ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Εκκλησιαστική γλώσσα και μεταφράσεις

εκκλησιαστική-γλώσσα-και-μεταφράσει-683566

Του Νίκου Ε. Σακαλάκη – Μαθηματικός

Αναμφίβολα, μόνο ο άνθρωπος έχει την ικανότητα κατασκευής μέσων επικοινωνίας (προφορικός και γραπτός λόγος).

Με τη λογική του και τη βοήθεια της γλώσσας μπορεί να διατυπώνει ορθά το περιεχόμενο της σκέψης του.

Οι λέξεις και οι μαθηματικοί συμβολισμοί (και όχι μόνο) εκφράζουν τη λογική μας βεβαιότητα, ότι η σκέψη μας εκφράζει την πραγματικότητα. Είναι παγκοσμίως ομολογημένο, ότι η Αρχαία Ελληνική γλώσσα ενεργοποιεί σε μέγιστο βαθμό τα περισσότερα τμήματα του εγκεφάλου.

Η Αρχαία Ελληνική είναι το πιο λεπτό και πολύτιμο εργαλείο στην προσπάθεια να αποδώσουμε καθαρότερη την εικόνα της πραγματικότητας.

Δεν είναι τυχαίο γεγονός, ότι όλη σχεδόν η θεολογική ροή της Θείας Αποκαλύψεως έχει κρυσταλλωθεί στα Ελληνικά κείμενα της Αγίας Γραφής και στα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Ιεροί υμνωδοί έχουν διηθήσει τον θεολογικό τους λόγο μέσα από τα αλλεπάλληλα στρώματα της Αρχαίας Ελληνικής. Έτσι δημιουργήθηκε η Εκκλησιαστική γλώσσα. Δεν εκφράζουμε μια υπεροχική εθνική σκέψη. Απλά υπάρχει μια νομοτέλεια: το ανθρώπινο μυαλό μεταβαίνει συνεχώς από στοιχειώδεις και απλούστερες μορφές επικοινωνίας σε όλο και πιο σύνθετες, περίπλοκες και ανεπτυγμένες μορφές της.

Μια τέτοια ανεπτυγμένη μορφή είναι και η Αρχαία Ελληνική γλώσσα. Δεν είναι η γλώσσα αυτή ένα πρώτο απλό παράγωγο της ανθρώπινης, διανοητικότητας αλλά περικλείει μέσα της μια διαφορετική, ανώτερη ποιοτικά και καθολικώτερη έκφραση του ανθρωπίνου λόγου. Με τη βοήθειά της αποδίδονται τέλεια οι εντυπώσεις των αισθήσεων, η επιστημονική εμπειρία, οι θεολογικές έννοιες και, τέλος, η παραγωγή κρίσεων καθολικού κύρους. Ισχύει γι’ αυτή: «παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστικαταβαίνον από του πατρός των φώτων» (Ιακ. α΄, 16-17).

Η Εκκλησιαστική γλώσσα εκφράζει όχι μόνο τη σκέψη αλλά και το βίωμα της Εκκλησίας.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τονίζει σχετικά: «Ουδεμίαν… λέξιν η καθ’΄ημάς θεολογία φέρει μη δια θείας αποκαλύψεως την αρχήν εκπεφρασμένην (ειρημένην)» (Συγγράμματα 1, 130).

Ο Μέγας Αθανάσιος για την διαφύλαξη του αρχαίου κειμένου υπογραμμίζει: «Μη περιβαλλέτωμέντοι τις αυτά τοις έξωθεν πιθανοίςρήμασι, μηδέ πειραζέτω τας λέξεις μεταποιείν ή όλως εναλλάσσειν·αλλ’ ούτως ατεχνώς τα γεγραμμένα λεγέτω και ψαλλέτω, ώσπερ είρηται» (Β.Ε.Π.Ε.Σ. 32,28).

Σ’ άλλο σημείο παρατηρεί: Είναι τολμηρόν το «επινοείν επί τούτων καινοτέρας λέξεις, παρά τας των Γραφών» (Β.Ε.Π.Ε.Σ. 33,106).

Και συνεχίζει: «Φοβηθήτω ο τοιούτος μή, φεύγων το υπό της Γραφής λεγόμενον, εμπέση εις ατοπίαν» (Β.Ε.Π.Ε.Σ. 30,308).

Εξηγεί ο Μ. Αθανάσιος και το γιατί: « Όσω γαρ των αγίων ο βίος βελτίων των άλλων εστί, τοσούτω και τα παρ’ αυτών ρήματα των παρ’ ημών συντιθεμένων βελτίονα και ισχυρότερα αν τις είποι δικαίως» (Β.Ε.Π.Ε.Σ. 32,28).

Ένα μεγάλο τμήμα των ομιλιών του Ι. Χρυσοστόμου, διάσπαρτο βέβαια, είναι αφιερωμένο εις τα «περί της αναγνώσεως των Γραφών».

Εκεί αναλύει ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας τις βαθύτερες και καθολικώτερες αιτίες της πνευματικής υστέρησης των Χριστιανών.

Γνωρίζοντας τη φύση της πνευματικής ακηδίας δεν προτείνει αλλαγή της γλώσσας των κειμένων αλλά προτρέπει τους πιστούς σε συνειδητό πνευματικό αγώνα.

«Ου νοείς τα εγκείμενα; Πως γαρ δυνήσηνοήσαι ποτέ, μηδέ απλώς εγκύψαι βουλόμενος;»

Δηλ. δεν κατανοείς τα κείμενα; Πως θα μπορέσεις να τα κατανοήσεις, αφού δεν θέλεις ούτε ν’ ασχοληθείς μ’ αυτά;

Και συνεχίζει: «καν μη δυνηθής τη συνεχεία της αναγνώσεως ευρείν το λεγόμενον, βάδισον προς τον σοφώτερον, ελθέ προς τον διδάσκαλον, ανακοίνωσαι περί των ειρημένων, πολλήνεπίδειξαι την σπουδήν· καν ίδη σε ο Θεός τοσαύτη τη προθυμία, ου περιόψεται σου την αγρυπνίαν και την φροντίδα, αλλά καν άνθρωπος μη διδάξη το ζητούμενον, αυτός αποκαλύψει πάντως».

Και αν δεν μπορέσεις με τη συχνή ανάγνωση να κατανοήσεις αυτό που λέγεται, πήγαινε στο πιο μορφωμένο, έλα προς τον διδάσκαλο, μίλησέ του γι’ αυτά που διάβασες, δείξε μεγάλο ενδιαφέρον· κι αν δή ο Θεός ότι έχεις τόση μεγάλη προθυμία, δεν θα περιφρονήσει την αγρυπνία και τη φροντίδα σου, αλλά κι αν άνθρωπος δεν σου διδάξει το ζητούμενο, οπωσδήποτε θα σου αποκαλύψει ο ίδιος (Ε.Π.Ε. 25, 482-486 εις τον πτωχόνΛάζαρον, λόγος Γ΄).

Στην θεωρητική περίπτωση που αντικατασταθεί η λατρευτική γλώσσα των ιερών ακολουθιών με γλώσσα πιο απλή, τότε η συλλογική πνευματική αμέλεια θα δημιουργήσει νέες αντιρρήσεις και θα εκφράσει άλλες πνευματικές δυσκολίες κατανόησης!

Η πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, μέσα από την Πατερική σοφία, βεβαιώνει πως κάθε άνθρωπος έχει πνευματικές ελλείψεις. Εάν υπάρχει όμως αυθεντική πνευματική ζωή με οδηγό τούς Πατέρες της Εκκλησίας, τότε έρχεται ο φωτισμός του Θεού και με την Ορθόδοξη άσκηση ο άνθρωπος εισέρχεται στην όντως ζωή και κατανοεί το Μυστήριο της Εκκλησίας χωρίς να «βλέπει» προβλήματα στους κληρικούς ή στην Εκκλησιαστική τάξη ή στην Εκκλησιαστική γλώσσα.

Εάν όμως η ψυχή του ανθρώπου κατακλύζεται ως φρόνημα με φιλοσοφίες, με πολιτικές ιδεολογίες, με ηγετικές κοσμικές φυσιογνωμίες, με χριστιανικές αιρέσεις, με δημόσιες σχέσεις και οικονομικά προβλήματα ή με άλλες ενδοκοσμικές δραστηριότητες, τότε ο χρόνος δεν οργανώνεται κατά το συμφέρον της ψυχής.

Άμεση συνέπεια είναι η λειτουργία της ανθρώπινης υπάρξεως με όρους «φυσικούς», με όρους «λογικούς», που δημιουργούν σκέψεις αμφιβολίας για το Θεό, για την Εκκλησία, για τη λατρεία της για το ήθος της.

«Παρακαλώ όμως να δυναμώσετε την προσευχή σας και να παρακολουθείτε με ακρίβεια αυτά, τα οποία λέμε, αφού πρώτα διώξετε κάθε βιοτική μέριμνα» (Ι. Χρυσόστομος Ε.Π.Ε. 8-12).

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου