Γρηγόρης Καρταπάνης: Μαρτυρίες από τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο

γρηγόρης-καρταπάνης-μαρτυρίες-από-το-688339

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1912

Στις 19/9 και 3/10/16 παρουσιάστηκαν στον Βόλο δύο ιδιαίτερα σημαντικά πολεμικά ημερολόγια της περιόδου 1912 έως 1922. Πρόκειται για τις ημερολογιακές βιωματικές καταθέσεις των βολιωτών πολεμιστών Παναγιώτη Παναγιώτου και Στέφανου Τζάνου.

Με αφορμή τις παραπάνω εκδόσεις αλλά και την επετειακή συγκυρία (έναρξη Βαλκανικού πολέμου 5/10/1912) υπενθυμίζουμε και μια γραπτή μαρτυρία εκείνης της περιόδου του Κώστα Χριστόπουλου που βρέθηκε στα κατάλοιπα του αδελφού του, λαϊκού ζωγράφου Νίκου και περιγράφει γεγονότα από την μάχη των Γιαννιτσών έως την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.

Δυστυχώς απουσιάζει η αρχή της, αφού όπως σημειώνεται, υπήρχε και προηγούμενο χειρόγραφο, αλλά παραμένει και ημιτελής, μιας και η αφήγηση διακόπτεται, στην τέταρτη σελίδα, απότομα. Παραθέτουμε τη βιωματική κατάθεση του Κ. Χριστόπουλου, ως ένα αυθεντικό ντοκουμέντο για τα γεγονότα της εποχής.

«Σινέχια εκ του χθεσινού 15 8βρίου 1912.

Βάλανλιπόν τα κάρα,ένα δίπλα στο άλλο κε μας πέρασαν μια χαρά. Αποκί βαδίσαμε μέχρι τας 11ώραν μεσιμβρίας και άρχισε να ακούγετε το πιροβολιτό από τη μάχη τον Γενιτσόν όπου εμάχετο κανόνι με κανόνι. Ετσι λιπόν βαδίσαμε πάλη από τας 11 μέχρι τας διό από τα μεσάνικτα. Εκί μας βάλανε στη γραμμή κατά τετράδες κι έπιταοκτό κε σκοτάδι να μινβλέπη ο ένας τον άλον να κατασχινόσουμε. Μόλις εξιμέροσε η 16 8βρίου βάρεσε η σάλπιγγα να βαδίσομε προς μάχη, αλά εκίνη την ημέρα ήμεθαοπιστοφιλακή. Τέλος βαδίζαμε προς το μέρος της μάχης όπου εγίνετο η σφοδρά μάχη τον Γενιτσόν. Εκεί μας έβαλε ο ταγματάρχης Βελισαρίου στι γραμμή. Τότε αρχίσαμε κε σιχορεθήκαμε ο ένας με τον άλλον. Ήτον η όρα 10τη προινή όπου εγενικεύθη το πυρ σε όλη τη γραμμή. Μόλις άρχισε εκίνο το κακό ο εχθρός δεν μπόρεσε να βαστίξη και άρχισε να οπισθοχωρή. Εγω πρώτος ήδα την οπισθοχόρηση του εχθρού και ήπα στο λοχία μας το Μαγουλά. Κυρ λοχία του λέγοπισθοχορούν πάλε τα βρομόσκιλα. Που το ξέρης μου απαντά. Ακούγο το πιροβολιτό και αλαργέβι, του απαντό. Τέλος να μην τα πολιλογόστας 2 μετά το μεσιμέρι παραδόθηκε η Γένιτσα. Σ’ αυτή τη μάχη ανεδίχθη η αξία του πιροβολικού μας. Έκανε μεγάλη θράψη στον εχθρό, τους σκόρπισε σα βαθράκια. Τέλος στας 3 η όρα βαδίσαμε πλέον δια τη Γενιτσά, αλά σε κίνο το δρόμο ήταν απουίταν πλίθος, κορμιά σκοτομένι και λαβομένι. Από μας, αλά η περισότεριτούρκι. Οταν φθάσαμε στη Γενιτσά πίγε ο ταγματάρχης μας να βρί μέρος να κατασινόσομε. Αλά ήταν πίζμον σε όλα τα διατάγματα, έτσι και κεί μας διέταξε να κατασχινόσομεπάνο στα τούρκικα προχόματα. Αλά εκή ήταν πουίταν. Πλίθος κορμιά εχθρικά, έμα ποτάμι. Τη να κάνομε και μής αρχίσαμε και τραβούσαμε τα παλιόκορμααποδό κι αποκή σάματι ήταν κούτσουρα και εκί κάναμε τα τσαντήρια. Τέλος η μισή μίναμεεκί και η άλημισί πήγαν στο χοριό να προμιθευτούν τίποτα άχιρο, να στρόσουμεαποκάτογιατή ήταν όλο λάσπη. Αλά εκίνη πού πίγαν για άχιρογενίκανσοστήλοποδίτες. Τη δε φέραν. Κότες, περιστέρια, κρομίδια, φουφούδες,μαγκάλια,φανάρια, τιγάνια και ότι ιπήρχεχρίσιμο για το φαγή. Και έβλεπες απόξο από της σχινέςσοστή κουζίνα, από τον πρότον μέχρι τον τελευτέον όλη μαγέρηγενίκαμε. Απέναντη αλά πολί κοντά στη σκηνή μου, ήταν η σκηνή του ταγματάρχου όπου ήχε αναμένηφοτιά και κάθονταν απάνο σένα κούτσουρο ο ταγματάρχιςσάματηναίταν ο Κάιν. Όπου ήχε την περίφημον πλέον βέργαν και σκάλιζε τη φωτιά. Εκί φέραμε ένα τούρκο λοχαγό λαβομένο. Μόλης τον ήδε ο Βελισαρίου μπίγι μια άγρια φονί. Που τον βρίκατεμορέ ; Ήπε στους στρατιότες. Τον βρίκαμε μέσα στα πιροβολάκίριε ταγματάρχα. Φονάξτεμορέ έναν να ξερη τούρκικα. Εν τω άμα λιπόν ήρθε ένας. Πέστονμορέ γιατί πισθοχόρισαν. Απαντά ο τούρκος ότη μας κατέστρεχε το πιροβολικό. Τέλος με άλεςαπαντήσις τον έστιλε στο αρχιγίο.

(Τέλος πρώτης σελίδας).

Μόλις εξιμέροσε ο Θεός την ημέρα (18/10) σικοθίκαμε και πίγαμεναιδούμε τα λάφιρα που ίχαμε παρμένα. Εκήεθαύμασα την επιτιχία του πυροβολικού μας. Να βλέπης κανόνια, άλογα, άνθροπη, σορό κουβάρη, αλού κεφάλια, αλούμιαλά που σ΄ έπιανε τρομάρα. Αλά τη μοναχά πουίταν τουρκικά και δεν τους λιπόμασταν. Όταν τα σεργιανίσαμε όλα καλά –καλά, βάρεσε η σάλπιγγα για να αναχορίσομε. Μόλις ακούσαμε τη σάλπιγγα, εν τω άμα σινταχθήκαμε για αναχόρηση κι όλι γιομάτη χαρά για να φθάσουμε στο ποθούμενο. Έτσι λιπόν από τον αμαξοτό δρόμο βαδίσαμε δια την ορέανΘεσσαλονίκην. Αλά εκίνος ο δρόμος δεν ήταν δρόμος αλά σοστόπαζάρη, τη ήθελες να ηδής. Ηλικά πολέμου απόλα τα ήδη. Απικιακά διάφορα ρίζια, καφέδες, ζάχαρες κε ότηβάνης με το νού σου. Αν πης από πτόματαπλιθος. Άνδρες γινέκες, εδόεκή πεταμένες σάματι ήταν ασκί.

Και έτσι με τέτιο δρόμο και με βροχίραγδέα βαδίσαμε μέχρι τας 3μ.μ. εφθάσαμεσ΄έναχοριό βουλγάρικο, όπου και σταθμέψαμε. Αλά ήχαμεαποκάνη από την πίνα όπου διέταξε ο ταγματάρχης μας να κάνουμε σισίτιο. Αλά που τρόφιμα. Σ΄ αυτό το χοριό δε βρίσκαμε τίποτα γιατή το ήχανρημάξη η τούρκη πριν να πάμε εμής. Μόνον ένας παπάς ήχε να κοπάδη αρνιά και ταϊχε μέσα στην εκλισία, όπου ένας στρατιότης τον ανακάλιψε. Όσο να ακούσουμε εμήςποςιπάρχουν αρνιά, τρέξαμε στην εκλισία να τα πάρουμε. Αλά ο παπάς μας φόναξε :μη μορέπεδιά τα πέρνετε αυτά ήνεόλι-μου η περιουσία. Αλά εμίς για να μην τον εβιάσουμεεπιδή ήταν παπάς, μονομιάς τρέχο στο Βελισαρίου. Κύριε Ταγματάρχα, του λέγο, ένας παπάς, έχη αρνιά και δεν μας τα δίνη.Κε τα φιλάτε μορέ.

Γρίγορα να πάτε να τα πάρετε και να έλθη ο παπάς να του τα πλιρόσουμε. Και η ετήα που μέναμε σε τούτο το χοριό ήταν που επισκέβαζαν την γέφυρα του Βαρδαρίου.Αλά το κρίο που φάγαμε σε κίνο το χοριό, ήνε ανεκδιήγητο. Αλά ήταν το καλό που βρίκαμεξίλα. Πήγαμε και ξεσκεπάσαμε ένα κονάκι τούρκικο και πίραμε τη σκεπή και μοσχοπεράσαμετρίς ημέρες. Μας έκαμε ο παπάς του σιντάγματος αγιασμό όπου βαδίσαμε διά την γέφιρα του Βαρδαρίου.

Σινέχια στο προσεχές

Κωσταντήνος Αθ. Χριστόπουλος

(Τέλος δεύτερης σελίδας)

Σινέχια εκ του χθεσινού. 22 8βρίου 1912. Εβαδίσαμε από το χοριόόλιεκίνη την ημέρα ίσαμε στας 3 μ.μ. όπου φθάσαμε σ΄έναάλοχοριό που διαταχθίκαμε να κατασχινόσουμεγιατή δεν ήτο ακόμα φκιαγμένη η γέφιρα του Βαρδαρίου. Μόλις εσχινόσαμε στη στιγμή η μισή τρέξαμε για άχιρο και η άλιμισί για ξίλα. Εμηςπίγαμε και βρίκαμε μια αποθίκη με άχιρο.Ερεπεδιά τι γίνετε σεκίνη την αποθίκηείνε απερίγραπτο. Πος τρέχουμε τα μιρμίγκια στη φολιά τους, αλά μπένουμε κι άλαβγένουμνε, έτσι και μης, 10 βγέναμε, και 50 μπέναμε. Κι όσο να πις, άψε – σβίσεπάϊ η αποθίκη.

Κάναμε ένα στρόμαεκίνο το βράδι σαν πούπουλο. Οσοναϊδούμεεμήςότη γίνηκε τέτιοορέοστρόμα, ήπαμε, εδώ παιδιά θα καλοπεράσουμε. Αλά μόλις πλαγιάσαμε έρχετε η διαταγή να ετιμαστούμε γιατί στας 8 η ώρα θα περάσουμε τη γέφυρα. Καλίτερα να μας λέγαν ότι θα κόβαν παρά ναφίσουμε εκείνο το ορέοστρόμα. Αλά μαθιμένη από πορίες δεν μας έμελε και τόσο πολύ, γιατί μόλις ακούγαμε τη διαταγή όλιαπάνο.Ετιμαστήκαμε και στας 8 αναχωρίσαμε αλά τα μάτια των στρατιωτών ήταν ακόμα στο άχιρο.

Τέλος όσο να διαβούμε εκείνη τη γέφυρα πεδεβόμαστανήσαμε τας 11 1/2 και ναϊνε ένα σκοτάδι φοβερό που να μην βλέπη ο ένας τον άλο. Να βουϊζι το ποτάμι και να τρέμι η γέφυρα σαν καλαμόφιλο. Τι να κάνω κι εγώ πιάνο έναν σιναδελφόμου λα μπρατσέ. Κε αγάντα ο ένας αποδό αγάντα ο άλος από κι, περάσαμε μια χαρά. Όταν περάσαμε πέρα πάντα βαδίσαμε μέχρι τας 2 μετά τα μεσάνικτα, αλά λάσπι, να βουλιάζης ίσαμε τα κότσια. Τέλος εκί μας διέταξε ο ταγματάρχης μας να σχινόσουμε όσον να ξιμερόση. Αλά που να πλαγιάσης, λάσπιπιθαμί, βγάλαμε και μης τους γιλιούς και καθίσαμε, αλά όσο να καλοκαθίσουμε ακούμε ένα πιροβολιτό στη μπροσθοφιλακή που άναψε ο τόπος. Όλιαπάνοφονάζι, πάλι ο ταγματάρχης μας μα διατάζι να αφίσομε τους γιλιούς και να σταθούμε στον τόπο μας με εφόπλουλόνχι. Αλά κρίο, τρέμαμε σαν σκιλιά. Ετσιλιπόνσταθίκαμε μια όρα όπου έπαψε το πυρ και μπίκαμε πάλε στις σκινές, όπου μίναμε ίσαμε το πρωί. Μόλις εξιμέροσεβαραϊ η σάλπιγγα να βαδίσομε προς το αριστερό μέρος της Θεσσαλονίκης όπου βρίκαμε το 5ο και 2ο σύνταγμα, (ήνε 23 του μινός) όπου σταθίκαμε σένα λόφο πουϊταν δίπλα στη γραμμή. Σ΄ αυτόν τον λόφο σταθμέψαμε και περιμέναμε νέα διαταγή. Εκί ήλθε ο Μέραρχος με το επιτελίο. Αλά εν τω μεταξί ήλθε και ένα τρένο μονάχο με μια εβροπαικιά σημαία, όπου η επιβένοντεςομίλισαν με τον Μέραρχον. Κε δόθικε το πρόσταγμα να παραταχθούμε όλα τα συντάγματα προς μάχην, όπου έβλεπες όλα τα σώματα του στρατού μας. Το πυροβολικό μας μέσα στη λάσπη όπου τραβούσαν 12 άλογα κάθε πιροβολικό και να βαδίζουν με μεγάλη δισκολία. Μπροστά μας και έξω της Θεσσαλονίκης, στη ρίζα του βουνού, ήταν στρατοπεδεμένος ο εχθρός.

Εμής, το λιπόν, βαδίζαμε με άλματα και ζιγόνανε κοντά στον εχθρό. Μπροσθοφυλακή ήταν εκίνη την ημέρα το πρότο τάγμα. Μόλις εζιγόσαμε 500-600 μέτρα έρχετε αγγελιοφόρος και λέι στο Μέραρχο ότι η Τούρκη θέλουν να παραθοθούν. Αλά όσο να πάι το διάταγμα στο διάδοχο ενίκτοσε. Εμήςδιαταχθίκαμε να πάμε στο χίλος του ποταμού να κατασχινόσομε. Μόνον το πρότο τάγμα πέρασε την πέρα πάντα όπου έμινε όλη τη νίκτα βρεμένο. Και έτσηεμήναμεάγριπνι όλη τη νίκτα νομίζοντας μιντιχόν και είνε κανένα τερτίπι τον τούρκον. Και όλη την ημέρα. Αλά εκάνε μια βροχή εκίνο το βράδι που χόνεψαν τα ξίλα και πέσαν τα αντίσχινα και μας πλάκοσαν και την περάσαμε όλη τη νίκτααπάνο στο γιλιό.

Ηνε 25 8βρίου. Σικοθίκαμε, αλά τη ναϊδής μαύριζε ο τόπος από τουρκιά. Εκίνη τη μέρα κατά τας 10 μ.μ. ήλθε Σέρβικο ηπικό και ζιτοκραβγάζαμεόλοε ο στρατός. Μόλις έφιγαν η Σέρβι διέταξε ο ταγματάρχης μας να κάνομε σισίτιο και έτιχεναίμεεκίνη την ημέρα μάγειρας. Λιπόνότη έγινε το σισίτιο διέταξε ο ταγματάρχις μας γλίγορα να πάρουμε το σισίτιογιατή θα αναχορίσομε διά τη Θεσσαλονίκην. Άσινελιπόν, βαδίσαμε από τας 5 μέχρι στας 11 πριν τα μεσάνικτα, όπου ήχαμεγίνη σαν γουρούνια από τη λάσπη κι από το πέσε-σίκο, έος όπου φθάσαμε στη γέφιρα όπου και σταθίκαμεέος ότου να ξημερόση.

(Τέλος τρίτης σελίδας)

(26 8βρίου 1912)

Εξιμέροσε ο Θεός την ημέρα, διλαδή 26 8βρίου όπου εβαδίσαμε πλέον δια την ορέανΘεσσαλονίκην. Μόλις περάσαμε τη γέφυρα μας διέταξε ο ταγματάρχις μας να βγάλομε τα αντίσχιναδιότη θα πάμε με βίμα μέσα. Αλά εκίήτον η ραγδιότερη βροχή, όσο να πάμε στο σταθμό γενίκαμε μούσκεμα.

Στο δρόμο που πιγέναμε, ερχόνταν πλίθος η Τούρκι και πετούσαν τα όπλα και παραδίνονταν».

Η γραπτή κατάθεση των γεγονότων, πιθανόν δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, άγνωστο για ποιο λόγο, αποστερώντας μας και άλλες ενδιαφέρουσες πληροφορίες.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου