Διεθνώς περιγράφονται δύο κυρίως εκδοχές του λαϊκισμού: μία αριστερόστροφης ρητορείας περί «λαϊκών δικαιωμάτων» και μια «πατριωτική» εθνο-φυλετική εκδοχή στο δεξιό συνήθως άκρο του πολιτικού φάσματος.
Ενδυναμώνεται όπως στην περίπτωση των φαινομένων που βλέπουμε στη Βουλή τις τελευταίες μέρες πάντα σε περιόδους οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που οδηγούν σε διάρρηξη της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα για αυτό και πολλές φορές αναπτύσσονται θεωρίες συνωμοσίας, ομιλούν εξ ονόματος του λαού τον οποίο επικαλούνται χωρίς να ξέρουν τις ανάγκες του, διότι δεν προέρχονται από αυτόν… με την απλή έννοια του όρου καταγωγής, ειδικά εάν γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα πούπουλα.
Το τελευταίο διάστημα ωστόσο υπάρχει και μία τρίτη ομάδα λαϊκιστών. Αυτών που προκειμένου να πάρουν με το μέρος τους ομάδες πολιτών και να δικαιολογήσουν τις πολιτικές τους επιλογές θυματοποιούν, στοχοποιούν ή ηρωποιούν όσους αυτοί εκτιμούν ότι πρέπει να φύγουν από τη μέση.
Είναι αυτοί που θα τους ακούσει κανείς να μιλούν είτε από το βήμα της Βουλής είτε σε κάποιο πάνελ να αναφέρονται στους ανέργους για να δικαιολογήσουν το σφαγιασμό των εργασιακών δικαιωμάτων ως πράξη δικαιοσύνης, διότι θέλουν να πείσουν ότι εχθρός του ανέργου είναι ο εργαζόμενος των 700 ευρώ, του οποίου ο μισθός πρέπει να πάει στα 500 σήμερα και τα 300 αύριο, για να βρει ο άνεργος δουλειά. Είναι αυτοί που επειδή δεν συμφωνούν με κάθε μορφή συλλογικότητας στοχοποιούν το συνδικαλισμό, παρουσιάζοντάς τον ως όχημα διατήρησης προνομίων, εκφράζοντας δημοσίως απλουστεύσεις, ισοπεδωτικές γενικεύσεις που επιστρατεύονται κάθε βράδυ… για να κάνουν πλύση εγκεφάλου στους πολίτες.