονάτισε μπροστά στον πατέρα του, και απεκδυθείς πάσαν αδυναμίαν άνθρώπου, είπε χωρίς να δακρύση:

Πατέρα, κλαις; αναχωρώ,

Να μ’ ευχηθής γυρεύω,

-Ένα παιδί σε υστερώ!

Μα δω να ζήσω δεν μπορώ

Τυράννους να δουλεύω.

και τρέξας ο Αδαμάντιος όπου του έγνεφεν η ελευθερία μας εδίδαξεν, ότι αν ήναι σημείον, όπου ο άνθρωπος συμπίπτη με τον θεόν είναι όταν ως ε θ ε λ ο ν τ ή ς σκοτώνεται διά την πατρίδα …» (Σεϊζάνης Μιλτ. Η πολιτική της Ελλάδος κ.λπ).

Κι ένα ελεγείο από την εποχή εκείνη του Γ. Μυλωνά:

«Εις πεσόντα νέον εν τη μάχη της Μακρυνίτσιας του 1878

Μικρό μικρό αγάπησε

τη μούσα και τον Άρη

και τραγουδώντας έπεσε

τ’ άξιο παλληκάρι.

Η μάννα το εγέννησε

σε χώρα σκλαβωμένη

και την πατρίδα τ’ ήθελε

να δη λευτερωμένη.

Πρώτο στη μάχη έτρεξε

και πρώτο στο κανόνι

κι ανδρειωμένο άφοβο

μέσ’ τη φωτιά ζυγώνει.

Και πέφτει δεκοχτώ χρονών

για τη γλυκειά πατρίδα

το μαθητούδι τ’ άξιο

το νιο του Λεωνίδα.

Μόν’ ένα δάκρυ χύσατε

δεν θέλουν αυτοί άλλο

αν ευτυχείς τον θάνατο

βρίσκουν τόσο μεγάλο.

«Η μάχη του Σαρακηνού» Έργο του Γιάννη Ραφανίδη (1858-1888) (Δημοσίευση Φώτης Βογιατζής)

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου