ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Θείες Συνεντεύξεις

θείες-συνεντεύξεις-595743

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Σήμερα, μια απέραντη θλίψη σφραγίζει, τόσο τη στάση μου όσο και τη σκέψη μου. Ξέρω ότι στο βάθος όλων των πραγμάτων υπάρχει η θλίψη, όπως στο τέρμα όλων των ποταμών η θάλασσα. Άνοιξα τα «Άπαντα» του Παπαδιαμάντη και διαβάζω επιλεκτικά. Μ’ επηρεάζει πολύ το ύφος του. Διαβάζω ξανά τη «Φόνισσα» και τη «Στρίγγλα μάννα». Ομολογώ πως και τα δύο αυτά κείμενα με οδηγούν στην έξαρση, τροφοδοτώντας τη φυσική μου μελαγχολία και δίνοντας στα πράγματα μεταφυσικές και κοσμικές αιτιολογίες. Γενικά, ο Παπαδιαμάντης με κάνει να ονειροπολώ, να αυτοεγκαταλείπομαι, να αποπροσωποποιούμαι και ν’ αγαπώ τη φύση μέχρις εκστάσεως.

Το παν στο έργο του δεν είναι παρά ψυχική κατάσταση. Και η φύση δεν είναι παρά ο λόγος, το διαλεκτικό ξετύλιγμα κάθε σκέψης, που περιέχεται στην άπειρη θεία σκέψη. Διαβάζοντας Παπαδιαμάντη (όσοι τον αγαπούμε) αισθανόμαστε τη βαθιά αυταπάτη, που είναι ολόκληρη η ατομική μας ζωή. Αισθανόμαστε να ζει μέσα μας μια ανεξερεύνητη σκέψη: ψάχνουμε, δοκιμάζουμε, γευόμαστε, αγκαλιάζουμε το μηδέν και την απεραντοσύνη. Ασπαζόμαστε το άκρον των ενδυμάτων του Θεού και τον ευχαριστούμε για το ότι είμαστε πνεύμα και για το ότι είμαστε ζωή. Αυτές οι στιγμές είναι θείες συνεντεύξεις, όπου λαμβάνουμε τη συνείδηση της αθανασίας. Από μικρός, ο Παπαδιαμάντης ζωγράφιζε Αγίους, για να γίνει κι αυτός στη ζωή μας Άγιος: ο Άγιος των ελληνικών γραμμάτων.

Το 1911, ζώντας τους τελευταίους μήνες της ζωής του, ασκητικά και μέσα σε βαθιά θεοσέβεια, αδυνατώντας πια να σηκώσει το βάρος της πένας του, θα ένιωσε, πιστεύω, την ανάγκη να ασπαστεί τον άνθρωπο, την ψυχή, τα πράγματα, το Θεό, το σύμπαν. Σ’ αντιστάθμισμα, όμως, αυτού του θλιβερού ασπασμού, οι μαρτυρίες φιλίας κι ενδιαφέροντος αφθονούσαν. Του έστειλαν άνθη, γράμματα, δείγματα φιλίας και λατρείας.

Και η «Χαδούλα εθαύμασε πως, ενώ η μητέρα της ολοφάνερα την είχε ιδεί να κάμνει τα ριψοκίνδυνα κείνα νεύματα, δια πρώτην φοράν εις την ζωήν της, όταν ευρέθησαν μόναι, δεν της έδωκεν ούτε νυχιές, ούτε τσιμπιές, ούτε δαγκωματιές, πράγμα το οποίον, άλλως, συχνά συνείθιζε». Την καημένη τη Χαδούλα θα τη συμπονούμε, πάντα, για τα βάσανά της. Την αχάιδευτη Χαδούλα!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου