ΤΟΠΙΚΑ

Η παράσταση

η-παράσταση-851206

Η πόρτα ανοίγει. «Θέλεις κάτι;». Είναι η γυναίκα μου. «Αν θέλω κάτι;» επαναλαμβάνω αόριστα. Σύντομη σιωπή. «Μην ξεχάσεις να σβήσεις το φως». «Να μην ξεχάσω να σβήσω το φως» επαναλαμβάνω πάλι.
Υπήρξε μια εποχή που αυτή η συνήθεια να ξεχνώ τα πάντα ήταν μία από τις πιο γλυκιές συνήθειες. Τότε δεν ξεχνούσα βέβαια τα πάντα και δεν ήταν ακόμα συνήθεια. Συνέβαινε μόνο όταν ήμουν απορροφημένος βαθιά σε κάτι. Και πάλι όμως η γυναίκα μου το έβρισκε απέραντα διασκεδαστικό και γοητευτικό. Σήκωνα το κεφάλι και την έβλεπα να με κοιτάζει και να χαμογελάει. «Δεν άκουσες τίποτα τόση ώρα». «Όχι, δεν άκουσα». Ενθουσιαζόταν: «Μα τι θα κάνω με σένα!». Σίγουρα περίμενε αυτές τις στιγμές, ήταν κατά κάποιον τρόπο το παιχνίδι μας, μα με τον καιρό το συνήθισα τόσο, που περίμενα να συμβεί. Περίμενα να έρθει η στιγμή να μου μιλήσει κι έτσι ερμήνευα ένα ρόλο. Κάθε βράδυ, πριν πάει για ύπνο, έπρεπε να είμαι οπωσδήποτε απορροφημένος σε κάτι. Και κάθε βράδυ λάμβανε χώρα η ίδια παράσταση. Για κάποιον λόγο είχα την αίσθηση ότι δεν έπρεπε να τη διακόψω κι ότι αν αυτό συνέβαινε, τότε θα κατέρρεαν όλα…
Η γυναίκα μου φεύγει. Επιτέλους, τελείωσε γι’ απόψε. Δεν αφορά μόνον εμένα αυτό το επιτέλους, νιώθω ότι χαλαρώνει κι ο κόσμος γύρω μου. Ο καναπές, το γραφείο, οι πολυθρόνες, βγάζουν αργά αργά το κοστούμι του ηθοποιού και το ακουμπούν σ’ ένα φανταστικό τραπέζι. Σκουπίζουν τον ιδρώτα από το μέτωπό τους. Κάθε γραμμή του προσώπου τους αποπνέει κούραση. Η νύχτα έξω γίνεται πιο νύχτα, όλα γύρω μου παραιτούνται από τη σχέση τους με τα άλλα και βυθίζονται προς τα μέσα και μόνο το φως στο σαλόνι εξακολουθεί να δηλώνει παρουσία.
Ανάβω ένα τσιγάρο, κυνηγάω με το βλέμμα τον καπνό και συλλαμβάνω ένα λεπτό του νήμα πάνω από τον αριστερό μου ώμο. «Πόσον καιρό θα παίζω ακόμα αυτό το θέατρο;» αναρωτιέμαι. Κι αμέσως σηκώνονται πελώρια κύματα που σκάνε με πάταγο στα πλευρά της βάρκας μου. Νερά εισχωρούν στο κύτος (μ’ αρέσουν τα νερά, το παραδέχομαι) έρχονται από παντού… κι η βάρκα μου βουλιάζει… Όμως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ, άρα ποτέ δε θα μάθω τι θα γινόταν αν διέκοπτα την παράσταση και πολύ περισσότερο αν τη σταματούσα.
Γιατί; Α, τώρα έχω παγιδευτεί! Αυτή είναι πολύ δύσκολη ερώτηση! Αμυδρά αμυδρά θέλω να πω ότι έχω την αίσθηση (ναι, πρόκειται για αίσθηση και όχι για πεποίθηση) της τρομακτικής ομοιότητάς μας με τα σκαθάρια που πιάνει κάποιος φυσιοδίφης και τα κλείνει μέσα σε μία γυάλα. Κοιτούν τον κόσμο με τα μικρά ματάκια τους πίσω από το γυαλί κι αυτό είν’ όλο.

Γίνομαι ασαφής; Ναι, μα είναι το περισσότερο που μπορώ…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου