Γρ. Καρταπάνης: Το ναυάγιο του ατμοπλοιου Επτάνησος

γρ-καρταπάνης-το-ναυάγιο-του-ατμοπλοι-349036

ΣΤΟ ΑΡΓΥΡΟΝΗΣΟ ΤΟΝ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1905

Τα διάφορα ναυάγια που έχουμε μνημονεύσει από τούτη εδώ τη σελίδα, κατ’ επανάληψη, συνέβησαν κυρίως στη μεταπολεμική περίοδο, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ή τον Μεσοπόλεμο. Όσο όμως οπισθοχωρούμε στον χρόνο η ανεύρεση αναλόγων περιστατικών παρουσιάζεται, για προφανείς λόγους, δυσκολότερη. Πολλές περιπτώσεις παραμένουν άγνωστες ή αδιερεύνητες από την έλλειψη τότε συστημάτων επικοινωνίας, αλλά και όσες καταγράφτηκαν πρέπει ν’ αναζητηθούν στις λιγοστές σωζόμενες εφημερίδες. Στον α’ τόμο του έργου «Τα ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες», του αντιναυάρχου Λ.Σ. κ. Χρ. Ντούνη (εκδ. Finatec 2000), πολύτιμου βοηθήματος-οδηγού στην έρευνά μας, όπου καλύπτεται η περίοδος 1900-1950, οι καταγραφές για την α΄ δεκαετία του 20ου αιώνα είναι σχεδόν ανύπαρκτες, ενώ για την επόμενη λιγοστές και συνήθως ασαφείς. Κι όσο περνά ο καιρός αυξάνεται κι ο αριθμός των καταγραμμένων ναυαγίων.

Στο αρχείο της βιβλιοθήκης των Τριών Ιεραρχών, ανάμεσα στα παλιότερα σώματα τοπικών εφημερίδων, υπάρχει και η Θεσσαλία του έτους 1905, την οποία δεν είχε τύχει να ερευνήσουμε. Ας είναι καλά οι αδερφοί Γιώργος και Αντώνης Τσολάκης, γνωστοί δικηγόροι του Βόλου και ιστορικοί ερευνητές, που μου έθεσαν υπόψη το ναυάγιο του ατμόπλοιου Επτάνησος, στο Αργυρόνησο τον Δεκαπενταύγουστο του 1905, το οποίο επέπεσε στην αντίληψη τους κατά τη διάρκεια των δικών τους αναζητήσεων. Με αφετηρία την υποδειχθείσα ημερομηνία, επακολούθησε μια ενδελεχής διερεύνηση και αποκαλύφθηκε μ’ αυτό τον τρόπο, ένα ιδιαίτερα σοβαρό κι ενδιαφέρον ναυτικό ατύχημα, δίχως ευτυχώς να συνοδευτεί από ανθρώπινες απώλειες. Άγνωστο το γεγονός, δεν συμπεριλαμβάνεται στα «Ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες» αν και απασχόλησε τότε για καιρό την τοπική ειδησεογραφία, αφού επρόκειτο για μια επώδυνη προσάραξη που οφειλόταν καθαρά σε ανθρώπινο λάθος. Ας δούμε το χρονικό του ναυαγίου.

ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ ΡΟΥΤΙΝΑΣ

Το ατμόπλοιο «Επτάνησος», 631 τόνων, ναυπήγησης του 1860, εκτελούσε εκείνα τα χρόνια το δρομολόγιο Βόλος-Χαλκίδα-Πειραιάς, με ενδιάμεσους σταθμούς Στυλίδα, Αιδηψό και αλλού. Ανήκε στην Νέα Ελληνική Ατμόπλοια που είχε ιδρυθεί το 1893 από πλοιοκτήτες-μετόχους της Ελληνικής Ατμοπλοΐας (της λεγόμενης «παλαιάς», 1857 έως 1892), μετά τη διάλυση της τελευταίας και την αποχώρηση της κρατικής συμμετοχής, αλλά δίχως κι αυτή να επιβιώσει για πολλά χρόνια. Αποτέλεσε μια από τις πρώτες, μάλλον ανεπιτυχείς, προσπάθειες εφοπλιστών της εποχής να συνεταιριστούν και να δημιουργήσουν μια εύρωστη ναυτιλιακή εταιρία για την Ελληνική Ακτοπλοΐα.

Κατά την εκτέλεση ενός καθιερωμένου δρομολογίου, το ατμόπλοιο απέπλευσε από την Στυλίδα τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες της 15ης Αυγούστου, με προορισμό τον Βόλο. Κατακαλόκαιρο, ιδανικές καιρικές συνθήκες και απόλυτη μπουνάτσα, αποτελούσαν τα εχέγγυα για την ολοκλήρωση ενός ευχάριστου, ιδανικού θερινού ταξιδιού. Το Επτάνησος με 215 επιβάτες και διάφορα εμπορεύματα έπλεε προς την ολοκλήρωση του πλου του, δίχως κάτι να προμήνυε το τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Είχε σχεδόν ξημερώσει καθώς πλησίαζε στην νησίδα Αργυρόνησος, λίγο πριν το ακρωτήριο Σταυρός και την είσοδο του Παγασητικού Κόλπου. Η διέλευση των ατμόπλοιων για συντόμευση του πλου, πραγματοποιούνταν από το δίαυλο που σχηματίζεται από μικρότερη παρακείμενη βραχονησίδα και της αντικρινής στεριάς, πλάτους περίπου 300 μέτρων, αποφεύγοντας την παράκαμψη από τ’ ανοιχτά του Αργυρόνησου. Αντίθετα το τμήμα ανάμεσα στις δύο νησίδες καλύπτεται από επικίνδυνα βραχώδη αβαθή, που καθιστούν αδύνατο τον πλου. Άγνωστο για ποιο λόγο ο πλοίαρχος της Επτανήσου επιχείρησε να περάσει από τον αβαθή δίαυλο, υποστηρίζοντας πως γνώριζε τι έκανε. Στο εκτενές δημοσίευμα της εφ. Η Θεσσαλία, όπου περιγράφεται το γεγονός και φέρει τίτλο «Το ναυάγιον της Επτανήσου-μέρα μεσημέρι (17/8/1905), σημειώνεται ότι απάντησε στις υποδείξεις ορισμένων επιβατών λέγοντας : «Μη φοβάσθε και ξέρω ‘γω». Θορυβήθηκε όμως από τις αντιδράσεις και θέλησε την τελευταία στιγμή να συμβουλευθεί ξανά τον ναυτικό χάρτη, αλλά τότε έγινε αντιληπτή η ύπαρξη των υφάλων στο δίαυλο ανάμεσα στα δύο νησάκια. Διατάχθηκε ανάποδα ολοταχώς αλλά ήταν πια αργά. Το πλοίο καρφώθηκε στα βράχια. Επακολούθησε πανικός μεταξύ των επιβατών που έτρεχαν για να δουν τι συνέβη και τι επρόκειτο να πράξουν προκειμένου να σωθούν. Ευτυχώς υπήρχε απόλυτη άπνοια και το σκαρί αν και πήρε νερά κάθισε στα βραχώδη αβαθή, δίχως να βυθιστεί εντελώς, παρά την κλίση που πήρε προς την δεξιά του πλευρά. Η στάση του πλοιάρχου και του πληρώματος χαρακτηρίζεται ως απαράδεκτη, αφού όλοι τους κοιτούσαν πώς να διαφύγουν, δίχως να φροντίζουν για τους επιβάτες. Στη γλαφυρή περιγραφή του συντάκτη της εποχής που προσδίνει αφηγηματική μορφή στο δημοσίευμα με διαλόγους και στομφώδεις εκφράσεις, αναφέρεται πως ο καπετάνιος μετά την προσάραξη είπε: «Όποιος ξεύρει να κολυμπήση ας γλυτώση» και επιχείρησε να εγκαταλείψει με το υπόλοιπο πλήρωμα το καράβι. Τότε επιβάτης αξιωματικός έβγαλε το ατομικό του περίστροφο και τον απείλησε, ώστε να επανέλθει στη θέση του: «Πίσω ή σε σκοτώνω». Για τον πλοίαρχο σημειώνεται ακόμη πως είχε αναλάβει πρόσφατα τη διακυβέρνηση του πλοίου και ετούτη ήταν η τέταρτη φορά που εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιά-Βόλου. Ευτυχώς κατά την προσάραξη επικρατούσε μπουνάτσα και η πλησιέστερη νησίδα δεν απείχε πάνω από 100 μέτρα για αυτό και δεν θρηνήθηκαν απώλειες. Τα σωστικά μέσα ήταν ανύπαρκτα ή ανεπαρκή, καθώς ατομικά σωσίβια δεν βρίσκονταν πουθενά, ενώ οι δύο σωστικές λέμβοι του καραβιού, που καθαιρέθηκαν με πρωτοβουλία των πιο ψύχραιμων επιβατών -αφού το πλήρωμα δεν έπραξε το καθήκον του- έβαζαν νερά και δεν ήταν δυνατόν να επιπλεύσουν. Απέμεινε μόνο η λέμβος υπηρεσίας και με αυτή άρχισε η διεκπεραίωση των επιβατών, ενώ προσήλθαν για βοήθεια και ορισμένα αλιευτικά σκάφη που αντιλήφθηκαν, στο μεταξύ, το γεγονός. Όλα εξελίχτηκαν ομαλά και οι ναυαγοί παρέμεναν στη νησίδα ως το μεσημέρι, όταν τους παρέλαβε το άλλο πλοίο της γραμμής Βόλου – Πειραιά, «Άρης», της εταιρίας Παπαλεονάρδου. Σημειώνει χαρακτηριστικά ο συντάκτης: « Επί των βράχων της αξένου ακτής έμειναν νήστεις και ελεεινοί μέχρι της 1:30 μ.μ. οπότε διήλθε ο Άρης και τους παρέλαβε». Μάλιστα δε, όταν προσπάθησε να επιβιβαστεί και ο πλοίαρχος της Επτανήσου, εγκαταλείποντας το ναυαγισμένο πλοίο του κατά παράβαση των κανόνων (ηθικών και νομικών) του ναυτικού δικαίου, ο συνάδελφός του αρνήθηκε να τον παραλάβει. Δίχως άλλες ταλαιπωρίες οι επιβάτες μεταφέρθηκαν στον Βόλο.

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΑΝΕΛΚΥΣΗΣ

Το εσωτερικό του καραβιού, είχε κατακλυστεί από νερά, καθώς είχε υποστεί ρήγματα με επακόλουθο την καταστροφή των ευπαθών εμπορευμάτων, αλλά και τη δυσκολία της ανέλκυσης. Την επομένη το πρωί κατάφθασε στο προσαραγμένο πλοίο, ο ατμομυοδρόμων Πηνειός και μεταφόρτωσε το μεγαλύτερο μέρος του φορτίου (ανάμεσά τους το Ταχυδρομείο και τα χρηματοδέματα), μεταφέροντάς το στον Βόλο, ενώ επιχείρησε και ανεπιτυχή αποκόλληση της Επτανήσου. Για τον σκοπό αυτό έπλευσε στον τόπο του ναυαγίου ειδικό ναυαγοσωστικό ρυμουλκό, αλλά και οι δικές του προσπάθειες δεν έφεραν αποτέλεσμα, γιατί το ατμόπλοιο είχε καρφωθεί για τα καλά στα βράχια. Πραγματικά η ανέλκυση του πλοίου αποτελούσε δύσκολη και επίπονη προσπάθεια όπου απαιτούνταν και η πρόχειρη έστω, αποκατάσταση των ρηγμάτων, ώστε το σκάφος να επιπλεύσει. Το κόστος των εργασιών όμως θεωρήθηκε υπέρογκο και η πλοιοκτήτρια εταιρία αδυνατούσε να το καλύψει. Να τι αναφέρεται στην εφ. Η Θεσσαλία στις 30/8/1905:

« Η ανέλκυσις της Επτανήσου – ναυάγιον συμφωνιών.

Αι διεξαγόμεναι μεταξύ της Νέας Ελληνικής Ατμοπλοίας και της ναυαγοσωστικής εταιρίας Γκρεκ συμφωνίαι δια την ανέλκυσιν υπό της τελευταίας της Επτανήσου εναυάγησαν, της διευθύνσεως της Νέας Ατμοπλοΐας αρνηθείσης να πληρώσει 1000 εικοσάφραγκα, όσα απήτει η εταιρία δια την ανέλκυσιν… Και ούτω η Επτάνησος θα μείνη εκεί εμπεπηγμένη επί των βράχων, μαρτυρούσα εσαεί τα ένδοξα χάλια της εμπορικής μας ναυτιλίας και την ένοχον αναλγησίαν των αρμοδίων αρχών, εκτός αν καμμία ισχυρά τρικυμία την αποκολλήση και την στείλη εκεί όπου αμφιβόλως πολύ ογλίγορα πολλαί άλλαι Επτάνησοι θα την ακολουθήσουν».

Στο παραπάνω δημοσίευμα καυτηριάζεται η κακή κατάσταση που επικρατούσε τότε στην ακτοπλοΐα, αλλά και το κράτος.

Οι διαπραγματεύσεις για την αποκόλληση συνεχίστηκαν και η εταιρία ναυαγιαιρέσεων μείωσε τις απαιτήσεις της στα 18.000 φράγκα, σε περίπτωση δε αποτυχίας θα καταβάλλονταν μόνο το ποσό των 2.000 φράγκων. Αναγγέλλεται η συμφωνία, αλλά και η πεποίθηση πως η αποκόλληση αποτελούσε ζήτημα λίγων ημερών (Θεσσαλία 12/9/1905). Πέρασε όμως ένας μήνας δίχως να κατορθωθεί το παραμικρό: «Η Επτάνησος δεν ανελκύσθη. Αφού επί ένα μήνα περίπου ειργάσθει το ναυαγοσωστικόν της εταιρίας Γκρεκ όπως ανελκύση την Επτάνησον, ηναγκάσθη να αποπλεύση διότι η ανέλκυσίς της είναι αδύνατος. Και όντος η Επτάνησος μένει εκεί ως δείγμα της κυβερνητικής ακηδείας αφ’ ενός και της εγκληματικής αντιλήψεως την οποίαν έχουν περί των καθηκόντων των προς των κόσμον αι ατμοπλοϊκαί εταιρίαι αφ’ ετέρου (Θεσσαλία 8/10/1905)

Τα δηκτικά σχόλια για τα κακώς κείμενα στο χώρο της ακτοπλοΐας, καταδείχνουν την προβληματική κατάσταση που επικρατούσε κι εκείνα τα χρόνια. Οι διάφορες εταιρίες αποσκοπούσαν συνήθως στο εύκολο κέρδος, εκμεταλλευόμενες τις ανάγκες του κόσμου και του εμπορίου, υποχωρώντας σε ζητήματα ασφάλειας, εξυπηρέτησης και ποιότητας υπηρεσιών. Το ατμόπλοιο Επτάνησος φαίνεται να παραμένει « εμπεπηγμένον» στα βραχώδη αβαθή του Αργυρόνησου, δίχως να γίνεται γνωστό, τους επόμενους μήνες τουλάχιστο, αν πραγματοποιήθηκε αποκόλληση ή τελικά αφέθηκε και διαλύθηκε με την πάροδο του χρόνου στο χώρο του ναυαγίου.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου