Γρ. Καρταπάνης: Το επαναστατικό κίνημα του 1878

γρ-καρταπάνης-το-επαναστατικό-κίνημα-104752

Η λεωφόρος που ενώνει το κέντρο του Βόλου με τη Ν. Ιωνία οφείλει την ονοματοθεσία της στην απελευθέρωση της πόλης από τον τουρκικό ζυγό, στις 2 Νοεμβρίου 1881. Άγνωστος βέβαια, παραμένει ο αριθμός εκείνων που γνωρίζουν την αιτία της ονομασίας αυτού του κεντρικού δρόμου -προέκταση της Δημητριάδος- αλλά ας μην ασχοληθούμε με τούτο, αν και δεν είναι ό,τι καλύτερο η άγνοια της τοπικής μας ιστορίας.

Η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας (εκτός της Ελασσόνας) και τμήματος της Ηπείρου (Άρτα) το 1881 στο Ελληνικό κράτος, υπήρξε προϊόν του συνεδρίου στο Βερολίνο, τρία χρόνια νωρίτερα (1878), όπου οι μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία, Γερμανία) έλαβαν κάποιες αποφάσεις, με πρωταρχικό γνώμονα τα δικά τους συμφέροντα. Το εδαφικό όφελος για την Ελλάδα, που παρέμενε σχεδόν στα όρια του 1830, αναμφίβολα θεωρείται σημαντικό και αποτελεί την πρώτη προσάρτηση ηπειρωτικών εδαφών, αφού είχε προηγηθεί η παραχώρηση των Ιονίων Νήσων, από την Αγγλία το 1864. Όμως, ξέχωρα από τις διαβουλεύσεις και τις βουλές των «μεγάλων», σπουδαίο ρόλο στις εξελίξεις διαδραμάτισε και το επαναστατικό κίνημα του 1878 στη Θεσσαλία-140 χρόνια πρωτύτερα. Με σκληρούς αγώνες διατρανώθηκε το αίτημα της απελευθέρωσης των υπόδουλων τμημάτων, έστω κι αν αυτοί δεν είχαν νικηφόρα κατάληξη. Δρομολόγησαν όμως μια σειρά εξελίξεων, που σε συνδυασμό με το διεθνώς διαμορφούμενο κλίμα και τις επιδιώξεις των ισχυρών της εποχής, οδήγησαν στο ποθητό αποτέλεσμα. Τα γεγονότα, όσον αφορά το διπλωματικό τομέα, δεν εξελίχθηκαν από την αρχή ομαλά, ούτε η πορεία ίσαμε την τελική απόφαση, υπήρξε αβίαστη, δίχως εμπόδια και αντιδράσεις. Το συνέδριο του Βερολίνου διεξήχθη τον Ιούνιο του 1878, αλλά ακολούθησαν έντονες και χρονοβόρες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, ώσπου να καμφθεί η στάση κυρίως, της Αγγλίας και να επιτευχθεί η αποδοχή των όρων της συνθήκης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πολιτική της Βρετανίας, εκείνη την εποχή, ήταν ενάντια στις Ελληνικές θέσεις, με παροχή βοήθειας προς την Τουρκία για δικό της όφελος. Τη διαφοροποίηση σε αυτή τη στάση την έδωσε η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, όπου η νικήτρια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, Ρωσία, με τη δημιουργία της μεγάλης Βουλγαρίας, πετύχαινε την απρόσκοπτη διέλευση των στενών του Βοσπόρου. Κάπου λοιπόν, έπρεπε να υπάρξει ένας περιορισμός, γιατί καμιά Ευρωπαϊκή χώρα δεν έβλεπε με καλό μάτι τη Ρωσική κάθοδο στις νότιες θάλασσες. Έτσι η κοινή αντίδραση οδήγησε σε μια διαφοροποίηση των πραγμάτων και, ανάμεσα στα αλλά, αποφασίστηκε και η παραχώρηση εδαφών στην Ελλάδα, ως αντίβαρο στο Βουλγαρικό (και Ρωσικό) επεκτατισμό. Σε τούτο συνέβαλε κυρίως η Γαλλική πολιτική που υποστήριξε περισσότερο από όλους τα Ελληνικά αιτήματα, όχι τόσο από φιλελληνισμό, αλλά εξαιτίας της παραδοσιακής της κόντρας με την Αγγλία. Η τελευταία αναγκάστηκε έπειτα από πιέσεις πολλών μηνών να συμφωνήσει, αν και δεν ήθελε να αδικήσει τους «γείτονές μας»’, υπήρχε όμως η ενοχλητική και για αυτήν παρουσία της Ρωσίας.

******

Πέρα όμως, από τις επίσημες διπλωματικές ενέργειες και τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, έχουμε και τα πολεμικά γεγονότα που προηγήθηκαν, ώστε να οδηγηθούν τα πράγματα στην ευνοϊκή για την Ελλάδα λύση. Ο πόθος της απελευθέρωσης των υπόδουλων εδαφών, υπήρξε δεδομένος, από τη στιγμή που οριοθετήθηκε στη γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού το κολοβό Ελληνικό κράτος του 1830. Έπρεπε βέβαια να ωριμάσουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να ευοδωθεί μια τέτοια προσπάθεια. Το επαναστατικό κίνημα του 1854, απέτυχε, αφού οι διεθνείς συγκυρίες καθιστούσαν απαγορευτικό το εγχείρημα. Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα η κατάσταση επέτρεπε μια μεγαλύτερη αισιοδοξία για το ίδιο θέμα, αν και αρχικά δεν φαίνονταν πως είχαν αλλάξει και πολλά. Χωρίς αγώνες και θυσίες όμως δεν κερδίζεται τίποτα, ούτε αποφέρουν ουσιαστικό και θετικό αποτέλεσμα οι συζητήσεις τρίτων από μόνες τους, δίχως και τη δική σου συμβολή. Με την ολοκλήρωση της επανάστασης του 1878, έστω κι αν σε επιχειρησιακό επίπεδο το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό, ευαισθητοποιήθηκε η προοδευτική κοινή γνώμη στην Ευρώπη, αποτελώντας έτσι μια καλή εξέλιξη για τα ελληνικά δίκαια. Κι αφού και τα συμφέροντα των ισχυρών κρατών της εποχής κινούνταν στην ίδια περίπου κατεύθυνση, πραγματοποιήθηκε, τρία χρόνια αργότερα η απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Άρτας στην Ήπειρο.

******

Θα εστιάσουμε την προσοχή μας, σχετικά με τα γεγονότα της επανάστασης του 1878, στην περιοχή μας (Πήλιο), όπου και διεξήχθησαν οι περισσότερες επιχειρήσεις με αποκορύφωμα τις δύο μάχες στη Μακρινίτσα. Βέβαια και στην περιοχή της Αγιάς έγιναν αρκετές συγκρούσεις, όπως επίσης και στη δυτική Θεσσαλία (Καρδίτσα, Άγραφα κ.α.). Παρά την πλημμελή οργάνωση του κινήματος, από το ελεύθερο κράτος, την έλλειψη κεντρικής διοίκησης και οργανωμένου σχεδίου, τα ένοπλα σώματα πολέμησαν με ηρωισμό και αυταπάρνηση, έστω κι αν ο συντονισμός μεταξύ τους ήταν ελάχιστος. Από τα τέλη του 1877 ξεκίνησε η μεταφορά επαναστατών που αποβιβάστηκαν στο νότιο Πήλιο, με αρχηγό τον Λεωνίδα Βούλγαρη. Όλα τα χωριά άρχισαν να ξεσηκώνονται και ένοπλες ομάδες από ντόπιους και μη, ενώνονταν στον κοινό αγώνα. Άνεμος ελευθερίας έπνευσε σε όλη την περιοχή, παρά την αρνητική στάση που τήρησαν οι προύχοντες και οι κοτζαμπάσηδες. Ο ιστορικός Γιάνης Κορδάτος με τον αιχμηρό του λόγο, κατακρίνει με βαρείς χαρακτηρισμούς την φιλότουρκη στάση τους, (Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς σελ. 922 έως 933), τόσο κατά τη διάρκεια του κινήματος, όσο και μετά την επικράτηση των Τούρκων. Αποκορύφωμα των πολεμικών επιχειρήσεων υπήρξαν οι δύο μάχες στη Μακρινίτσα στις 6/2/1878 και 15-17/3/1878, που ήταν και η τελευταία της επανάστασης. Κατά την πρώτη μάχη, όπως γνωρίζουμε, συμμετείχαν με ουσιαστική συνεισφορά και οι γυναίκες του χωριού, που πολέμησαν με παροιμιώδη γενναιότητα. (Μαργαρίτα Μπασδέκη, Σουίπαινα κ.ά.). Παρά την αμφίβολη έκβασή της και τα προβλήματα μεταξύ των ένοπλων τμημάτων, οι Τούρκοι θορυβήθηκαν και δεν συνέχισαν την προσπάθεια για κατάληψη του χωριού, αλλά συμπτύχθηκαν στο Κάστρο του Βόλου. Στη δεύτερη μάχη -την πιο συγκλονιστική και διαρκέστερη- μας δίνονται στοιχεία μεγάλου ηρωισμού από τις προσπάθειες των Ελλήνων, να αποκρούσουν τους εχθρούς και να κρατήσουν τις θέσεις τους. Αν και επικρατούσε πολλές φορές ασυνεννοησία μεταξύ των διαφόρων σωμάτων, κάθε σπιθαμή γης πληρώθηκε με βαρύ τίμημα από τους επιτιθέμενους, οι οποίοι διέθεταν σαφώς ισχυρότερες δυνάμεις, σε άνδρες και εξοπλισμό, όπως επίσης και πυροβολικό. Γι’ αυτό και επιδόθηκαν σε σφαγές μετά την είσοδό τους στην Μακρινίτσα και στην Πορταριά. Και κάπου εκεί έσβησε το κίνημα. Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες συγκαταλέγεται και ο Άγγλος δημοσιογράφος των Times Κάρολος Όγλ που είχε συνταχθεί με του Έλληνες και έστελνε ανταποκρίσεις, υπερασπίζοντας την προσπάθειά τους. Ενδιαφέροντα είναι τα όσα αναφέρει ο Γιάνης Κορδάτος για το «διπλό παιχνίδι» των Times και της Αγγλικής πολιτικής, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και με αποκλειστικό σκοπό τα Αγγλικά και μόνο συμφέροντα (Οπ. π. σελ. 923). Μάλιστα το γεγονός της σφαγής του Ογλ επιχειρήθηκε να αποδοθεί στους επαναστάτες, όταν η κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε υπέρ της Ελλάδας και δόθηκε εντολή στον Άγγλο Πρόξενο του Βόλου, Μπόρελ, να συντάξει σχετική αναφορά. Αλλά εκείνος, όντας έντιμος και φιλέλληνας, αρνήθηκε «…να διαπράξει την ατιμίαν αυτήν….». Παράλληλα η Αγγλική διπλωματία, στη χώρα μας, καθησύχαζε τους επαναστάτες, ότι θα δοθεί ειρηνική λύση και να πάψουν τις εχθροπραξίες.

Εκτός από την εξιστόρηση του Κορδάτου, ιδιαίτερα κατατοπιστικά για τα γεγονότα είναι τα έργα:α) Μιλτιάδη Σεϊζάνη, «Η επανάστασις του 1878» και β) Νικολάου Γατζόπουλου, «Πολεμικαί σελίδες».

******

Οι αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου άργησαν να υλοποιηθούν, όπως είπαμε, από τις αντιρρήσεις των Άγγλων και τις δυστροπίες των Τούρκων. Πήρε κάπου τρία χρόνια για να αρχίσει η αποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων από τα εδάφη που θα προσαρτιόνταν στην ελληνική επικράτεια. Τον Ιούνιο του 1881 απελευθερώθηκε αρχικά η περιοχή της Άρτας και στη συνέχεια σταδιακά όλες οι Θεσσαλικές πόλεις, με τελευταίο το Βόλο στις 2 Νοεμβρίου 1881. Η είσοδος του στρατού υπό τον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο, συνοδεύτηκε με πανηγυρικές εκδηλώσεις από το σύνολο του πληθυσμού. Όλος ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί κλαίγοντας από χαρά και επευφημώντας, ένα πραγματικό παραλήρημα ενθουσιασμού για το σπουδαίο γεγονός. Και όχι άδικα. Δεν ήταν και μικρό πράμα η αποχώρηση του ξένου δυνάστη, έπειτα από τεσσερισήμισι αιώνες κατοχής. Ανάλογες εκδηλώσεις έγιναν και σε όλα τα χωριά του Πηλίου. Οι μόνοι που κρατούσαν επιφυλακτική στάση, μέσα στο γιορτινό κλίμα, ήταν οι προύχοντες, όπως αναφέρει ο Κορδάτος, οι οποίοι τα είχαν βρει με το κατακτητή και δυσπιστούσαν στην καινούρια κατάσταση που διαμορφώνονταν.

Το επαναστατικό κίνημα του 1878 και ιδιαίτερα οι μάχες στη Μακρινίτσα είχαν οπωσδήποτε την δική τους καθοριστική συμβολή στην ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου