ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Καλημέρα», άνθρωπε!

καλημέρα-άνθρωπε-651340

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Χαμογελώντας λέμε «καλημέρα», κάθε πρωί, σε κάθε διαβάτη που συναντάμε. Λέμε «καλημέρα» σε κάθε περαστικό, που περιδιαβάζει, ενώ, αρχικά, βγήκε για τις δουλειές του. Εξακολουθούμε να λέμε «καλημέρα», έστω κι αν ξέρουμε πως είναι διαβατικά τ’ ανθρώπινα, σαν ποταμού νερό. Η άγνοια βασιλεύει. Οι φτωχοί εραστές ίσως δεν κάνουν ό,τι τους αρέσει. Η ζωή τους, κάθε βάτος κι αγκάθι, που τους θυμίζει αγίους. Οι άνθρωποι δεν είναι ακόμα έτοιμοι να μοιραστούν τον πανάρχαιο τρόμο. Οι εξουσιαστές, που νόμιμα αμείβονται, αρπάζουν τα όνειρα των νέων. Οι ξύπνιοι και οι κοιμισμένοι, δεν βρίσκουν πια ησυχία. Οι «εκλεκτοί» δεν θεραπεύονται, παρόλο που επτά μέρες προσεύχονται κι ασπάζονται τα άγια λείψανα.

Κι όμως εμείς, προκλητικά, χαμογελώντας, τους λέμε «καλημέρα», κάθε πρωί. Ναι, ναι, για τα πάντα είχαμε ελπίσει και για τα πάντα απελπιστήκαμε: Τη ζωή, τον έρωτα, τη φιλία, τη λήθη, τον ύπνο, τη δύναμη και την αδυναμία. Δεν μας γνωρίζει πια κανείς. Και δεν γνωρίζουμε κανέναν. Όλοι αλλάξαμε διεύθυνση. Εμεινε, όμως, η «καλημέρα», σαν κάποια πραγματικότητα για να τη βρούμε, που θα μπορούσε και μόνη της να’ ρθει αύριο, μπορεί κι απόψε. Ίσως εδώ ήταν κιόλας, μόνο που κάποιοι την έκρυψαν. Δεν πειράζει, εμείς θα τους λέμε, πάντα, «καλημέρα».

Αλίμονο! Αυτή την «καλημέρα» θα την επαναλαμβάνουμε συνεχώς και βαλς θα την χορεύουμε. Δεν μας γνωρίζει πια κανείς, κανείς δεν ποθεί το βλέμμα μας να συναντήσει. Εμείς, όμως, θα λέμε «καλημέρα». Κι ας αργήσαμε. Αλλά θ’ αργήσει επίσης να γεννηθεί, αν γεννηθεί ποτέ, ο άνθρωπος, που θα μας ακούσει. Δεν μας γνωρίζει πια κανείς. Τ’ όνομά μας, ο ίσκιος μας έγιναν λύκοι, που ουρλιάζουν μέσα στη νύχτα. Αλλά εμείς ακούμε τα ουρλιαχτά τους και, ξαφνικά, μέσα στο ηλιόφως, με μάτια που βλέπουν τα πάντα γύρω τους, αληθινά, και με καρδιές που έμαθαν ν’ αγαπούνε, θα λέμε «καλημέρα». Το πρόβλημα λοιπόν, που λογαριάζουμε είναι, από το «εγώ», να πάμε στο «εμείς». Ω άνθρωπε, ποιος είσαι; Πες μας, μια και δεν σε φέρνει ο νους μας, ούτε στη γη, ούτε στον ουρανό. Κι η σκιά σου, πες μας, πόσο χώρο πιάνει; Ποιο φως την άπλωσε κι έφτασε ως εμάς; Για μίλα πια; Από πού έρχεσαι και ποιος, τέλος πάντων, σε στέλνει; Για κανέναν και για τίποτε μη μένεις μοναχός, μοναχικός κι αγνώριστος. «Καλημέρα», Ανθρωπε!

Αν υπάρχει ένας Ελληνας συγγραφέας, που ασχολείται στο έργο του με τον Άνθρωπο (κι όχι με τους ανθρώπους), αυτός είναι ο Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος, σε κάθε νέο έργο που γράφει, νιώθει πως βγαίνει από το ζωντανό οργανικό δέσιμό του με τον κόσμο. Η στάση του, η αισθητική του αντίληψη, η ηθική ποιότητα της φωνής του, όλα, εξαρτώνται από έναν βαθύτερο πολιτισμό και ανθρωπισμό, που καλλιεργεί μέσα του για τον Ανθρωπο, όχι για τους ανθρώπους. Τον άνθρωπο συλλογίζεται πάντα, με θερμότητα, την εκπύρσωση και την αναγέννησή του. Τον άνθρωπο πονάει, γι αυτόν μάχεται, όχι για τους άθλιους, τους τιποτένιους ανθρώπους. Άλλωστε, η ουσία τού ελληνικού πολιτισμού διασώζεται και είναι διάχυτη στον ευρωπαϊκό χώρο. Είναι, τελικά, η ουσία αυτή, η πεμπτουσία, για την οποία ο πολιτισμός μας αγωνίζεται να μη χαθεί, να μη παραμορφωθεί, αλλά να μετουσιωθεί σε πράξεις, που θα διασώσουν τον ανθρώπινο αγώνα, αλλά ίσως και το βαθύτερο νόημα της τέχνης. Λοιπόν, «Καλημέρα» Ανθρωπε!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου