ΤΟΠΙΚΑ

Ομέρ Βρυώνης

ομέρ-βρυώνης-851206

Θέλω να μιλήσω απλά, όπως μιλούσαν οι απλοί που σήκωσαν τα όπλα για την ελευθερία. Και το πρώτο πράγμα που μου ’ρχεται στο νου, είναι ο Βάγγος μας. Χοντρούλης, ένα κεφάλι πιο κοντός απ’ όλους τους υπόλοιπους, κουρεμένος γουλί με την ψιλή, εξ αιτίας της βραδύτητας στις κινήσεις του και στην ομιλία που προσέδιδε στο ύφος του μεγάλη σοβαρότητα, επιλέχτηκε απ’ το δάσκαλο να ’ναι ο παρουσιαστής της εθνικής γιορτής.
Την ορισμένη ώρα, πάνω σε μια πρόχειρα στημένη εξέδρα φίσκα από πορτραίτα ηρώων της επανάστασης και κλαδιά από κουμαριά κι αγριοδάφνη, βγήκε ο Βάγγος μας, άπλωσε τα παχουλά χεράκια του προς ένα ακροατήριο μανάδων, γιαγιάδων κι ολίγων πατεράδων κι επέβαλε σιωπή. Ύστερα, χωρίς την παραμικρότερη διαβάθμιση στον τόνο της φωνής, διάβασε από ένα χειρόγραφο τον τίτλο του ποιήματος, το όνομα του παιδιού που θα το απάγγελε κι αποτραβήχτηκε.
Αυτά τα λόγια, με την ίδια έκφραση στο ροδαλό, χαρούμενο, μισοϊδρωμένο του πρόσωπο, με τον ίδιο εγκάρδιο τόνο στη φωνή και τις ατέλειωτες υποκλίσεις, τα είπε ο Βάγγος μας στερεότυπα, κάθε φορά που παρουσίαζε τον επόμενο μαθητή, χωρίς εξαίρεση και δίχως αλλαγή. Κι αφού έκανε την παρουσίαση, κοίταζε έντονα το κοινό και με την όψη ανθρώπου που έχει να τους πει πολλά για την επανάσταση, τέντωνε παλικαρίσια το κορμί του, χαμογελούσε κι αποτραβιόταν με ύφος ανθρώπου κουρασμένου, αλλά σταθερού στην εκπλήρωση του καθήκοντος. Μερικές φορές τον συνέπαιρνε ο ενθουσιασμός, άφηνε το χαρτί κι αυτοσχεδίαζε σε μια πολύ άσχημη, μα θαρρετά ξεστομισμένη καθαρεύουσα.
Όταν ήρθε η ώρα για το θεατρικό, ο Βάγγος μας μουγκάθηκε. Αποτραβήχτηκε στα παρασκήνια και πίσω από μια κουρτίνα έδειχνε καθαρά πως δεν θα δυσαρεστιούνταν διόλου, αν έπαιρνε μέρος στην παράσταση στο πλευρό του Διάκου. Εκδήλωσε ανοιχτά την αποδοκιμασία του όταν εμφανίστηκε ο Ομέρ Βρυώνης, ένα ψηλό παιδί με μεγάλο στόμα κι άσκημο, που ασκήμιζε περισσότερο εξ αιτίας της καπνιάς με την οποία του είχαν βάψει το μούτρο. Από τα παρασκήνια έβγαλε τη γλώσσα στους «Τούρκους» που τον συνόδευαν και περιγέλασε τα λεπτούτσικα γυμνά τους μπράτσα και τα μικρά τους ποδαράκια που πρόβαλλαν κάτω από τη βράκα. Μα εκεί που δεν κρατήθηκε, ήταν όταν άρχισε η μάχη. Αν και το αποτέλεσμα ήταν γνωστό, αυτός μάς φώναξε: «Απάνω τους! Φάτε τα τα ζαγάρια!». Και μεσ’ στην έξαψή του ούτε που κατάλαβε τη σβουριχτή σφαλιάρα του δασκάλου.
Όταν πιάσαν το Διάκο να παν να τον σουβλίσουν, ο Βάγγος μας προσπάθησε να συγκρατήσει μέσα στα όρια της ευπρέπειας τον τρομερό θυμό του. Ήταν φανερό ότι μέσα στο μυαλό του είχε στηθεί πόλεμος. Τραντάχτηκε σύγκορμος πίσω από την κουρτίνα κι η άφωνη οργή του ήταν τόση, που δεν μπορούσε λέξη να βγάλει από το στόμα του κι αναγκάστηκε ο δάσκαλος να συνεχίσει ο ίδιος την παρουσίαση της γιορτής.
Όταν όλα τελείωσαν και σχόλασε η παράσταση, ο Βάγγος μας παραφύλαξε τον Ομέρ Βρυώνη που πήγαινε σπίτι του, έχοντας κόψει το ξύλινο σπαθί στον ώμο και κρατώντας το φέσι παραμάσχαλα, και με μια πέτρα τού άνοιξε το κεφάλι.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου