ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Σε δεύτερο «ταξίδι» η Σοφίκα ~ Καταγράφει επιτυχία το βιβλία του Γιάννη Μαντίδη

σε-δεύτερο-ταξίδι-η-σοφίκα-καταγράφ-292245

Σε β’ έκδοση η ιστορία που συγκλονίζει από τον ερευνητή δημοσιογράφο

Μπήκε φουριόζος στο γραφείο. Όπως πάντα, με βήματα κοφτά και γρήγορα. Ακούραστος και αεικίνητος, με ρυθμούς που ζηλεύουν ακόμη και οι μάχιμοι ρεπόρτερ. Μου άφησε στο γραφείο τη β’ έκδοση της Σοφίκας. Της Σοφικας του. Της ιστορίας που έβγαλε με τον δικό του μοναδικό τρόπο γραφής -αυτόν που σε καθηλώνει, όπως και όταν μιλά περιγράφοντας τα παλιά και τα νέα- στην επιφάνεια. Μιας ιστορίας κρυμμένης στη λήθη του χρόνου, που δεν μπόρεσε, όμως, να ξεφύγει από το άγρυπνο βλέμμα του και από τον ανήσυχο χαρακτήρα του.

Της Βάσως Σαμακοβλή

Στη β’ έκδοσή του, το επιτυχημένο βιβλίο του Γιάννη Μαντίδη «Σοφίκα Τοπάλη, θηλιά στη μνήμη», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Historia, περιλαμβάνει ορισμένες νέες σημαντικές φωτογραφίες, ενώ στις σελίδες του δημοσιεύονται συγχαρητήρια και κριτικές που έλαβε τόσο από την Ελλάδα όσο και από χώρες του εξωτερικού, όπου η «Σοφίκα Τοπάλη» κυκλοφόρησε και στην αγγλική της έκδοση.

Συγχαρητήρια και πάλι, το καλό ταξίδι ας συνεχιστεί ακόμη πιο μακριά, του είπα του καλού μας ερευνητή, συναδέλφου και φίλου Γιάννη Μαντίδη. Τη συγκίνησή του δεν την έκρυψε, όμως, με εκείνη τη σεμνότητα που πάντοτε τον διακρίνει, παρά την επαγγελματική του μεγαλοσύνη την οποία θαυμάζουμε εμείς οι επόμενοι, ευχαρίστησε για το «κάτι απλό, κάτι που έπρεπε να κάνει στη δημοσιογραφική του ζωή».

Χαρακτηριστικά είναι άλλωστε για τον Μαντίδη όσα γράφει στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου του με τίτλο «Στάση Γέφυρα Βρύχωνα»:

Βρύχωνας είναι το ποτάμι – χείμαρρος με την εκατόχρονη μοναδική σκυροδεμένη γέφυρα να ενώνει την πλευρά της Αγριάς με ‘κείνη του χωριού μου, για να περνάει το τρενάκι του Πηλίου. «Γέφυρα Βρύχωνα» είναι και στάση λεωφορείου του αστικού ΚΤΕΛ Βόλου – Λεχώνια και παραδίπλα, λίγα σκαλάκια χαμηλά, είναι ένα σπιτάκι. Στην αυτή του δε βλέπεις έπιπλα εξοχής, μόνο ένα τζαμένιο τραπεζάκι και πάνω του, χειμώνα – καλοκαίρι, μια καράφα μισογεμάτη, σπανίως μισοάδεια, με άγιο τσιπουράκι. Εκεί τα λέμε με τον φίλο συνομήλικο, τον Φράγκο, εκεί αναθυμόμαστε τα παλιά, εκεί αναρωτιόμαστε «πόσα λεπτά καθυστέρηση θα δείξει με τα δάχτυλά του ο Διαιτητής», για να τελειώσουμε έναν αγώνα που αρχίσαμε μικροί σε κείνα τα ταραγμένα χρόνια του πολέμου…

Είχε πια κυκλοφορήσει η «Σοφίκα» μου, όταν σ’ ένα από τα συνήθη βράδια, στη «Στάση Γέφυρα» σταμάτησε το τελευταίο νυχτερινό λεωφορείο από Βόλο. Ο επιβάτης που αποβιβάζεται είναι ένα παιδί. Κατεβαίνει τρέχοντας τα σκαλάκια της αυλής του Φράγκου, με βλέπει, σταματάει, με πλησιάζει. Κι όπως πριν από λίγο μιλούσαμε ξανά για τις Τοπάλαινες, ο απρόσκλητος εκείνος επισκέπτης με ξαναπήγε νοερά σε κείνον το γνωστό «Μικρό μου Ιαβέρη»… Λες να ‘ναι αυτός; Λες να ψάχνει ακόμη; Τι να θέλει επιτέλους; Και, ευτυχώς, αυτή τη φορά, αντί να με ταρακουνήσει με… αγκαλιάζει!

«Σ’ ευχαριστώ που τα ‘γραψες», μου λέει. «Σ’ ευχαριστώ που τα “μιλήσαμε” για να μάθουν όλοι»…

Ήταν ό,τι καλύτερο άκουσα στη δημοσιογραφική ζωή μου. Κάτι που συνεχίζω να τ’ ακούω από νέα παιδιά, παιδιά μεγάλα και μεγαλύτερα, εκείνα που πέρασαν μια ζωή με τη «θηλιά στη μνήμη». Εκείνα που τώρα μ’ ευχαριστούν για κάτι απλό, κάτι που έπρεπε να κάνω: Να χαράξω λίγες γραμμές απ’ την κρυμμένη μας ιστορία. Μια ιστορία από τις τόσες που δε γράφονται και εις μάτην περιμένουν να γραφτούν από γνωστούς κι επώνυμους συγγραφείς, που προτιμούν όμως να γράφουν τις δικές τους, φανταστικές τους ιστορίες…

Είναι φορές που η πραγματική ιστορία εκπλήσσει, συγκλονίζει, όταν βγαίνει στο φως. Κι όταν η ιστορία, είτε με μικρό είτε με κεφαλαίο αρχικό, γράφεται και διδάσκεται πολιτισμένα και σωστά (και δεν βρυχάται σαν τον …Βρύχωνα), τότε μαθαίνεις να βλέπεις τον κόσμο πιο καθαρά, να καταλαβαίνεις καλύτερα τον εαυτό σου και τους άλλους, να ξεχωρίζεις το δίκαιο απ’ το άδικο, το σωστό απ’ το λάθος. Μαθαίνεις να μη φοβάσαι, μαθαίνεις να το παλεύεις και να μάχεσαι. Μαθαίνεις και να συγχωρείς. Δεν το ξέρεις πότε και πώς θα ‘ρθεί και η δική σου η ώρα…».

Αποτέλεσμα εικόνας για «Σοφίκα Τοπάλη, θηλιά στη μνήμη

Τότε για ποιόν;

Τις τελευταίες σελίδες της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου του Γιάννη Μαντίδη συνοδεύουν συγχαρητήρια και κριτικές, με πρώτη εκείνη του Εντουάρντο Ντε Καπιτάνι, συγγενή της οικογένειας Τοπάλη από τη Βραζιλία, ο οποίος αναφέρει ότι με το βιβλίο προστέθηκαν πολύτιμες πληροφορίες στην αποκάλυψη της αλήθειας για το «ξεχασμένο» έγκλημα εκείνης της εποχής. «Είναι πραγματικά μεγάλο δώρο να είμαι φίλος σου!», του γράφει.

«Ο Γιάννης Μαντίδης έχει δείξει τη δύναμη της πένας του με τα προηγούμενα βιβλία του, αλλά, νομίζω, σε τούτο έδειξε όλη την τόλμη του και όλο το ταλέντο του με τη σύνδεση μαρτυριών και καταθέσεων», έγραψε ο Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βασίλης Αναγνωστόπουλος.

«Με μαστοριά έμπειρου, αλλά και αδέκαστου ερευνητή ξετυλίγει το κουβάρι τούτης της σφόδρα δραματικής, όσο και αληθινής ιστορίας ο Μαντίδης», αναφέρει μεταξύ άλλων ο Λαογράφος – συγγραφέας Κώστας Λιάπης.

Πλήθος άλλων έχουν γράψει ακόμη κριτικές και συγχαρητήρια για τη «Σοφίκα Τοπάλη». «Ξέρεις, μερικές φορές κοιτάω στον καθρέφτη και αναρωτιέμαι: μα για μένα όλα αυτά», μου εκμυστηρεύτηκε σε κάποια από τις πολύτιμες, για μένα, συζητήσεις που κάνουμε πάντοτε. Εκείνες τις σύντομες, όπως ο ίδιος τις επιδιώκει, γνωρίζοντας το αδίστακτο κυνήγι του χρόνου για τους δημοσιογράφους, αλλά τις χρήσιμες σε νοήματα και ουσία, για κάθε συνομιλητή του, ιδίως της ίδιας συνομοταξίας…

Με έκανε τότε να αναρωτηθώ με τη σειρά μου: Αν δεν είναι για σένα Γιάννη Μαντίδη, για το βιβλίο σου, την αναζήτηση της αλήθειας μέσα από την έρευνά σου, τη διεισδυτική γραφίδα σου, τότε για ποιoν να είναι;

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου