ΤΟΠΙΚΑ

Αναστάσιος Βολιώτης: Η Δικαιοσύνη δεν αποτελεί θεσμικό στεγανό

αναστάσιος-βολιώτης-η-δικαιοσύνη-δεν-308748

Καμπανάκι κινδύνου ότι η οξεία κριτική που ασκείται τελευταία από μερίδα πολιτικών περί δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες -κατά την άποψή τους- ασκούν δημοσιονομική πολιτική, μπορεί να επιφέρει δυσάρεστες επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, κρούει ο πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου Αναστάσιος Βολιώτης. Αντίστοιχο «σήμα», όμως, εκπέμπει και για την εξάπλωση του φαινομένου της «δικηγορίας φασόν», με επικριτική μάλιστα στάση στις συνδικαλιστικές ηγεσίες που δεν έχουν λάβει σοβαρά υπόψη τους το πρόβλημα.

Σε συνέντευξη σήμερα στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, μία ημέρα πριν την έναρξη του νέου δικαστικού έτους, ανοίγει ζητήματα που ταλανίζουν τον χώρο της Δικαιοσύνης, αλλά και ειδικότερα τους δικηγόρους, ο θεσμικός ρόλος των οποίων νοθεύεται, καθώς από άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί μετατρέπονται σε «επιχειρηματίες».

Απαιτείται, τονίζει ο κ. Βολιώτης, ανυστερόβουλος συνδικαλιστικός λόγος, αντίστοιχος με τις ανάγκες των καιρών. Την ίδια ώρα, από την έντονη κριτική του πρώην προέδρου του Δ.Σ.Β. δεν διαφεύγουν οι αρνητικές νομοθετικές για τον ρόλο της Δικαιοσύνης πρωτοβουλίες, από τη στιγμή που ο νομοθέτης την αντιμετωπίζει ως πηγή δημοσίων εσόδων.

Συνέντευξη στη Βάσω Σαμακοβλή

Βλέπετε σήμερα να υπάρχει η λεγόμενη διάκριση των εξουσιών, και αν ναι, υπάρχει σύγκρουση αυτών;

Η συντακτική εξουσία των χωρών με πολιτεύματα διεπόμενα από τη δημοκρατική αρχή, υιοθετεί ως αυτονόητη αντίληψη ότι οι εξουσίες στο κράτος είναι τρείς, όπως ακριβώς τις προσδιόρισε εδώ και χρόνια ο Μοντεσκιέ, και στις οποίες περιλαμβάνεται και η δικαστική. Κάθε παραβίαση αυτής της διάκρισης ενέχει σοβαρούς κινδύνους διολίσθησης της δημοκρατίας, για αυτό και θεσμικά σύγκρουση εξουσιών δεν (πρέπει να) υπάρχει. Αφ’ ης στιγμής, όμως, η δικαστική εξουσία είναι η ελέγχουσα εξουσία, η δε νομοθετική τείνει, όπως έχω επισημάνει κατ’ επανάληψη στο παρελθόν, να απορροφηθεί από την εκτελεστική, η τελευταία αντιλαμβάνεται τον έλεγχο της δικαιοσύνης πάντα δυσάρεστο και οχληρό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η οξεία κριτική που ασκείται τελευταία από μερίδα πολιτικών και οι μομφές που αυτοί αποδίδουν στα δικαστήρια ότι μέσω των αποφάσεων τους ασκούν δημοσιονομική πολιτική. Η κριτική αυτή, στο βαθμό που στόχο έχει να αλλοιώσει τη διακριτή αρμοδιότητα της κάθε εξουσίας, αποτελεί πηγή κινδύνου για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας ότι αυτό που έρχονται να διαπιστώσουν τα δικαστήρια, είναι το κατά πόσο η νομοθετική και η εκτελεστική λειτουργία, που όπως και η δικαστική υπόκεινται στους κανόνες που διαγράφονται από το Σύνταγμα, παραβιάζουν τους τελευταίους, και να στηρίξουμε τη Δικαιοσύνη στο δύσκολο αυτό έργο της.

Με δεδομένα αυτά που μας είπατε, μπορεί η Δικαιοσύνη σήμερα να είναι «το τελευταίο καταφύγιο» του πολίτη;

Η Δικαιοσύνη είναι αυτή που καλείται να εγγυηθεί την τήρηση των δημοκρατικών ελευθεριών και να στηρίξει τις δύο άλλες εξουσίες, δηλαδή τη νομοθετική και την εκτελεστική. Κατά συνέπεια, από τη Δικαιοσύνη προσδοκά ο κάθε πολίτης τη δική του προσωπική προστασία σε περίπτωση καταχρηστικής και αυθαίρετης σε βάρος του άσκησης της οιαδήποτε εξουσίας. Σε μια ευνομούμενη δημοκρατική χώρα του δυτικού κόσμου, όπως υποθέτω ότι θέλουμε να χαρακτηρίζουμε την πατρίδα μας, ο ρόλος της Δικαιοσύνης είναι η προστασία κυρίως των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, διότι σήμερα περισσότερο από ποτέ αξιώνουμε τη δημοκρατική λειτουργία μιας ανεξάρτητης και αποτελεσματικής Δικαιοσύνης.

Με αυτό το τελευταίο, μου δίνετε το δικαίωμα να σας ρωτήσω: πιστεύετε ότι είναι αποτελεσματική η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα;

Ως αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης συνήθως εννοούμε την ορθότητα και την ταχύτητα στην απονομή του Δικαίου. Με βάση τα παραπάνω δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Δικαιοσύνη είναι όσο αποτελεσματική θα ήταν δυνατό και επιθυμητό να είναι. Πριν αρχίσουμε, ωστόσο, να αναζητούμε ευθύνες στην ίδια την Δικαιοσύνη, θα πρέπει θαρραλέα να επισημάνουμε ότι η Δικαιοσύνη δεν αποτελεί θεσμικό στεγανό. Οργανώνεται κατά νόμο και λειτουργεί κατά νόμο. Κακός νόμος σημαίνει κακή Δικαιοσύνη. Όταν ο νομοθέτης δημιουργεί ειδικότερους νόμους για να ευνοήσει (και πολύ σπανιότερα για να θίξει) ορισμένες κοινωνικές ομάδες, όταν ο ίδιος ο νομοθέτης καταργεί κεκτημένα δικαιώματα και τις δικαστικές αποφάσεις που τα ανεγνώρισαν, όταν ο νομοθέτης αμνηστεύει αξιόποινες πράξεις, όταν ο ίδιος ο νομοθέτης προσβλέπει –απαξιωτικά- στη Δικαιοσύνη ως πηγή δημόσιων εσόδων, τότε μάλλον πρέπει να απορούμε όχι για το ατελέσφορο της Ελληνικής Δικαιοσύνης αλλά για το πώς προσπαθεί, έστω και με τις συνθήκες αυτές, να αντεπεξέρχεται στην αποστολή της.

Υπάρχει υπόνοια ότι η εκάστοτε κυβέρνηση, για λόγους πολιτικούς επεμβαίνει στα της οργάνωσης της Δικαιοσύνης;

Αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση, και είναι αδύνατον να δοθεί μια πλήρης απάντηση στην παρούσα συνέντευξη. Θα μιλήσω, ωστόσο, με παραδείγματα που θεωρώ ότι θα προβληματίσουν επαρκώς εσάς και τους αναγνώστες. Πρώτον, η εκάστοτε κυβέρνηση τροποποιεί τις δικονομικές διατάξεις και διαδικασίες χωρίς να συμβουλεύεται τα όργανα της Δικαιοσύνης. Πέρασαν νόμοι από τη Βουλή και ψηφίστηκαν, τη στιγμή που όλος ο νομικός κόσμος (Δικαστικές Ενώσεις και Δικηγορικοί Σύλλογοι) ήταν αντίθετος με αυτά που συνήθως τελευταία «έρχονται» από τις Βρυξέλλες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον Έλληνα πολίτη αλλά και τον Έλληνα δικαστή. Για παράδειγμα πάλι. Η εκάστοτε κυβέρνηση οδηγείται κάτω υπό την πίεση των τοπικών κοινωνιών σε διατήρηση δικαστηρίων που δεν θα έπρεπε καν να υπάρχουν, γιατί απλά υπολειτουργούν ποσοτικά και ποιοτικά, και εμφανίζουν πολλά αρνητικά επακόλουθα για τη νομιμότητα, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για την κοινωνική συμβίωση. Τέτοια παραδείγματα έχουμε πολλά, που δυστυχώς αν και τα είχα προβάλλει εμφατικά ως Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου στο παρελθόν στα αρμόδια όργανα, δεν ακούστηκα. Θέλω να συμφωνήσουμε όλοι μας ότι πρέπει να οργανώσουμε καλύτερα τη Δικαιοσύνη, να την ενισχύσουμε και να μην παρεμβαίνουμε στο έργο της.

Μήπως τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια νόθευσης του θεσμικού ρόλου των δικηγόρων;

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της θεσμικής νομοθεσίας για τους δικηγόρους και την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός. Δυστυχώς, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει επέλθει νόθευση του θεσμικού ρόλου του δικηγόρου και διαπιστώνεται η μετατροπή του από άμισθο δημόσιο λειτουργό σε «επιχειρηματία», ενώ ταυτόχρονα παγιώνεται η προώθηση αντιλήψεων προσβλητικών και απαξιωτικών για τον ρόλο του δικηγόρου στη σύγχρονη κοινωνία. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η επιβολή του ΦΠΑ στις δικηγορικές υπηρεσίες. Η επιβολή του ΦΠΑ ήταν και είναι ασύμβατη με την ίδια τη φύση του δικηγορικού λειτουργήματος και του θεσμικού ρόλου του ως παράγοντα της απονομής της δικαιοσύνης. Η επιβολή ΦΠΑ είναι αντισυνταγματική στον βαθμό που «η παροχή νομικών υπηρεσιών» ως δημόσιο αγαθό χρήζει προστασίας και όχι φορολόγησης, και σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει προστιθέμενη αξία. Σήμερα, ο ΦΠΑ στις νομικές υπηρεσίες πλήττει τους πολίτες κάνοντας πιο ακριβή την απονομή της δικαιοσύνης και κυρίως πλήττει τους δικηγόρους της λεγόμενης «μαχομένης» δικηγορίας και οπωσδήποτε τους νέους που εισέρχονται στο επάγγελμα, γιατί αναγκάζονται να ενσωματώνουν τον ΦΠΑ στην αμοιβή τους. Ελπίζω, παρά ταύτα, σε μια επιβεβλημένη και γενναία απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης (ο οποίος είναι και συνάδελφος, και δημόσια έχει κατακρίνει την επιβολή του ΦΠΑ) με την οποία να καταργεί τον ΦΠΑ στις νομικές υπηρεσίες.

Παρόμοιο και ακόμα πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η επιβολή υποχρέωσης τοποθέτησης τερματικών pos στα γραφεία των δικηγόρων, τη στιγμή που σε καμία από τις 28 ευρωπαϊκές χώρες δεν εφαρμόζεται η υποχρεωτική τοποθέτηση pos, αλλά και το κυριότερο βαφτίζονται οι λήπτες των νομικών υπηρεσιών ως καταναλωτές, που σημαίνει εμμέσως πλην σαφώς ότι οι δικηγορικές υπηρεσίες ανήκουν στη σφαίρα των καταναλωτικών τοιούτων.

Έτερο παράδειγμα είναι η στοχοποίηση των δικηγόρων ως δήθεν προνομιούχου τάξης, πράγμα που εξυπηρετεί μεσομακροπρόθεσμα όχι τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου αλλά αντίθετα των ποικιλώνυμων εξουσιών (οικονομικής, πολιτικής κλπ) που στο πρόσωπο των δικηγόρων βλέπουν το εμπόδιο πραγματοποίησης των ιδίων συμφερόντων τους. Φυσικά υπάρχει έτερο παράδειγμα, αυτό που λέγεται «άνοιγμα» του επαγγέλματος ή αν θέλετε η «απελευθέρωση» του επαγγέλματος και η πλειάδα νόμων που συντείνουν στην ενίσχυση των μεγάλων δικηγορικών γραφείων και εν κατακλείδι στην υπαλληλοποίηση των δικηγόρων.

Από την πείρα σας ως πρώην Πρόεδρος του ΔΣΒ και μέλος της Ολομέλειας των Πρόεδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, βλέπετε ότι έχουν εκσυγχρονισθεί οι Δικηγορικοί Σύλλογοι;

Τα τελευταία χρόνια οι δικηγορικές ηγεσίες φοβάμαι ότι διέκοψαν κάθε προσπάθεια να επιβάλλουν άλλους τρόπους λειτουργίας προσαρμοσμένες στη σύγχρονη πραγματικότητα. Απ’ ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν έχει κατατεθεί ένα σχέδιο για να ανοίξει ο διάλογος για το μέλλον και τις προοπτικές του δικηγορικού λειτουργήματος. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα «κενό», με αποτέλεσμα αυτό που αποκαλείται «αγορά» να σπεύσει να καλύψει το «κενό» επιβάλλοντας τους δικούς της τρόπους, και για να το πούμε λαϊκά τις δικές της «φόρμες». Είναι γεγονός ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι δεν άνοιξαν από τη μεριά τους τα θέματα που απασχολούν τους δικηγόρους, όπως π.χ. την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, την πολυνομία, τις φυλακές, τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τα εργασιακά δικαιώματα και άλλα φλέγοντα και επίκαιρα θέματα. Αδρανούσαν μέχρι σημείου ακόμα και συμφωνίας με τις προτάσεις της εκάστοτε κυβέρνησης, όπως αυτές υπαγορεύονταν από τις μνημονιακές υποχρεώσεις – εντολές, πράγμα που διόγκωσε τα προβλήματα της σύγχρονης δικηγορίας.

Πώς σχολιάζετε την έκδοση των συναινετικών διαζυγίων από τους συμβολαιογράφους;

Η λύση αυτή (που προωθείται αποβλέποντας στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων) εγείρει σημαντικά συνταγματικά και πρακτικά ζητήματα. Η έκδοση διαζυγίων (συναινετικών) από συμβολαογράφο υφίσταται, απ’ ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω, μόνο στη Ρουμανία, τη Λετονία και την Εσθονία. Πιστεύετε ότι αυτά είναι τα νέα κανονιστικά πρότυπα της Ελληνικής Πολιτείας; Δεν είναι προτιμότερο να έχουμε δικαστική επικύρωση για να υπάρχει ασφαλές σημείο σχετικά με τη λύση του γάμου; Δεν μπορούμε για χάρη της αποσυμφόρησης των δικαστηρίων να αναζητούμε λύσεις που είναι εκτός του υπάρχοντος συνταγματικού και δικονομικού πλαισίου.

Το νέο ασφαλιστικό πώς αντιμετωπίζεται από τους δικηγόρους; Η εφαρμογή των διατάξεων καθιστά βιώσιμη την επαγγελματική δραστηριότητα των δικηγόρων;

Ο ν. 4387/2016 είναι κατ’ επίφαση ασφαλιστικός, μια και στην ουσία είναι φορολογικός. Με τις διατάξεις αυτού οφείλονται ασφαλιστικές εισφορές και για ανύπαρκτο εισόδημα. Με την εφαρμογή του άνω νόμου το άθροισμα των επιβαρύνσεων υπερβαίνει κατά πολύ ακόμα και το 70% του εισοδήματος ανά περιπτώσεις. Είμαι της άποψης ότι ο φορολογικός χαρακτήρας των ασφαλιστικών επιβαρύνσεων προσκρούει στις συνταγματικές εγγυήσεις, δεδομένου ότι καταλήγουμε να μιλάμε για ευθεία δήμευση του εισοδήματος του δικηγόρου-ελεύθερου επαγγελματία.

Πώς βλέπετε το μέλλον της δικηγορίας;

Το μέλλον της δικηγορίας είναι δυσοίωνο. Φοβάμαι ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες τα τελευταία χρόνια δεν έχουν λάβει σοβαρά υπόψη τους και ουδέποτε ενέσκυψαν στο πρόβλημα που ακούει στο «όνομα δικηγορία φασόν» δηλαδή στη διεκπεραίωση υποθέσεων (τυποποιημένων ως επί το πλείστον) με κατ’ αποκοπή αμοιβή. Η «δικηγορία φασόν» ξεκίνησε ήδη με τους ελέγχους τίτλων και σιγά-σιγά θα εξαπλώνεται.

Αυτή είναι μία άκρως απαισιόδοξη σκέψη, και μέσα στις συνθήκες γενικευμένης οικονομικής κρίσης που θα γίνουν χειρότερες για τον δικηγόρο αν ψηφισθεί η πλήρης «απελευθέρωση» του επαγγέλματος (που δειλά δειλά ξανασυζητείται) θα βρεθεί ο αυτοαπασχολούμενος δικηγόρος προ τεραστίων προβλημάτων. Κατά τη γνώμη μου, πριν είναι αργά θα πρέπει από τώρα να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, να αρθρώσουμε έναν σύγχρονο και ανυστερόβουλο συνδικαλιστικό λόγο, αντίστοιχο με τις ανάγκες των καιρών και την επίθεση που δέχεται ο δικηγόρος. Αυτό είναι το στοίχημα των ημερών που έρχονται και γι’ αυτό απαιτείται αγώνας, για να συνεχίσει ο δικηγόρος να αποκτά όλο και περισσότερη επιστημονική επάρκεια και να ασκεί με αξιοπρέπεια το επάγγελμά του.

Σε λίγες μέρες αρχίζει η νέα δικαστική χρονιά. Τι έχετε να μας πείτε για την πορεία της Δικαιοσύνης και των συναδέλφων σας μέσα στους χαλεπούς καιρούς;

Στη νέα χρονιά πρέπει οι δικηγόροι, περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά, να συνδράμουν στην εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης και να συνεχίσουν να βοηθούν την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, η οποία καλείται, χωρίς καμία καθυστέρηση, να προσπαθήσει να εμπεδώσει ένα κράτος δικαίου, σύγχρονο και δημοκρατικό με κοινωνική ειρήνη και ισονομία. Οι δικηγόροι επιβάλλεται να παραμείνουμε αδιαπραγμάτευτοι στα κεκτημένα μας, στα δικαιώματά μας και στον θεσμικό μας ρόλο και να αγωνισθούμε μαχητικά και δυναμικά για ένα καλύτερο αποτέλεσμα, δίνοντας συγχρόνως στη κοινωνία το έναυσμα για αφύπνιση και δράση.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου