Γρηγόρης Καρταπάνης: Επιστροφή στη θητεία – κατάταξη

γρηγόρης-καρταπάνης-επιστροφή-στη-θη-291870

ΘΥΜΙΣΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – 35 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Οταν οπισθοχωρεί η σκέψη στο παρελθόν και επαναφέρει στο προσκήνιο θύμισες που λίγο-πολύ παραμένουν αξεθώριαστες στο πέρασμα του χρόνου, η διαπίστωση είναι περίπου η ίδια: Δυσκολία στην κατανόηση της παρέλευσης τόσης χρονικής απόστασης από το γεγονός που υπενθυμίζεται, καθώς επικρατεί εκείνη η διττή διάσταση του χρόνου, κατά την οποία η αίσθηση ορίζει πάντοτε συντομότερο διάστημα από εκείνο που καταδεικνύουν οι αριθμοί. Είναι το κοινότοπο: Πότε πέρασε τόσος καιρός – λες κι ήταν χθες!

Ετούτες οι σκέψεις, σε μια αναπόφευκτη τήρηση του παραπάνω κανόνα, διασχίζουν τη θύμηση καθώς αναμετρώ πως συμπληρώνονται, τούτες τις μέρες τριανταπέντε συναπτά έτη από την κατάταξή μου στο Πολεμικό Ναυτικό. 5 Οκτωβρίου 1982 η σημαδιακή μέρα -ημέρα αποφράς όπως τη λέγαμε τότε, αν και Τετάρτη, όχι Τρίτη- που θ’ άλλαζε για περισσότερο από δύο χρόνια την καθημερινότητά μας, αφού παρουσιαζόμασταν να υπηρετήσουμε στις ένοπλες δυνάμεις. Ας μου συγχωρεθεί, ακόμη μια φορά η βιωματική κατάθεση. Κυλάει ο καιρός και ξετυλίγεται διαρκέστερο το κουβάρι των αναμνήσεων.

***

Οδεύοντας προς το τέλος του το καλοκαίρι του 1982, τα συναισθήματα πρόβαλλαν ανάμεικτα, καθώς λιγόστευαν οι μέρες τις ελευθερίας. Όσο κοντοζύγωνε η αναχώρηση πύκνωνε και η αντινομία των σκέψεων και των προβληματισμών για την επικείμενη αλλαγή που έπρεπε να βιωθεί. Το άγνωστο εγγύς μέλλον οπωσδήποτε προκαλούσε μια αρνητική αίσθηση που έτεινε να αντισταθμίζεται με την πρόκληση της νέας εμπειρίας αλλά και της έλλειψης δυνατότητας αποφυγής της. Ήταν μια κατάσταση που όλοι έπρεπε να περάσουμε ως αρτιμελείς και φιλοπάτριδες νέοι! Έτσι και η δική μας σειρά, η κληρουχία 82 Δ’ καλούνταν να καταταγεί στο Ναυτικό, και περιλάμβανε και τη Μαγνησία. Εδώ υπήρξε και μια ευτυχής αλλαγή: ενώ τα προηγούμενα χρόνια η Μαγνησία περιλαμβάνονταν στη Γ’ κληρουχία που κατατάσσονταν οι ναύτες κατακαλόκαιρο, Ιούλιο μήνα, χάνοντας τις διακοπές τους με συνολικά τρία καλοκαίρια θητείας, εκείνη τη χρονιά, διαφοροποιήθηκαν – άγνωστο γιατί – τα πράγματα και παρουσιαστήκαμε Φθινόπωρο κερδίζοντας τις όποιες καλοκαιριάτικες απολαύσεις.

Από τον τόπο μας κατατάσσονταν στις 5 Οκτωβρίου 1982 αρκετές δεκάδες παιδιά. Εδώ από το Βόλο ήμασταν μια γνώριμη τετράδα: ο Παναγιώτης Κάστανος, ο Παναγιώτης Κωνσταντίνου, που δούλευε στα ρυμουλκά, ο Χρήστος Κατσαρός και ο γράφων. Ακόμη ήταν ο Γιώργος Κωστόπουλος από τα Κάτω Λεχώνια, ιερέας σήμερα στον Αγ. Δημήτριο, ο Γιάννης Παπαβλάχος από το Τρίκερι που γνώρισα τις πρώτες μέρες στο Κέντρο και ορισμένοι ακόμη που ήξερα χωρίς να έχουμε ιδιαίτερη γνωριμία. Για κάποιο απρόσμενο λόγο -δεν θυμάμαι ακριβώς τι- δεν έφυγα με τους υπόλοιπους, ομαδικά με το τρένο, όπως είχαμε συμφωνήσει δύο μέρες νωρίτερα για μία τελευταία βόλτα στην πρωτεύουσα, αλλά ταξίδεψα την παραμονή της παρουσίασης με το λεωφορείο παρέα με τον φίλο Σωκράτη Σαβελίδη, προϊστάμενο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σήμερα, που τότε σπούδαζε στη ΣΕΛΕΤΕ και με φιλοξένησε στο μικρό του διαμέρισμα, στο Νέο Ηράκλειο κατά την τελευταία βραδιά ελεύθερου βίου.

Ένας γνωστός μας Βολιώτης που υπηρετούσε ήδη την θητεία του στο Στρατολογικό γραφείο του Ναυτικού στο Πασαλιμάνι (στο οίκημα του Ναυτικού Νοσοκομείου Πειραιά), εκεί όπου θα έπρεπε να παρουσιαστούμε, μας συμβούλεψε να πάμε σχετικά νωρίς, πριν το μεσημέρι, ώστε να αποφύγουμε συνωστισμό και ταλαιπωρία, μιας και οι περισσότεροι επιδίωκαν να παρατείνουν, έστω και για μερικές ώρες την ελεύθερη πολιτική ζωή που εξέπνεε οσονούπω. Αντάμωσα με τους υπόλοιπους τρείς στο Πασαλιμάνι και αφού απολαύσαμε τον τελευταίο καφέ σε καφετέρια της Μαρίνας Ζέας, με ατελείωτη θέα, προσήλθαμε στο Στρατολογικό Γραφείο για τις προβλεπόμενες διαδικασίες της κατάταξης που κράτησαν αρκετή ώρα γιατί ήδη πύκνωνε η προσέλευση. Κατόπιν, αφού μας χώρισαν κατά τμήματα επιβιβαστήκαμε σε λεωφορεία του Πολεμικού Ναυτικού προκειμένου να μεταφερθούμε στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Παλάσκας (ΚΕΠΑΛ) και το ταξίδι άρχισε.

***

Στη διάρκεια της διαδρομής υπήρχε μία ίσως χαλαρή διάθεση ανάμεικτη με μία καταλαγιασμένη αγωνία, που δεν εντείνονταν ακόμη. Μάλλον επρόκειτο για συναισθήματα αμηχανίας και σκεπτικισμού για το τι μέλλει γενέσθαι επικαλυμμένα μ’ ένα επίπλαστο μανδύα άνεσης, απότοκο του ανδρικού εγωισμού! Τα πρώτα σύννεφα φάνηκαν όταν περάσαμε το φυλάκιο του Περάματος για να συνειδητοποιήσουμε πλήρως τη νέα κατάσταση μόλις φθάσαμε στο ΚΕΠΑΛ και εισήλθαμε στον χώρο του στρατοπέδου. Μας ξεχώρισαν σε τμήματα, όπως κατεβαίναμε από τα πούλμαν, σχηματίζοντας γραμμές και παρατάξεις. Ήδη υπήρχαν και άλλοι νεοσύλλεκτοι από τις δύο προηγούμενες μέρες, καθώς η συνολική κατάταξη διαρκούσε ολόκληρη την εργάσιμη εβδομάδα. Τότε πια καταλάβαμε πως άρχιζε μια διαφορετική περίοδο στη ζωή μας που δεν είχε καμία σχέση με τα έως τώρα βιωμένα. Ετούτη η ένταξη στη «σκληρή» πραγματικότητα ήρθε να επιβεβαιωθεί μ’ ένα χαρακτηριστικό τρόπο, γνώριμο από τις αφηγήσεις παλαιοτέρων και συνηθισμένο στα κέντρα παρουσίασης νεοσυλλέκτων. Ένας ναύτης κακοντυμένος και ιδιαίτερα ατημέλητος, πλησίασε το δικό μας τμήμα και ξαφνικά φώναξε στους πρώτους της γραμμής

– Μου το φέρατε στραβάδια, πούν’ το!

Η έκπληξη -η πρώτη τουλάχιστον- ήταν γενική και δεν αποκρίθηκε κανένας.

– Δώστε μου το απολυτήριο στραβάδια, εσείς πρέπει να το φέρετε! Έκανε πιο σαφές το «αίτημά» του και καταλάβαμε ότι επρόκειτο για απολυόμενο που ζητούσε, όπως συνηθίζεται, το απολυτήριο από τους νέους που παρουσιάζονταν

– Τι θες ρε φίλε, αντέδρασε κάποιος

– Τι είπες νέος, δείξ’ το μου να ηρεμήσω, συνέχισε οργίλος ο παλιός

– Μάλλον το ’χουν οι αποπίσω, συνέχισε ο «τολμηρός» νέος δείχνοντας το επόμενο τμήμα που συντάσσονταν

– Α ωραία, έκανε τότε μειλίχια ο άλλος, αλλάζοντας άρδην συμπεριφορά, Το γύρισε όμως και πάλι

– Και τι είστε τώρα εσείς οι νέοι; στραβόγιανα που δεν βλέπετε από τα γράσα;

– Ε όχι και δεν βλέπουμε

– Δεν βλέπετε, δεν βλέπετε ξαναέκανε γλυκομίλητα. Τι λέει εκεί; Μας έδειξε την πινακίδα μετά την είσοδο του Κέντρο που έγραφε «Καλώς Ήλθατε»

– Καλώς ήλθατε λέει

– Λάθος, είδατε που δεν βλέπετε. Καλώς σας μπείκε, λέει! Το καταλάβατε! Άρχισε πάλι να φωνάζει. Έκανε να φύγει, αλλά πισωγύρισε με πράο πάλι ύφος

– Δε μου λέτε νέοι ξέρετε πόσες μέρες μετράω;

– Πόσες

– Τριάντα δύο και σήμερα

– Μπράβο, του είπαν κάποιοι

– Ενώ εσείς, συνέχισε, ξέρετε πόσο μετράτε: 26 μήνες ή 110 βδομάδες ή κάπου 800 μέρες, μια ζωή θα πήξετε. Πω πω τι νούμερα είναι αυτά; Μήπως είστε μόνιμοι; Γέλασε χαιρέκακα και συμπλήρωσε

– Ούτε στη Δευτέρα Παρουσία δεν θ’ απολυθείτε στραβάδια. Απομακρύνθηκε επιτέλους φωνάζοντας «απολύομαι στραβάδια δεν κοιμάμαι πια τα βράδια». Δυστυχώς με το καλημέρα είχαμε πέσει στον «τρελό» απολυόμενο του στρατοπέδου. Ήταν μια πικρή επιβεβαίωση ανάλογων περιστατικών που ανέφεραν οι μεγαλύτεροι από μας που ήδη είχαν ολοκληρώσει τη θητεία τους.

Στη συνέχεια ακολούθησαν όλες εκείνες οι πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες εγγραφής στα μητρώα του Ναυτικού όπου περνώντας από διάφορα γραφεία δίναμε τα στοιχεία που μας ζητούσαν, προκειμένου να αξιολογηθεί καλύτερα η προσωπικότητα και η ικανότητα του καθενός ώστε να του δοθεί η πιο κατάλληλη ειδικότητα – θεωρητικά τουλάχιστον. Ετούτη η μάλλον τυπική διαδικασία επιβεβαιώθηκε αργότερα όταν δόθηκαν στο τέλος της προπαίδευσης οι ειδικότητες, που τις περισσότερες φορές δεν είχαν καμία σχέση με το γνωστικό αντικείμενο ή το επάγγελμα ως πολίτη, του νέου ναύτη: Ένας γεωλόγος-μεταλλειολόγος έγινε ηλεκτροσυγκολλητής ενώ διπλωματούχοι πολιτικοί μηχανικοί ή μηχανολόγοι ή απλοί μηχανικοί για τα πλοία. Μόνον οι γιατροί πήραν ειδικότητα νοσοκόμου, όντας απαραίτητοι στα καθήκοντά τους και βέβαια όσοι διέθεταν ισχυρό «δόντι», μέσον δηλαδή, έγιναν οδηγοί ή οπλίτες για να αποφύγουν στα σίγουρα το καράβι. Όλα ετούτα όμως έγιναν αργότερα, γιατί προηγήθηκαν σαράντα και πλέον μέρες «Προπαίδευσης», δηλαδή της πρωταρχικής βασικής εκπαίδευσης, ως την ορκωμοσία.

Με ετούτες τις γραφειοκρατικές διαδικασίες ολοκληρώθηκε η πρώτη μέρα. Μας έδωσαν μόνο μια κουβέρτα για να σκεπαστούμε και μας οδήγησαν στους θαλάμους ώστε να περάσουμε την πρώτη νύχτα ως ναύτες, έστω και φορώντας ακόμη τα πολιτικά μας ρούχα. Η κόπωση της ημέρας από την όλη καταπόνηση δεν άφηνε περιθώρια για σκέψεις και ανησυχίες παρά μόνο για έναν λυτρωτικό ύπνο αφήνοντας «ες αύριον τα σπουδαία».

Συνεχίζεται…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου