ΔΙΕΘΝΗ

Εκκλήσεις για απολογισμό ευθυνών στην CIA μετά την έκθεση-κόλαφο

εκκλήσεις-για-απολογισμό-ευθυνών-στη-757049

Ο ΟΗΕ και υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ζήτησαν να ασκηθούν διώξεις εναντίον Αμερικανών αξιωματούχων μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης της Γερουσίας για τα βασανιστήρια που χρησιμοποιούσε η CIA στη διάρκεια ανακρίσεων υπόπτων για τρομοκρατία -πράγμα που το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης δεν θεωρεί πιθανό.

Παράλληλα, ενώ Τζορτζ Μπους και Ντικ Τσένι -επί εποχής των οποίων γίνονταν τα όσα περιγράφονται στην έκθεση- υπερασπίστηκαν τις πρακτικές της υπηρεσίες, πρώην αξιωματούχοι της CIA ξεκίνησαν «εκστρατεία αντεπίθεσης» με επιχείρημα πως οι τακτικές ήταν αναγκαίες για την αποτροπή επιθέσεων.

«Η έκθεση επιβεβαιώνει αυτό που η διεθνής κοινότητα γνώριζε», επεσήμανε ο Μπεν Έμερσον, ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης αυτής από την Επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας σχετικά με τις προωθημένες μεθόδους ανάκρισης που χρησιμοποιούσε η CIA μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001.

«Μια πολιτική που ξεκάθαρα ενορχηστρώθηκε από τα υψηλά κλιμάκια της κυβέρνησης του (πρώην προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Ου.) Μπους και επέτρεψε τη συστηματική διάπραξη εγκλημάτων και κατάφωρων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», πρόσθεσε.

«Τώρα έχει έρθει η ώρα να αναληφθεί δράση. Τα πρόσωπα που ευθύνονται για την εγκληματική συνομωσία που αποκαλύφθηκε με τη σημερινή έκθεση πρέπει να προσαχθούν στη δικαιοσύνη και πρέπει να τιμωρηθούν ανάλογα με τη σοβαρότητα των εγκλημάτων τους», υπογράμμισε ο Έμερσον.

«Είναι μια σκανδαλώδης έκθεση και είναι αδύνατο να την διαβάσει κανείς χωρίς να νιώσει αγανάκτηση για το γεγονός ότι η κυβέρνησή μας διέπραξε αυτά τα ειδεχθή εγκλήματα», εκτίμησε ο Άντονι Ρομέρο, ο γενικός διευθυντής της Αμερικανικής Ένωσης Ατομικών Ελευθεριών (ACLU).

«Οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης που ενέκριναν τις παράνομες αυτές πρακτικές θα πρέπει να λογοδοτήσουν», συνέχισε.

Παρόλα αυτά οποιαδήποτε δίωξη μοιάζει ελάχιστα πιθανή. Αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης που δεν κατονομάστηκε επεσήμανε ότι από το 2009 έχουν διεξαχθεί δύο έρευνες για τις κακοποιήσεις κρατούμενων, οι οποίες δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν επαρκή στοιχεία για την απαγγελία κατηγοριών.

Η έκθεση της Γερουσίας δεν παρουσιάζει «καμία νέα πληροφορία» για τους ερευνητές, πρόσθεσε ο αξιωματούχος αυτός.

Σύμφωνα με οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η έκθεση της Γερουσίας αποδεικνύει ότι η CIA χρησιμοποίησε τεχνικές που παραβίαζαν επανειλημμένα τους διεθνείς κανόνες και τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.

Το πρόγραμμα «είχε λάβει το πράσινο φως γα να διαπράττει χωρίς τιμωρία όσα το διεθνές δίκαιο για τα βασανιστήρια και τις εξαφανίσεις χαρακτηρίζει εγκλήματα», σχολίασε ο Στιβ Χόκινς, γενικός διευθυντής του αμερικανικού παραρτήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.

«Έχει έρθει η ώρα να αποδοθούν ευθύνες, αλλά και να διεξαχθεί μια ολοκληρωμένη έρευνα, να ασκηθούν διώξεις και να υπάρξουν αποζημιώσεις για τα θύματα», πρόσθεσε ο Χόκινς.

Ο Κένεθ Ροθ, γενικός διευθυντής του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπογράμμισε ότι «τα βασανιστήρια θα παραμείνουν μια “πολιτική επιλογή” για τους επόμενους προέδρους, αν αυτό το σημαντικό παράδειγμα αναζήτησης της αλήθειας δεν οδηγήσει στην προσαγωγή των υπευθύνων στη δικαιοσύνη».

Παρόλα αυτά ο Ροθ επεσήμανε ότι η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα τερμάτισε πολλές από τις πρακτικές που περιγράφονται στην έκθεση.

Η ACLU κάλεσε μάλιστα την κυβέρνηση Ομπάμα να λάβει μέτρα «για να διασφαλίσει ότι οι ΗΠΑ δεν θα βασανίσουν ποτέ ξανά», ορίζοντας έναν ειδικό εισαγγελέα για να ερευνήσει τις καταγγελίες και προχωρώντας σε μεταρρυθμίσεις στη CIA.

Στο Κογκρέσο οι Ρεπουμπλικάνοι εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για τον χρόνο που επιλέχθηκε να δοθεί στη δημοσιότητα η έκθεση αυτή, εκφράζοντας τον φόβο ότι η διαφάνεια θα δώσει τροφή στους «εχθρούς» της Αμερικής και θα προκαλέσει αντίποινα, όπως έγινε μετά τις αποκαλύψεις για τις κακοποιήσεις στην ιρακινή φυλακή Αμπού Γράιμπ το 2004.

«Παρακολουθούμε στενά τους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης», είπε ένα υψηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος. Την ίδια ώρα οι αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις σε όλο τον κόσμο έχουν τεθεί σε υψηλό συναγερμό.

Πάντως οι Δημοκρατικοί κοινοβουλευτικοί υποστηρίζουν μαζικά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, καθώς και κάποιοι Ρεπουμπλικάνοι, όπως ο γερουσιαστής Τζον Μακέιν, ο οποίος είχε υποβληθεί σε βασανιστήρια όταν αιχμαλωτίστηκε στη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ.

«Μερικές φορές είναι δύσκολο να αποδεχθούμε την αλήθεια», σχολίασε μιλώντας στη Γερουσία. «Καμιά φορά χρησιμοποιείται από τους εχθρούς μας για να μας πληγώσει. Όμως οι Αμερικανοί έχουν το δικαίωμα» να την μάθουν, υπογράμμισε ο Μακέιν.

«Σώθηκαν ζωές» λένε πρώην αξιωματούχοι της CIA

Πρώην αξιωματούχοι της CIA, η οποία κατηγορείται σε έκθεση της Γερουσίας ότι μετά την 11η Σεπτεμβρίου και επί χρόνια διέπραττε βασανιστήρια σε βάρος κρατούμενων σε μυστικές φυλακές που ήταν ύποπτοι για τρομοκρατία, προχώρησαν στην αντεπίθεση σήμερα δημιουργώντας τον ιστότοπο CIAsavedlives.com («Η CIA έσωσε ζωές»).

Αυτή η εκστρατεία δημοσίων σχέσεων, ασυνήθιστη για την υπηρεσία κατασκοπείας των ΗΠΑ, δεν έχει στόχο να αμφισβητήσει τα συμπεράσματα της έκθεσης, αλλά να δικαιολογήσει την αποτελεσματικότητα και τη νομιμότητα των προωθημένων μεθόδων ανάκρισης.

Ο ιστότοπος δημιουργήθηκε «από μια ομάδα πρώην αξιωματούχων της CIA».

Το πρόγραμμα κράτησης και ανάκρισης της CIA «είχε την πλήρη έγκριση υψηλόβαθμων αξιωματούχων του Λευκού Οίκου, του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και του υπουργείου Δικαιοσύνης», υποστηρίζουν οι δημιουργοί του ιστότοπου, απαντώντας στα συμπεράσματα της έκθεσης, σύμφωνα με τα οποία η υπηρεσία είπε ψέματα και έδωσε ανακριβείς πληροφορίες τους Αμερικανούς αξιωματούχους, το Κογκρέσο και την κοινή γνώμη της χώρας.

«Τα έγγραφα αποδεικνύουν ότι σε μια περίοδο σοβαρών απειλών εναντίον των ΗΠΑ, το πρόγραμμα ήταν αποτελεσματικό καθώς κατάφερε να σώσει τις ζωές Αμερικανών και συμμάχων τους και να εμποδίσει μια άλλη μεγάλης κλίμακας επίθεση στο αμερικανικό έδαφος», αναφέρει ο πρώην διευθυντής της CIA Τζορτζ Τένετ στον ιστότοπο.

Ένας σύνδεσμος οδηγεί σε ένα άρθρο που υπέγραψαν πρώην επικεφαλής της CIA στην εφημερίδα Wall Street Journal: οι πρώην διευθυντές Τζορτζ Τένετ, Πόρτερ Γκρος και Μάικλ Χέιντεν, καθώς και οι πρώην υποδιευθυντές Τζον Μακλάφλιν, Άλμπερτ Κάλαντ και Στίβεν Κέιπς.

Σε αυτό επισημαίνουν ότι το πρόγραμμα επέτρεψε τη σύλληψη υψηλόβαθμων στελεχών της αλ Κάιντα, την αποτροπή επιθέσεων, αλλά και βοήθησε την υπηρεσία να μάθει πάρα πολλά για το τρομοκρατικό δίκτυο.

Χωρίς τις προωθημένες μεθόδους ανάκρισης, τα πρώην στελέχη της CIA δηλώνουν πεπεισμένα ότι ο Χάλεντ Σέιχ Μοχάμεντ δεν θα είχε ομολογήσει τις πληροφορίες που οδήγησαν στη σύλληψη του Χαμπάλι, του δράστη της επίθεση στο Μπαλί.

«Η σύλληψη αυτών των πρακτόρων της αλ Κάιντα έσωσε χιλιάδες ζωές διότι εμπόδισε τα σχέδιά τους», γράφουν χαρακτηριστικά.

Παράλληλα στον ιστότοπο αναφέρεται η απάντηση των Ρεπουμπλικάνων της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας. Αυτοί, με εξαίρεση μία γερουσιαστή, κατήγγειλαν την επίσημη έκθεση, την οποία συνέταξαν Δημοκρατικοί.

Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ/Reuters/Γαλλικό

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου