Γρ. Καρταπάνης: Ατυχής έμπνευση –ελλιπής οργάνωση –τραγική εξέλιξη

γρ-καρταπάνης-ατυχής-έμπνευση-ελλι-480087

120 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1897 (ΜΕΡΟΣ Α΄)

Το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος του 1830, μετά την ολοκλήρωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, υπήρξε περισσότερο, αποτέλεσμα της βούλησης των μεγάλων δυνάμεων της εποχής εκείνης, με τα όριά του, μόλις και μετα βίας, να αγγίζουν τη Θεσσαλία, αφήνοντας υπόδουλες όλες τις βορειότερες περιοχές που κατοικούνταν από αμιγείς Ελληνικούς πληθυσμούς. Η απελευθέρωση των εδαφών της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης και των νήσων του Β. Αιγαίου παρέμενε διακαής πόθος, από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια και αποτέλεσε μια από τις πρώτες προτεραιότητες, έστω και σαν σκέψη, στο αίσθημα κυβερνώντων και λαού.

Η Μεγάλη Ιδέα και ο αλυτρωτισμός, είτε με την καλώς εννοούμενη σημασία τους, είτε με τις υπερβολές και τις ακρότητες, δεν έπαψαν στιγμή να θέτουν το ζήτημα της προσάρτησης των σκλαβωμένων περιοχών με την συνακόλουθη μετάθεση των συνόρων προς βορρά. Βέβαια οι δυνατότητες του νεοσύστατου, κολοβού κι αδύναμου Ελληνικού κράτους δεν προσφέρονταν, ούτε κατ’ ελάχιστο, για την εφαρμογή τέτοιων σχεδίων. Υπήρχαν άλλες προτεραιότητες (οικονομικής, κοινωνικής, οργανωτικής και διοικητικής φύσης) προκειμένου να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του. Συνεπώς κάθε «επεκτατική» βλέψη, με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, να φαντάζει εξωπραγματική.

Πάντως σχετικά γρήγορα υπήρξαν προσπάθειες προς αυτή τη κατεύθυνση, όπως το Επαναστατικό Κίνημα στη Θεσσαλία (και σε άλλες περιοχές ) το 1854, με το ξέσπασμα του Ρωσοτουρκικού (Κριμαϊκού) πολέμου, το οποίο όπως γνωρίζουμε γρήγορα εξέπνευσε, γιατί εκτός της δικής μας πολεμικής αδυναμίας, ήταν διαφορετική και η βούληση των αγγλογάλλων. Την ίδια τύχη είχε, όσον αφορά τον ένοπλο αγώνα, και το αντίστοιχο του 1878, αλλά μέσω της διπλωματικής οδού και της συμβολής των μεγάλων δυνάμεων -αφού έτσι επέτασσαν τότε τα συμφέροντά τους – πέτυχε η Ελλάδα την προσάρτηση της Θεσσαλίας και μικρού τμήματος της Ηπείρου (Άρτα). Οι καιροί ήταν ευνοϊκοί για τη χώρα μας, σε ό,τι αφορούσε το Ανατολικό ζήτημα και εδάφη υπόδουλων εθνοτήτων αποκτούσαν την ελευθερία τους από τον οθωμανικό ζυγό. Αλλά και η ενσωμάτωση ετούτη, που ολοκληρώθηκε με την απελευθέρωση του Βόλου στις 2/11/1881, δεν έφερε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα σε όλο του το εύρος, αφού ούτε όλη η Θεσσαλία απελευθερώθηκε (παρέμενε τουρκική η επαρχία Ελασσόνας ), ενώ από την Ήπειρο η απόφαση του Βερολίνιου συνεδρίου απέδωσε στην Ελληνική επικράτεια μόνο το Νομό Άρτας. Ο βιαστικός και άκαιρος πόθος της προσάρτησης και άλλων εδαφών βορειότερα οδήγησε τη χώρα μας, σε σύντομο χρονικό διάστημα, στη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων με εισβολή στη Μακεδονία και την Ήπειρο, δίχως να υπάρχουν τα εχέγγυα μιας μελετημένης και σοβαρής προσπάθειας. Έτσι από την αχαλίνωτη επιθυμία και την κούφια συνθηματολογία -θα δούμε στη συνέχεια τους λόγους- οδηγηθήκαμε στον λεγόμενο άτυχο πόλεμο του 1897, με τις επώδυνες για τον τόπο συνέπειες, μιας και οι δυνατότητες του κράτους δεν επαρκούσαν σε καμιά περίπτωση για τη συγκρότηση ενός αγώνα με πιθανότητες επιτυχίας.

Λίγα μόλις χρόνια μετά το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», η ολοκληρωτική ήττα στα πεδία των μαχών προκάλεσε, εκτός των, πρόσκαιρων έστω, απωλειών εδαφών, τις οικονομικές αποζημιώσεις που απαιτούσε η Τουρκία για την πολεμική εμπλοκή, ώστε να υπογραφεί η συνθήκη ειρήνης, και επιπλέον επέφερε στη χώρα μας την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ

Η ολοκληρωτική αποτυχία διαφαινόταν από την αρχή. Η σύλληψη, η οργάνωση αλλά και το σχέδιο διεξαγωγής του πολέμου δεν παρουσίαζαν πιθανότητες θετικού αποτελέσματος για τον ρεαλιστικό και ψύχραιμο παρατηρητή – εκτιμητή. Η ήττα επήλθε φυσιολογικά, αν μελετήσει κανείς τον τρόπο με το οποίον αποφασίστηκε , οργανώθηκε και διεξάχθηκε η όλη προσπάθεια. Έτσι ο χαρακτηρισμός «άτυχος πόλεμος» που δίνεται κρίνοντας από το αποτέλεσμα, πρέπει κανονικά να περιλαμβάνει και την απόφαση για την πολεμική εμπλοκή. Ο πόλεμος του 1897 υπήρξε μια από τις πιο άτυχες και άστοχες εμπνεύσεις του Ελληνικού κράτους – κυβερνώντων αλλά και άλλων παραγόντων. Από την αρχή φάνηκε ότι πηγαίναμε «ξυπόλυτοι στα αγκάθια», απέναντι σε ένα εχθρό σαφώς πιο οργανωμένο εκείνη την εποχή, παρά την κακή κατάσταση στην οποία βρίσκονταν, που διέθετε πρόσφατα ανανεωμένο γενικό επιτελικό σχέδιο διεξαγωγής πολέμου, από Γερμανούς αξιωματικούς (από το 1886), σε αντίθεση με τα πρόχειρα δικά μας σχεδιάσματα της τελευταίας στιγμής.

Τρεις υπήρξαν οι πρωταίτιοι για το ξεκίνημα του πολέμου. Α) Ο πρωθυπουργός Δηληγιάννης με την ακατάσχετη δημαγωγία του και την χωρίς ουσία πολιτική της αμετροέπειας, των εντυπώσεων και των συνθημάτων, ώστε να ικανοποιείται μόνο το λαϊκό αίσθημα. Β) Ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄ με το περιβάλλον του παλατιού, το οποίο συνηγορούσε προς αυτή τη κατεύθυνση, δίχως να υπάρχει η σωστή εκτίμηση των καταστάσεων. Γ) Η περιβόητη «Εθνική Εταιρεία» .Τούτη υπήρξε μια παρακρατική οργάνωση με πρωταρχικό σκοπό την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών του Ελληνισμού. Ήδη είχε την συμμετοχή της στην Κρητική επανάσταση, ένα χρόνο πρωτύτερα. Η οργάνωση και η δομή της έγιναν σύμφωνα με τα πρότυπα της Φιλικής Εταιρείας. Στις τάξεις της είχαν προσχωρήσει πολλοί επώνυμοι από όλους τους χώρους (πολιτικοί, στρατιωτικοί, άνθρωποι του πνεύματος και άλλοι) και είχε αποκτήσει μεγάλο λαϊκό έρεισμα, χάρη στα μεγαλόστομα πατριωτικά συνθήματα που ξεσήκωναν τον απλό λαό, απομακρύνοντάς τον από την πραγματικότητα. Αρχικά θεωρούνταν αντιβασιλική αλλά βλέποντας το παλάτι την δύναμη που αποκτούσε , την έφερε προς το μέρος του, αφού σε υψηλόβαθμα πόστα εισχώρησαν και προωθήθηκαν προσωπικότητες που υποστήριζαν το βασιλιά. Μετά τα τραγικά γεγονότα του πολέμου αποδυναμώθηκε και τελικά διαλύθηκε. Έτσι το ξεκίνημα για την διεξαγωγή των επιχειρήσεων πραγματοποιήθηκε μέσα σε κλίμα άκρατου ενθουσιασμού με τραγούδια και χαρές για αυτό και η προσγείωση υπήρξε ανώμαλη και οδυνηρή. Κανένας δεν έβλεπε από την αρχή τις ελλείψεις και τα κενά σε όλους τους τομείς. Η κατάσταση στο στρατό ήταν απελπιστική κι εκτός από το σχέδιο που εκπονήθηκε πρόχειρα λίγο πριν την κήρυξη του πολέμου, αρχιστράτηγος διορίστηκε ο διάδοχος Κωνσταντίνος , μόλις 29 χρονών, δίχως την κατάλληλη εμπειρία και γνώση για μια τόσο υπεύθυνη θέση. Αλλά και το επιτελείο του αποτελούνταν κυρίως από ευνοούμενους, φίλα προσκείμενους στο παλάτι αξιωματικούς , που δεν διέθεταν τα προσόντα που απαιτούσαν οι συνθήκες. Και τούτο αποδείχτηκε περίτρανα στη συνέχεια, κατά την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Η χώρα οδηγήθηκε πλέον σε μια απελπιστική κατάσταση. Πέρα από την ήττα, τα συσσωρευμένα άλυτα προβλήματα σχετικά με την οικονομία, έγιναν χειρότερα, όπως γνωρίζουμε, με την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Η κατοχή της Θεσσαλίας από τους Τούρκους διήρκεσε για περισσότερο από ένα χρόνο (ως τις 25-5-1898) και έπαιξε ρόλο στην ανάσχεση της ανάπτυξης που ήδη εξελίσσονταν από το 1881 και δώθε, στην περιοχή μας.

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Ας δώσουμε ένα συνοπτικό χρονολόγιο των γεγονότων του πολέμου ο οποίος κράτησε μόλις ένα μήνα και κάτι. Στις 28 Μαρτίου εισέβαλαν στο τουρκικό έδαφος ομάδες ανταρτών , οι λεγόμενοι Σταυραετοί. Έδωσαν μερικές αψιμαχίες και υποχώρησαν γρήγορα. Η επίσημη κήρυξη του πολέμου έγινε στις 4 Απριλίου και από την Τουρκία μια μέρα αργότερα , όταν και διεξήχθη η πρώτη μάχη στα σύνορα , στην περιοχή Ανάληψη (Νεζερός). Οι εμπλοκές στην συνοριακή γραμμή φούντωσαν τις επόμενες μέρες με τον αρχηγό των τουρκικών δυνάμεων Ετέμ Πασά να ρίχνει το βάρος στις διόδους Ρεβενίου και Μελούνας. Στην πρώτη, η επίθεση αποκρούστηκε με επιτυχία, αλλά στη Μελούνα η αμυντική διάταξη κατέρρευσε, γιατί δεν υπολογίστηκε ως πρωταρχική γραμμή κρούσης του εχθρού. Το γενικό επιτελείο βρίσκονταν στη Λάρισα, δίχως να έχει άμεση γνώση της κατάστασης. Αφότου έσπασε όλο το μέτωπο και οι εχθρικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Θεσσαλία, η υποχώρηση υπήρξε ολοκληρωτική. Στις 12 Απριλίου εγκαταλείπεται η Λάρισα αμαχητί και τα Ελληνικά στρατεύματα οπισθοχωρούν στα Φάρσαλα για τη σύνταξη νέας γραμμής άμυνας. Στις 15 Απριλίου η ταξιαρχία του Κωνσταντίνου Σμολένσκη παίρνει θέσεις στην περιοχή του Βελεστίνου για να εμποδίσει προέλαση του εχθρού στο Βόλο, όπου συνέρρεαν, μετά την εγκατάλειψη της Λάρισας, χιλιάδες προσφύγων. Όπως θα δούμε στο επόμενο σημείωμά μας οι μάχες του Σμολένσκη στο Βελεστίνο αποτελούν τις μόνες σελίδες δόξας, μέσα στον καταιγισμό των συνεχών ντροπιαστικών υποχωρήσεων, κρατώντας τις θέσεις του για δέκα μέρες, δίχως καμιά άλλη υποστήριξη. Υποχώρησε αναγκαστικά και συντεταγμένα, όταν τα υπόλοιπα τμήματα του στρατού άφησαν τα Φάρσαλα και οργανώθηκαν αμυντικά στο Δομοκό, αφού ο κίνδυνος περικύκλωσής του ήταν παραπάνω από βέβαιος. Η κατάληψη του Βόλου έγινε στις 26/4 το πρωί και την ίδια μέρα πλοία του Ελληνικού στόλου κάλυψαν με τα κανόνια τους την υποχώρηση του Σμολένσκη μέσω του Αλμυρού. Μεγάλη μάχη δόθηκε στο Δομοκό και παρά την φυσικά οχυρή θέση του οι Ελληνικές δυνάμεις πάλι υποχώρησαν (5-6/5/1897). Οι τελευταίες επιχειρήσεις έγιναν στην Καμηλόβρυση και στην Ταράτσα, έξω από τη Λαμία, όπου και οι αντίπαλοι τελικά σύναψαν ανακωχή στις 7 Μαΐου.

Θαρρώ, πως και με τούτη την επιγραμματική καταγραφή των γεγονότων, δίνεται μια εικόνα των αρνητικών επιδόσεων του Ελληνικού στρατού, με μοναδική φωτεινή εξαίρεση το δεκαήμερο της ταξιαρχίας Σμολένσκη στο Βελεστίνο. Και τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν η προέλαση του εχθρού δεν γίνονταν με εξαιρετικά βραδύ ρυθμό.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου