Μια χώρα που διώχνει τις επενδύσεις

μια-χώρα-που-διώχνει-τις-επενδύσεις-308107

Στη χώρα μας εξακολουθεί να είναι εχθρικό το περιβάλλον για την υλοποίηση όχι μόνο νέων επενδύσεων, αλλά ακόμη και αυτών που καρκινοβατούν εδώ και χρόνια

Όπως συμβαίνει σε κάθε «επικοινωνιακή ακροβασία» της κυβέρνησης, με σκοπό τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας και την παρουσίαση μιας ωραιοποιημένης κατάστασης που απέχει παρασάγγας από αυτό που βιώνει η κοινωνία, έτσι και με το κακοστημένο αφήγημα της ανάπτυξης μέσα από την τόνωση των επενδύσεων και την ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομίας, τα γεγονότα έρχονται να αποδομήσουν τα αίολα επιχειρήματα των επικοινωνιολόγων του Μεγάρου Μαξίμου. Οι κοπιώδεις προσπάθειες του πρωθυπουργού να διαβεβαιώσει την κοινή γνώμη ότι στηρίζει τον ιδιωτικό τομέα και έχει διαμορφώσει το κατάλληλο περιβάλλον για την προσέλκυση επενδύσεων που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, ήρθαν αντιμέτωπες με το διαφαινόμενο ναυάγιο της «Ελληνικός Χρυσός» στη Χαλκιδική και την έκρηξη των ληξιπρόθεσμων χρεών προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία.

Ο πολύπαθος ιδιωτικός τομέας που έχει γονατίσει από τους φόρους, δέχθηκε ένα νέο ισχυρό χτύπημα τον φετινό Ιούνιο, όταν ολοκληρώθηκε η εκκαθάριση των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος και οι φορολογούμενοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια εφιαλτική πραγματικότητα. Πολλοί από αυτούς δεν κατάφεραν να είναι συνεπείς ως προς τη συγκεκριμένη υποχρέωση, με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το κράτος, που πλέον ξεπερνούν τα επτά δισεκατομμύρια ευρώ μέσα στο 2017, ενώ το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων χρεών αγγίζει τα 100 δισεκατομμύρια!

Από την άλλη μεριά, η επαπειλουμένη αποχώρηση των επενδυτών της «Ελληνικός Χρυσός» από τα ορυχεία της Χαλκιδικής έρχεται για να επιβεβαιώσει την εκτίμηση ότι στη χώρα μας εξακολουθεί να είναι εχθρικό το περιβάλλον για την υλοποίηση όχι μόνο νέων επενδύσεων, αλλά ακόμη και αυτών που καρκινοβατούν εδώ και χρόνια. Ούτε καν οι αποφάσεις του κορυφαίου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας δεν γίνονται σεβαστές από την πολιτεία, η οποία αρνείται πεισματικά να ανταποκριθεί στις συμβατικές της υποχρεώσεις και να εκδώσει τις απαιτούμενες άδειες, ώστε να υλοποιηθεί η επίμαχη επένδυση και να μη χάσουν τις δουλειές τους οι σχεδόν 2.000 εργαζόμενοι που ήλπιζαν ότι έχουν γλιτώσει από τον εφιάλτη της ανεργίας.

Αλλά ας μη σταθούμε μόνο στην επένδυση της Χαλκιδικής, όπου έχουν προκύψει και περιβαλλοντικά ζητήματα, τα οποία η συγκυβέρνηση χρησιμοποιεί ως το ιδανικό άλλοθι ώστε να τινάξει στον αέρα τα συμφωνηθέντα. Στην περίπτωση του Ελληνικού και της επένδυσης που θα δημιουργήσει πάνω από 10.000 θέσεις εργασίας, ενώ θα εισρεύσουν στα κρατικά ταμεία πάνω από επτά δισεκατομμύρια ευρώ, παρακολουθούμε να εξελίσσεται ένα πραγματικό θέατρο του παραλόγου, αντίστοιχο με αυτό της επένδυσης στις Σκουριές. Μόνο που στην περίπτωση του Ελληνικού η απρόθυμη -ως προς την υλοποίηση επενδύσεων- συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, κρύβεται πίσω από το Δασαρχείο και το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, που θα πίστευε κανείς ότι υφίστανται μόνο και μόνο για να ταλαιπωρούν τον κόσμο και να θέτουν εν αμφιβόλω τις όποιες επενδυτικές προσπάθειες. Οι αρμόδιοι υπουργοί παραπέμπουν διαρκώς στα συγκεκριμένα όργανα και δεν επιταχύνουν τις διαδικασίες, δοκιμάζοντας την υπομονή των επενδυτών. Εν ολίγοις, παρακολουθούμε μια πραγματική φαρσοκωμωδία, που αν λήξει όπως φοβούνται οι περισσότεροι, θα προκύψουν εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για τους απλούς πολίτες και όχι για τους κυβερνητικούς αξιωματούχους που έχουν βολευτεί μια χαρά στις καρέκλες της εξουσίας.

Σε μια χώρα που μπορεί να ποντάρει πλέον μόνο στην ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας ώστε να ανακάμψει, τα θεσμοθετημένα όργανα προβάλουν εμπόδια ως προς την προσέλκυση και την υλοποίηση επενδύσεων. Αντίθετα, η ίδια κυβέρνηση νομοθετεί με χαρακτηριστική ευκολία μέτρα για την αύξηση της φορολογίας που από τη μια γονατίζει τους πολίτες και από την άλλη αποθαρρύνει τους επενδυτές. Οι τελευταίοι, έχοντας να αντιμετωπίσουν και τη γραφειοκρατία, μόνο από σπόντα θα επιλέξουν τη χώρα μας ώστε να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, άσχετα με το πόσο ανταγωνιστικοί έχουμε γίνει, γκρεμίζοντας τα εργασιακά δικαιώματα και απορρυθμίζοντας την αγορά εργασίας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου