ΤΟΠΙΚΑ

Το πολυβολείο

το-πολυβολείο-851206

Στα δεξιά μου απλωνόταν αλλεπάλληλες σειρές μισογκρεμισμένων τειχών, ύψους το πολύ μισού μέτρου, που έμοιαζαν σαν ένα μυστηριώδες φράγμα το οποίο μόλις είχε αναδυθεί από το έδαφος. Ο προορισμός τους ήταν ανεξήγητος και η εμφάνισή τους παράξενη, λες και τα είχαν εγκαταλείψει εκεί για πάντα κάποιοι ηττημένοι τοξότες, πριν φύγουν για να πάνε στην άλλη άκρη του κόσμου. Γιατί, όσο μπορούσε να φτάσει μακριά το μάτι, δεν έβλεπες ανθρώπινη ψυχή. Στα αριστερά μια άγονη νησίδα τριών πέτρινων κτιρίων, πυρπολημένων και δίχως στέγη -ήρεμη, ασάλευτη και συμπαγής. Κι ακόμα, το φως του ήλιου που έγερνε προς τη δύση, απαλό, χωρίς τη ζωηρή ακτινοβολία που αποκαλύπτει τις μικρές ρωγμές ενός κόσμου αδυσώπητου. Κι όταν έστρεψα το κεφάλι μία μικρή συστάδα θάμνων, μηδαμινή μπροστά στη μεγάλη ανοιχτωσιά του κάμπου, που υποδήλωνε πως η ζωή μπορεί να συνεχίζεται ακόμα και σ’ ένα τέτοιο τοπίο θανάτου και φθοράς. Και πίσω, τρία μέτρα πιο πίσω από τους θάμνους, μια μάζα μεγαλύτερη και πυκνότερη από πέτρες, σίδερο και μπετόν, με ένα μικρούλι μάτι που κοίταζε προς τον κάμπο, διατρέχοντας πάνω κάτω την ατέλειωτη ευθεία του ορίζοντα. Το βλέμμα μου ακολούθησε το βλέμμα της πάνω απ’ την πεδιάδα, εισδύοντας σε ανταύγειες πορφυρές και μωβ, όλο και πιο απαλές, όλο και πιο απομακρυσμένες. Μέχρι που τέλος χάθηκαν κι αυτές κάτω απ’ το ελαφρύ σκοτάδι που κατέβαινε ξοπίσω μου από τα μακρινά βουνά. Και τότε απόμεινα μόνος με τον εαυτό μου, αραξοβολημένος καταμεσής του κάμπου δίχως καράβι και δίχως πυξίδα κι έχοντας μπρος μου το πολυβολείο.
Κανένας θόρυβος. Τίποτα δεν κουνιέται. Τίποτα δεν υπάρχει, ούτε καν ένας μικρός άνεμος, ούτε ένα πουλί στον αέρα, ούτε ένα αστέρι. Σ’ αυτή την αδιατάρακτη σιωπή, στο κατώφλι μιας πορείας που μόλις άρχιζε, το πολυβολείο κι εγώ σα να μετρούσαμε τις δυνάμεις μας για ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι, μακριά από ανθρώπινα μάτια, με μόνους μας κριτές τον ουρανό και τη νύχτα. Θα πρέπει να υπήρχε κάποιου είδους ακτινοβολία στην ατμόσφαιρα, γιατί για μια στιγμή είδα ή νόμισα ότι είδα μια κίνηση στο πολυβολείο κι ύστερα έναν αξύριστο άντρα να βγαίνει από το χάλασμα παραπατώντας και να εξαφανίζεται. Γέλασα. Ήταν το φάντασμα των παιδικών μου χρόνων, ο στρατιώτης που έπεσε πάνω στο πολυβόλο του κι από τότε έγινε φάντασμα με ματωμένη χλαίνη, που βγαίνει όταν βραδιάζει άλλοτε ανάμεσα στα μικρά αλλεπάλληλα τείχη κι άλλοτε στο πολυβολείο κι ύστερα εξαφανίζεται στο σκοτάδι, καταπώς μου έλεγαν όταν ήμουν παιδί για να με φοβίσουν και να μην τριγυρνάω τις νύχτες στα χαλάσματα, δυο χιλιόμετρα και βάλε μακριά από το χωριό.
Μου έλεγαν κι άλλα για κείνη την εποχή: Ήταν μια εποχή δύσκολη και ωραία, οι άνθρωποι τότε αρνούνταν να υποταχτούν κι ακόμα αντιστέκονταν…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου