ΤΟΠΙΚΑ

Παλιοί έμποροι του Βόλου θυμούνται: «Κάποτε ήταν διαφορετική η αγορά»

παλιοί-έμποροι-του-βόλου-θυμούνται-κ-557740

Εποχές νοσταλγικές, με την εικόνα των γεμάτων από κόσμο καταστημάτων να κυριαρχεί, αποτυπώνονται σε τέσσερις παράλληλες αφηγήσεις, με κοινή συνισταμένη τις εκπτωτικές περιόδους του παρελθόντος. Οι «χρυσές» εποχές της τοπικής αγοράς ζωντανεύουν μέσα από την αφήγηση τεσσάρων συνταξιούχων εμπόρων, οι οποίοι ανέπτυξαν αξιόλογη δράση ως επαγγελματίες, για περισσότερα από πενήντα χρόνια. Οι εποχές άλλαξαν, ακολουθώντας κατά πόδας τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, που καθόρισαν τη σημερινή, υποτονική, κατά γενική ομολογία, εικόνα. Οι συνταξιούχοι έμποροι που μιλούν στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, υπογραμμίζουν ότι το στοιχείο που έχει διαφοροποιηθεί κατά βάση, είναι η ψυχολογία του κόσμου, των καταναλωτών, οι οποίοι άλλοτε γέμιζαν ασφυκτικά την Ερμού και τα τοπικά καταστήματα, προκειμένου να επωφεληθούν από την περίοδο των εκπτώσεων.

Ρεπορτάζ : ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

«Ηταν καλύτερα τότε»

Κώστας Καμινάρης, συνταξιούχος έμπορος υφασμάτων: «Γέμιζε η Ερμού από κόσμο που ψώνιζε»

«Τα παλιότερα χρόνια οπωσδήποτε ήταν καλύτερα για την τοπική αγορά, γιατί ο κόσμος κινούνταν, γέμιζαν την Ερμού οι καταναλωτές και αρκετές φορές σχημάτιζαν ουρές έξω από τα καταστήματα» θυμάται ο 80χρονος Κώστας Καμινάρης, συνταξιούχος έμπορος υφασμάτων, ο οποίος βρίσκεται επί εξήντα χρόνια στην αγορά. Ο ίδιος ξεκίνησε να εργάζεται σε ηλικία 17 ετών, αρχικά ως εμποροϋπάλληλος το 1957 στο κατάστημα του Καλαμπαλίκη. Οι εικόνες του παρελθόντος είναι αποτυπωμένες στις σκέψεις και την αφήγησή του, ενώ όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «το μεσημέρι του Σαββάτου όταν σχολούσαν οι εργάτες, γέμιζε η Ερμού από κόσμο που ψώνιζε. Είχε πολύ κίνηση η αγορά στις εκπτώσεις, ο κόσμος ψώνιζε και δεν υπάρχει καμία σύγκριση των παλαιότερων εποχών με τη σημερινή. Πολλοί κατέβαιναν νωρίς το πρωί από τα χωριά και περίμεναν να ανοίξουν τα εμπορικά καταστήματα για να ψωνίσουν. Οι καλύτερες δεκαετίες ήταν μετά το ’73, τότε που είχε ανάπτυξη αγορά». Η σύγκριση του τότε με το τώρα είναι αναπόφευκτη, ενώ όπως υπογραμμίζει ο κ. Καμινάρης εκείνο που διαφοροποιήθηκε «είναι κυρίως η ψυχολογία και η διάθεση του κόσμου», παράλληλα με τις εποχές και τα χρόνια της κρίσης που άφησαν το αποτύπωμά τους στη νέα τάξη πραγμάτων που δημιουργήθηκε.

«Διαφορά όπως η μέρα με τη νύχτα»

Θανάσης Κοντονίνας, πρόεδρος των συνταξιούχων εμπόρων: «Τα καταστήματα αργούσαν να κλείσουν λόγω του κόσμου»

«Ο,τι διαφορά έχει η μέρα με τη νύχτα, έχουν οι εκπτώσεις των παλαιότερων εποχών, σε σύγκριση με τη σημερινή» αναφέρει από την πλευρά του ο 70χρονος Θανάσης Κοντονίνας, πρόεδρος των συνταξιούχων εμπόρων, ο οποίος ξεκίνησε να εργάζεται σε ηλικία 10 ετών στο κατάστημα νεωτερισμών του Λεβή. «Μετά τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, οι εκπτώσεις ήταν η τρίτη περίοδος κατά την οποία είχαμε πολύ δουλειά. Το εικοσαήμερο των εκπτώσεων του Φεβρουαρίου και του Αυγούστου, ο κόσμος έτρεχε να προμηθευτεί φθηνότερα προϊόντα. Τα καταστήματα ήταν γεμάτα από κόσμο και από τα χωριά κατέβαιναν πολλοί στην αγορά. Ο κόσμος έτρεχε να αγοράσει φθηνά είδη και το κάθε κατάστημα φρόντιζε να έχει προμηθευτεί περισσότερα εμπορεύματα για τις εκπτώσεις, για να εξυπηρετηθεί ο κόσμος» όπως αναφέρει ο ίδιος. «Εκείνα τα χρόνια, συνεχίζει ο κ. Κοντονίνας την αφήγηση, ο κόσμος περίμενε ουρά έξω από τα καταστήματα και θυμάμαι ότι εξυπηρετούσα τρεις-τέσσερις πελάτες ταυτόχρονα, και το αφεντικό ήταν μόνο στο ταμείο για να τυλίγει πακέτα και να εισπράττει. Ποιος δεν την νοσταλγεί εκείνη την εποχή. Τα καταστήματα αργούσαν να κλείσουν λόγω του κόσμου. Το Σάββατο κλείναμε γύρω στις 9 το βράδυ, προκειμένου να εξυπηρετήσουμε τους πελάτες. Ο κόσμος είχε χρήματα, ψώνιζε. Σήμερα έχει ξεφύγει το εμπόριο από την παραδοσιακή αγορά και έχει περάσει στις πολυεθνικές εταιρίες». Οι σημερινές εποχές είναι αναμφίβολα δύσκολες και όπως επισημαίνει ο πρόεδρος των συνταξιούχων εμπόρων «με θλίβει αυτή η κατάσταση. Ένα αντικείμενο στοιχίζει όσο άλλο ένα στο συνάδελφο, χωρίς να το έχει πουλήσει. Πώς να ανταπεξέλθει ο επαγγελματίας τη στιγμή κατά την οποία έχουν στερέψει τα χρήματα από τον κόσμο, τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, μειώνονται οι συντάξεις, τα ημερομίσθια, οι τιμές των προϊόντων αυξάνονται, το ίδιο και η φορολογία. Πώς να τα βγάλει πέρα ο επαγγελματίας».

«Δεν έχει διάθεση ο κόσμος»

Γιάννης Γεωργακόπουλος, αντιπρόεδρος των συνταξιούχων εμπόρων: «Ηταν όμορφα τα χρόνια που περάσαμε»

Ο επίσης 70χρονος Γιάννης Γεωργακόπουλος, αντιπρόεδρος και έφορος δημοσίων σχέσεων του Συλλόγου Συνταξιούχων Εμπόρων της περιοχής μας, αναπολεί με νοσταλγία τις παλιές, καλές εποχές, τότε που «ήταν πιο ζωηρή η αγορά και η κίνηση μεγαλύτερη» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. «Υπήρχε η επαφή πελάτη με μαγαζάτορα, υπήρχε το δέσιμο και η θέρμη, που δεν υπάρχει σήμερα. Ήταν όμορφες οι στιγμές που περάσαμε, ήταν όμορφα τα χρόνια που περάσαμε, αλλά δεν θα ξανάρθουν» όπως υπογραμμίζει ο κ. Γεωργακόπουλος. Ανατρέχοντας στην εικόνα της Ερμού κατά το μακρινό παρελθόν, θυμάται «τον κόσμο να κατευθύνεται με σακούλες στα χέρια στο τέρμα της Ερμού, όπου βρίσκονταν το ΚΤΕΛ, για να πάρει το λεωφορείο και να φύγει για το Πήλιο. Υπήρχε πολύ μεγάλη κίνηση τότε και ο κόσμος πολλές φορές σχημάτιζε ουρές στα καταστήματα. Σε μερικά μαγαζιά που ήξερε ότι θα ψωνίσει και καλά και φθηνά προϊόντα, αυτό το φαινόμενο υπήρχε». Η μεγάλη κίνηση του παρελθόντος σήμαινε αυτόματα περισσότερη δουλειά για έμπορους και υπαλλήλους. Πολλά έχουν αλλάξει, ωστόσο, στο πέρασμα του χρόνου και όπως αναφέρει ο συνταξιούχος έμπορος, ο οποίος βρίσκεται επί εξήντα χρόνια στην τοπική αγορά, το στοιχείο που έχει κατά βάση διαφοροποιηθεί είναι η ψυχολογία του κόσμου. «Δεν έχει τη διάθεση ο κόσμος να βγει έξω και να αντικρύσει τη ζωή με χαμόγελο, σημειώνει ο ίδιος. Χαμόγελο δεν υπάρχει σε κανέναν και αυτό έχει ως συνέπεια ο κόσμος να κουμπώνεται και να μην ανοίγεται και να είναι αγκιστρωμένος στον εαυτό του και μόνο. Σήμερα υπάρχει έλλειψη χαμόγελου και έλλειψη χρήματος».

«Κάποτε ψώνιζαν με προγραμματισμό»

Γιώργος Γκιλομανάκης, συνταξιούχος βιοτέχνης: «Πολλοί έρχονταν από την Εύβοια για να ψωνίσουν»

Με ανάλογα συναισθήματα περιγράφει την εκπτωτική εικόνα του παρελθόντος ο 73χρονος Γιώργος Γκιλομανάκης, συνταξιούχος βιοτέχνης, ο οποίος τονίζει μεταξύ άλλων ότι «κάποτε δεν υπήρχαν εκπτώσεις 50 ή 60% όπως συμβαίνει σήμερα. Τότε υπήρχε έκπτωση 10 έως 15%. Ήταν διαφορετικές οι παλιότερες εποχές, διότι τότε δεν τον ένοιαζε τον έμπορο να του μείνει το εμπόρευμα, διότι υπήρχε πολύ κίνηση. Σήμερα κοιτάζει να πουλήσει το εμπόρευμα για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του». Ο κ. Γκιλομανάκης ξεκίνησε να εργάζεται σε ηλικία 13 ετών κοντά στον εμποροράφτη πατέρα του, ο οποίος διατηρούσε κατάστημα στη συμβολή των οδών Ερμού με Κοραή και όπως επισημαίνει «αλλιώς είναι σήμερα οι εκπτώσεις. Δεν έχουν καμία σχέση με την τότε εποχή. Τότε είχε λίγα μαγαζιά η Ερμού, η οποία επεκτάθηκε σταδιακά πέρα από την Ιωλκού. Προς την Κοραή είχε καλά μαγαζιά, όπως οι επιχειρήσεις Ευτυχίδης, Σαμουήλ, αποθήκες υφασμάτων που πουλούσαν χονδρική που έδιναν εμπορεύματα και στα χωριά και διάφορες μικρές επιχειρήσεις». Τα δεδομένα άλλαξαν στο μεταξύ και η σύγκριση είναι αναπόφευκτη, διότι μειώθηκε κατακόρυφα η αγοραστική κίνηση και δύναμη του κόσμου. «Πολλοί έρχονταν από την Εύβοια για να ψωνίσουν, το Πήλιο, τα γύρω χωριά και τα νησιά. Η σημερινή δυστοκία έχει επηρεάσει την αγορά, έχουν μειωθεί οι αγορές και ο κόσμος ψωνίζει περιορισμένα, παρά το γεγονός ότι υπάρχει καταναλωτική διάθεση. Κάποτε ψώνιζαν με προγραμματισμό και το ίδιο βλέπω να επανέρχεται σήμερα, λόγω περιορισμένων οικονομικών και κρίσης», υπογραμμίζει ο ίδιος συνταξιούχος.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου