ΤΟΠΙΚΑ

Ο δάσκαλος

ο-δάσκαλος-851206

Τον Οκτώβρη του 200… πήγα στο σπίτι ενός παιδιού που είχα στην τάξη μου να δω τον πατέρα του. Μου φάνηκε πως το έδερνε. Μόλις μπήκα, αναγκάστηκα να βγάλω το μπουφάν μου που έσταζε νερό κι η μάνα του παιδιού το κρέμασε σε μια κρεμάστρα. Ένας άντρας καθόταν δίπλα από το παράθυρο, κοντά στο καλοριφέρ και διάβαζε τα αθλητικά στην εφημερίδα. Στα πόδια του ξάπλωνε ένα κουτάβι. Κάθισα απέναντί του και περίμενα να τελειώσει με το διάβασμα.
Περίμενα αρκετά. Όταν ο άντρας σήκωσε το βλέμμα, του έδειξα το σκυλί. «Πώς το λένε;» ρώτησα. «Δεν ξέρω» αποκρίθηκε στυφά. «Δεν ξέρεις πώς λένε το σκυλί σου;». «Ποιο σκυλί μου;». «Μπα; Ώστε δεν είναι λοιπόν δικό σας;». Ο τύπος σηκώθηκε, βούτηξε το κουτάβι από το σβέρκο, άνοιξε το παράθυρο και το πέταξε στο δρόμο από τον πρώτο όροφο. «Τι κάνεις; Θα το σκοτώσεις!» ούρλιαξε η γυναίκα του. «Σκασμός! Στην κουζίνα σου εσύ!» φώναξε ο άντρας.
Έξω η βροχή άρχισε να κόβει. Νύχτωνε. Στο δωμάτιο πήρε να σκοτεινιάζει. «Δουλεύεις κάπου;» ρώτησα, αν και πριν λίγο καιρό το παιδί μού είχε πει ότι είναι άνεργος. «Είμαι οικοδόμος. Τώρα δεν έχω δουλειά, μα και να είχα, με τέτοιον βρωμόκαιρο πάλι δε θα δούλευα. Είναι άσχημα τα πράματα. Βρίσκεις δυο μεροκάματα και τρως λίγο ψωμί κι ύστερα κάθεσαι με τον κώλο απάνω στο καλοριφέρ για δυο βδομάδες. Κωλοκατάσταση».
Τον κοίταξα προσεκτικά. Δε φαινόταν να ’χει ρίξει νερό σήμερα στο μούτρο του. Τα μαλλιά του πέταγαν σαν φουντωτός θάμνος απάνω στο κεφάλι του. Το πρόσωπό του ήταν παιδικό, αλλά το χάλαγαν η μύτη και τα μάτια. Είχε μια μύτη λεπτή και σουβλερή και δυο μάτια άχρωμα που γυάλιζαν. Δεξιά κι αριστερά στο μέτωπό του φύτρωναν μαλλιά, που πήγαιναν πέρα δώθε όταν μιλούσε. Απάνω στους φαρδιούς του ώμους στεκόταν το κεφάλι του ολοστρόγγυλο, σαν κάκτος, με το καρύδι του λαιμού να ανεβοκατεβαίνει σε τακτά διαστήματα και το ανοιχτό πουκάμισο να φανερώνει ένα δασύτριχο στήθος. Θα τον φοβόταν ο καθένας.
«Να σας ψήσω έναν καφέ;» πλησίασε η γυναίκα. «Άι στο διάολο! Πάντα οι ηλίθιες ερωτήσεις σου! Και βέβαια θέλει καφέ! Και γρήγορα!» πετάχτηκε ο άντρας και χτύπησε με δύναμη το χέρι στο μπράτσο της πολυθρόνας. Ύστερα γύρισε προς εμένα: «Είναι τελείως κότα» είπε «όλη μέρα δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά σκουπίζει, μαγειρεύει και βλέπει τα κουτσομπολιά στην τηλεόραση». «Πώς πίνετε τον καφέ σας;» ρώτησε η γυναίκα εκνευρισμένη, γιατί εξ αιτίας μου βέβαια ο άντρας της ξεσπούσε απάνω της. «Σκέτο» απάντησα. Μου έφερε τον καφέ και τον ήπια μέσα στη σιωπή. Όταν τελείωσε σηκώθηκα: «Αυτό ήταν» είπα «αν ξαναπλώσεις χέρι στο παιδί, θα ’χεις να κάνεις μαζί μου. Θα χαρώ να μου δώσεις την ευκαιρία να σε χώσω μέσα». Πήρα το μπουφάν μου και βγήκα έξω, στη βροχή…
Δεν μου έδωσε ποτέ την ευκαιρία. Σταμάτησε να δέρνει ή ο φόβος που προκαλούσε στις δυο φτωχές ψυχές μεγάλωσε, βυθίζοντάς τες δια παντός στη σιωπή; Δεν μπόρεσα να εξακριβώσω…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου