ΤΟΠΙΚΑ

Ηταν κάποτε η Πασχαλιά…

ηταν-κάποτε-η-πασχαλιά-496949

ΖΩΝΤΑΝΕΥΟΥΝ ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Νοσταλγικό άρωμα έχουν οι πασχαλινές μνήμες των παιδικών χρόνων δύο συνταξιούχων εκπαιδευτικών, οι οποίοι είναι επίλεκτα μέλη της τοπικής κοινωνίας και γνωστοί για τη συγγραφική τους δεινότητα. Ο Αρχοντής Παντελόπουλος και ο Δημήτρης Κωνσταντάρας – Σταθαράς, μιλούν στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ για τις Πασχαλιές των παιδικών τους χρόνων και ξεδιπλώνουν καρέ – καρέ εικόνες του παρελθόντος, με επίκεντρο την Ευαγγελίστρια της Ν. Ιωνίας. Μιλούν για εποχές δύσκολες και φτωχικές, από τις οποίες δεν έλειπε, ωστόσο, το αίσθημα της αισιοδοξίας και της προσμονής για ένα καλύτερο αύριο. Το ρολόι του χρόνου γυρίζει πίσω, κι η καρδιά πάλλεται στους ρυθμούς της νιότης, με την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο να ζωντανεύει μνήμες νοσταλγικές, που προκαλούν συγκίνηση.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

«Ζούσαμε μέσα στην Εκκλησία το κλίμα των ημερών. Πήγαινα από παιδί στην Εκκλησία, την Ευαγγελίστρια, διότι το σπίτι μου ήταν απέναντι από την Εκκλησία. Ήταν φτωχικά τα χρόνια αλλά δεν αισθάνθηκα ποτέ κατήφεια. Αντίθετα, υπήρχε χαμόγελο και αισιοδοξία», θυμάται ο Δημήτρης ΚωνσταντάραςΣταθαράς, ανατρέχοντας στα παιδικά του χρόνια.

Το αρνάκι που αγόραζαν από τη ζωοπανήγυρη των Παλαιών οι παλιοί Βολιώτες δεν ψήνονταν στη σούβλα, αλλά στον φούρνο, σύμφωνα με την παράδοση των Μικρασιατών. Ελλείψει οικιακών ηλεκτρικών συσκευών, δεκάδες ταψιά πήγαιναν στον φούρνο, για να ψηθεί και να ροδοκοκκινίσει το αρνάκι της Λαμπρής, που ήταν πάντα ο πρωταγωνιστής στο γιορτινό τραπέζι, όπως επίσης και τα κουλουράκια και τα τσουρέκια, ενώ οι κότες της μικρής αυλής τροφοδοτούσαν την οικογένεια με τα αυγά, που βάφονταν κόκκινα τη Μ. Πέμπτη. «Όταν έβαφε η μητέρα μου τα αυγά, κρεμούσε ένα κόκκινο μαντήλι, και το πρώτο κόκκινο αυγό το κρατούσε για το εικονοστάσι και μετά από σαράντα μέρες το ρίχναμε στη θάλασσα», θυμάται ο κ. Κωνσταντάρας.

«Εμείς τότε, σαν παιδιά, συνεχίζεται η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, περιμέναμε από το νονό μας να μας φέρει καινούργια παπούτσια και, πράγματι, ο νονός μου, μου έφερνε παπούτσια και λαμπάδα. Η μητέρα μου, μου έραβε ρούχα, διότι δεν υπήρχαν μαγαζιά για να τα αγοράσουμε, και αυτά που φορούσαμε, τα χαιρόμασταν. Πάντα χαιρόμουνα το Πάσχα».

Η δεκαετία ’40-’50 ήταν πολύ δύσκολη για όλους, αλλά δεν έλειπε το κέφι και το χαμόγελο, ακόμη και στις «μαύρες» περιόδους. Οι μνήμες του κ. Κωνσταντάρα περιστρέφονται γύρω από την Ευαγγελίστρια, τότε που «ο ναός ήταν μικρός, δεν υπήρχαν καθίσματα και γύρω – γύρω ήταν οι παλιές εικόνες που έφεραν οι πρόσφυγες και σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο του Ναού». Οι μορφές των Μικρασιατών ιερέων, του παπά Σωτήρη Σιδηρόπουλου, του παπά Δημήτρη Δημητριάδη, αμφότεροι από την Τραπεζούντα, του παπά Νικόλα από τη Νικομήδεια, κι αργότερα του παπά Κώστα Γεραμπίδη από τη Ζαγορά, κυριαρχούν στις αναμνήσεις του βραβευμένου συγγραφέα και ερευνητή, ο οποίος ανακαλώντας τις εικόνες των παιδικών του χρόνων, ομολογεί ότι «παίρνω δυνάμεις όταν θυμάμαι τα παλιά και λέω “δόξα τω Θεώ, είμαστε καλά”».

Πασχαλιάτικες στιγμές στην προσφυγούπολη

«Πάσχα των Ελλήνων, Ανάσταση στις καρδιές και στη φύση, γίνονται αφορμή να γυρίσουμε τοn χρόνο πίσω, με τη σκέψη μας να δεσμεύεται σε χρόνια περασμένα. Βαθιές αναμνήσεις ζωντανεύουν αυτές της πασχαλιάτικες ώρες, που συνδέονται με την πιο ξένοιαστη περίοδο της ζωής μας. Μνήμες παιδικές στα πάτρια μέρη της Ν. Ιωνίας που το περιεχόμενό τους εναλλάσσεται νοσταλγικά και συναισθηματικά, και προκαλεί κάποια σύγκριση με τα σημερινά χρόνια της ώριμης σκέψης, της υπεύθυνης κοινωνικής συμπεριφοράς και της προβληματικής αντιμετώπισης πολλαπλών υποχρεώσεων. Καταλήγουμε σε συμπεράσματα, που δίνουν ένα θετικό πρόσχημα στα παιδικά και εφηβικά αυτά χρόνια, παρά τις δύσκολες καταστάσεις μιας πέτρινης εποχής: Πληγές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Κατοχή, στερήσεις, εμφυλιακές έριδες και πολλά άλλα, που συνθέτουν αυτή την περίοδο. Με τη γενικότερη αυτή τοποθέτηση για τη συγκεκριμένη περίοδο, ίσως απομακρύνθηκα από το ζητούμενο στην παράκληση και πρόκληση της αγαπητής Γλυκερίας Υδραίου, που εστιάζεται στην καταγραφή πασχαλιάτικων εντυπώσεων. Δεν μπορούσα όμως να αντισταθώ σ’ αυτές τις μνήμες», γράφει ο Αρχοντής Παντελόπουλος.

«Οι αλησμόνητοι γονείς μου, θυμάται ο βραβευμένος εκπαιδευτικός, όπως και όλος ο βασανισμένος κόσμος της πρώτης προσφυγικής γενιάς, μετέφεραν και συντηρούσαν ευλαβικά τις δικές τους αρχές και αξίες του Ιωνικού πολιτιστικού πνεύματος. Εντοπίζοντας αυτές στην πασχαλιάτικη ατμόσφαιρα, καταγράφουμε όσα έρχονται στη μνήμη μου. Η παρακολούθηση των Ακολουθιών όλης της Μεγάλης Εβδομάδας ήταν κανόνας για όλα τα μέλη της οικογένειας. Για μας τους μικρούς, που δεν είχαμε την αίσθηση του πνευματικού αγώνα και της γαλήνης, αυτών των Ακολουθιών, μας κούραζαν και μερικές φορές αντιδρούσαμε. Ιδιαίτερα τη Μεγάλη Πέμπτη. Το “Σήμερα μαύρος ουρανός…” αντηχούσε αυτές τις ημέρες στις γειτονιές απ’ τα παιδιά. Η αγωνία μας για τη λαμπάδα και το δώρο (παπούτσια συνήθως) του νονού ή της νουνάς στο αποκορύφωμα αυτής της ημέρας, που δεν είχε αυτή την υπερβολή του σήμερα. Μας ενδιέφερε η λαμπάδα περισσότερο, που την προβάλλαμε ανταγωνιστικά στους συνομηλίκους μας».

«Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, στην Ανάσταση, περιμέναμε με αγωνία να ακούσουμε το “Χριστός Ανέστη…”, για να τσουγκρίσουμε, με τον αδελφό μου, τα κόκκινα αυγά, που είχαμε μαζί μας και να πάρουμε την πρώτη πασχαλιάτικη γεύση, μαζί με σμυρναίικο κουλούρι της μητέρας μας, ανακουφίζοντας την γαστρονομική μας βουλιμία, από τη στέρηση των ημερών. Απαραβίαστη και χωρίς συμβιβασμούς αρχή της ημέρας του Πάσχα ήταν η οικογενειακή σύναξη, διευρυμένη με όλους τους συγγενείς Την ημέρα εκείνη ήμασταν όλοι μια οικογένεια. Χωρίς καμία απουσία, για ταξίδια, αναστάσιμα σουαρέ, φιλικές συντροφιές και άλλες προκλήσεις της Πασχαλιάς, μακριά από την οικογένεια, όπως σήμερα. Το πασχαλιάτικο μενού ήταν η καθιερωμένη μικρασιάτικη μαγειρίτσα, το βράδυ της Ανάστασης, το αρνί την ημέρα, ψητό στο φούρνο ή στη σούβλα, ανάλογα με τον χώρο που διέθεταν τα προσφυγικά σπίτια.

Το σπίτι μας, στα Πέτρινα του Κουφόβουνου, είχε αυλή μεγάλη και το σουβλίζαμε, απολαμβάνοντας τη χαρά αυτής της διαδικασίας. Αναστάσιμες στιγμές μια εποχής με ρομαντισμό, που νοσταλγικά τις θυμόμαστε», ολοκληρώνεται η αφήγηση του κ. Παντελόπουλου.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου