ΤΟΠΙΚΑ

Οι παλιές ταβέρνες του Βόλου

οι-παλιές-ταβέρνες-του-βόλου-851206

Οπως έγραψα και την περασμένη Κυριακή, οι παλιοί Βολιώτες και φίλοι της ταβέρνας, παρά τις απαγορευμένες ώρες κατά την Κατοχή, σοφίζονταν πολλούς τρόπους για να επισκέπτονται τα ταβερνάκια. Και όχι μόνο, είχαν και τη διάθεση να σκαρώνουν ένα σωρό φάρσες μεταξύ θαμώνων και ταβερνιάρηδων. Στην Αλεξάνδρας ήταν η «τουλούμπα» των Αφών Χατζηγιάννη, γιατί έξω από την ταβέρνα υπήρχε μια τουλούμπα και όπως μου ‘λεγε σε μια εκπομπή ο συμπολίτης μας Θέμης Μυλωνάς είχαν κι αυτοί ένα μαυροπίνακα (όπως ο μπαρμπα – Στέφανος Μιλάνος στη «Σκάλα» στον Αγ. Νικόλαο). Εκεί αναγράφονταν οι «οφειλέτες». Οι Αφοί Χατζηγιάννη, καλοκάγαθοι άνθρωποι, κατέβαιναν στο υπόγειο για να φέρουν κρασί. Οι «πλακατζήδες» πελάτες έκλειναν την καταπακτή, οι δύο ταβερνιάρηδες έμειναν αρκετή ώρα στο υπόγειο και έως ότου τους ανοίξουν, όλα τα ονόματα των οφειλετών είχαν σβηστεί. Βέβαια και οι Αφοί Χατζηγιάννη… τα ‘θελαν κάτι τέτοια, γιατί πλάκα στην πλάκα η ταβέρνα γέμιζε κάθε βράδυ και οι οφειλέτες δεν ήταν μόνο στο σβησμένο πίνακα, αλλά και στο τεφτέρι τους.
Παρόμοιο μαυροπίνακα με οφειλέτες – όπως γράφω παραπάνω – είχε και η «Σκάλα του Μιλάνου». Ο πατέρας Στέφανος μεταξύ των άλλων είχε γράψει και το όνομα του πασίγνωστου μουσικοσυνθέτη Γιώργου Μητσάκη, τον οποίο είχε μάθει μπουζούκι ο μπαρμπα – Στέφανος και μάλιστα το είχε αγοράσει χωρίς να το πληρώσει στους Μιλαναίους. Ύστερα από χρόνια σβήστηκε από τον μαυροπίνακα, που σημαίνει ότι τακτοποίησε την οφειλή του. Μετά από την οδό Ερμού η «Σκάλα» μεταφέρθηκε στην Ιωλκού, ο Στάθης έκανε σόλο καριέρα, τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του ο Κάρολος και ο Νίκος για πολλά χρόνια εργάστηκαν σκληρά για να δώσουν την αίγλη που είχε η ταβέρνα τους και στο σημείο που αποφάσισαν να αποσυρθούν από το επάγγελμα μέσα σ’ ένα χρόνο έφυγαν και οι δύο από τη ζωή…
Άλλες ταβέρνες ήταν τα 5Φ (φίλε φέρε φίλους φάγετε φύγετε) πίσω από τα Δικαστήρια Κουταρέλια και Γαζή, εκεί κοντά στην Ιωλκού ο «Γκουντάρας», ο Κασαπλέρης και τα «Καλαμάκια» στον Αγ. Κων/νο. Για τη «Λεύκα» του Μ. Ρεπανίδη έγραψα στην αρχή της σειράς αυτής, στον Άνω Βόλο επάνω από την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου επί της Ιωλκού μέχρι σήμερα η γνωστή μπακαλοταβέρνα του Μπάρτζου, όπως και στην Αγ. Παρασκευή. Ανεβαίνοντας προς Πήλιο οι «Αηδονοφωλιές», το φημισμένο «τζάκι», αργότερα και μέχρι σήμερα το «Δασάκι» που τραγουδούσε ο Άρης Γεωργιάδης.
Και μέσα σε όλα αυτά οι ωραίοι τύποι της ταβέρνας όπως ήταν ο Νίκος Ζερμπίνης, ο οποίος ντυμένος άψογα μ’ ένα γαρίφαλο στο πέτο αντί για τσάι ή καφέ το πρωί έπινε κρασί και ήταν από τους καλύτερους «χημικούς» του Βόλου, δηλαδή δοκιμαστής κρασιών νέας εσοδείας.
Υπήρχε ακόμη η ταβέρνα του Χαλιαμπάλια – όπου σήμερα – όπου μαζευόταν οι χορωδοί της βολιώτικης μετά την πρόβα τους. Επίσης παλαιότερα στην Τάκη Οικονομάκη η ταβέρνα Ζαφρακοπούλου που οι θαμώνες… Γαλλιστί την είχαν ονομάσει Ζαν Φρανκ και εκεί σύχναζαν άλλος ένας καλοκάγαθος συμπολίτης μας ο κύριος Ζαφείρης – όπως τον αποκαλούσαν – διότι πάντοτε ήταν κομψά ντυμένος με κουστούμι και παπιγιόν.
Υπήρχαν όμως στην ταβέρνα και τα… ζιζάνια, τα πειρακτήρια. Μια μέρα επάνω στο κρασί του λένε «κύριε Ζαφείρη, είμαστε καλεσμένοι στου τάδε, κρασί γιοματάρι κλπ., πρώτα όμως θα πάμε για ψάρεμα γιατί μάθαμε ότι στο Φανάρι στα Πευκάκια έχει τσιπούρες». Σύμφωνος ο Ζαφείρης, πιστός στο ντύσιμο, κουστούμι κουκουλάρικο παπιγιόν και καπέλο ψάθινο, πηγαίνει στο ραντεβού με τη βάρκα των δύο φίλων στο Φανάρι αλλά ψάρι ούτε τσίμπημα.
Ξαφνικά μένουν με τα μαγιό τους, του λένε: «Ζαφείρη εμείς θα βουτήξουμε, αφού δεν έχει ψάρια, αλλά μια τελευταία προσπάθεια να ρίξουμε ένα μικρό άκακο δυναμιτάκι για να μην πάμε με άδεια χέρια στο γεύμα»…
Βγάζουν μια απομίμηση δυναμίτη, ο Ζαφείρης δεν είδε ότι ήταν ψεύτικος, το ανάβουν και δήθεν του πέφτει από τα χέρια στη βάρκα … Φωνές, πανικός, πέφτουν και οι δύο (με τα μαγιό) στη θάλασσα και από κοντά ο Ζαφείρης με το κουκουλάρικο κουστούμι του και το ψαθάκι του να επιπλέει στη θάλασσα…
Πολλά τέτοια σκάρωναν οι ταβερνόβιοι ήταν μάλιστα σε καιρό Κατοχής. Η πείνα, τα δεινά, δεν ήταν ικανά να στερήσουν το χιούμορ και τη διάθεσή τους. Απ’ ότι θυμάμαι κι εγώ και ο Θέμης Μυλωνάς – φυσικά κάποιες θα ξεχάσουμε, γιατί ήταν πάρα πολλές – υπήρχαν κι άλλες ταβέρνες, όπως του «Κατή», του «Σφυάκη» του «Μαυρουδάκη» του «Κολιόπουλου» κ.ά. που είχα αναφέρει την περασμένη Κυριακή.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου