Απαιτεί επιτέλους σοβαρότητα

απαιτεί-επιτέλους-σοβαρότητα-108655

Ολα ξεκίνησαν από ραδιοφωνικές δηλώσεις. Δηλώσεις που εμπεριείχαν σοβαρές και άξιες δικαστικής διερεύνησης αναφορές, εφόσον συνοδεύονταν -και θα έπρεπε- από συγκεκριμένα στοιχεία. Δηλώσεις προερχόμενες από συνδικαλιστικά χείλη, κατά συνέπεια μετά από ώριμη σκέψη, θα σκέφτονταν κανείς. Δηλώσεις που φωτογράφιζαν τρομοκράτες, τραμπούκους και παρανομίες στο δήμο Βόλου. Σε μια περίοδο κατά την οποία σ’ αυτή την πόλη πολλά ακούγονται και οι καταγγελίες πέφτουν απανωτές, οι «φωτογραφιζόμενοι» προσέφυγαν στη δικαιοσύνη, θιγόμενοι από τα όσα ειπώθηκαν εναντίον τους.

Στην κρίση της δικαιοσύνης πλέον εναπόκειται, μετά την κατάθεση μηνυτήριας αναφοράς, εάν θα προχωρήσει την υπόθεση σε δικαστική αίθουσα ή εάν θα τη θέσει στο αρχείο, εφόσον μέσα από την προανακριτική διαδικασία δεν στοιχειοθετηθεί ποινική πράξη.

Πριν, όμως, οτιδήποτε κριθεί, η διαδικασία βγήκε από τα όρια του έργου που καλείται να ασκήσει η δικαιοσύνη. Η κλήση σε απολογία έγινε σημαία και ο θόρυβος που ακολούθησε έλαβε διαστάσεις μάχης. Βροχή οι ανακοινώσεις συμπαράστασης, σφοδρή η επίθεση, βαρύτατοι οι χαρακτηρισμοί και το σκηνικό πολέμου στήθηκε.

Η μηνυτήρια αναφορά έλαβε τη διάσταση της συνδικαλιστικής δίωξης και η συνδικαλίστρια που έλαβε την κλήση για το Πταισματοδικείο, δήλωσε ευθύς εξαρχής: «Δεν φοβόμαστε, έχουμε την αλήθεια μας και την υπερασπίζουμε όλοι μαζί ενωμένοι».

Λόγια που δείχνουν «παλικαρίσια». Ομως, εφόσον είναι έτσι γιατί αυτή η αλήθεια δεν πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης για να ακουστεί, με τις διαδικασίες που προβλέπονται για τον κάθε πολίτη, ο οποίος δεν είναι συνδικαλιστής;

Γιατί, ενώ πρόκειται για βαρύτατες καταγγελίες, που χρήζουν δικαστικής διερεύνησης και τιμωρίας, εάν αποδειχθεί το βάσιμό τους, να πρέπει να μείνουν λόγια στον αέρα μιας ραδιοφωνικής εκπομπής; Γιατί εφόσον υπάρχουν περιπτώσεις τραμπουκισμού, ξυλοδαρμού, εξύβρισης ή και παρανομιών να μην ανοίξουν οι υποθέσεις ενώπιον της Δικαιοσύνης;

Εάν προγενέστερα της μήνυσης, που άναψε φωτιές τις τελευταίες ημέρες στο δημοτικό σκηνικό, τα στοιχεία πέρασαν την πόρτα των δικαστηρίων, τότε ο πόλεμος καλά έκανε και άναψε. Εάν, όμως, επιλογή ήταν να μείνουν στο επίπεδο της καταγγελίας, τότε όποιος επέλεξε να τις κάνει δεν μπορεί να μην είναι έτοιμος να δεχθεί τα τυχόν «όπλα» προάσπισης της υπόληψης που χρησιμοποιεί η αντίπαλη πλευρά.

Ο συνδικαλισμός, κάτι που φαίνεται πολύ συχνά ότι μας διαφεύγει σ’ αυτή τη χώρα, απαιτεί επιτέλους σοβαρότητα. Ο συνδικαλιστής, πόσο μάλλον εκείνος που ηγείται, δεν κρίνεται από το πόσο προασπίζεται τη δική του θέση (συνδικαλιστική), αλλά τους συναδέλφους του, το χώρο του, τις υπηρεσίες του χώρου του προς τους πολίτες.

Αλλο, λοιπόν, το «φίμωμα» και άλλο να τολμά κανείς να πει αλήθειες με στοιχεία, τις οποίες θα είναι ικανός να τις υπερασπιστεί μέχρι τέλους. Εκεί είναι η διαφορά.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου