ΤΟΠΙΚΑ

Το μοιρολόγι της Στεργιανώς

το-μοιρολόγι-της-στεργιανώς-851206

-Πού είναι το σακούλι με τα γρόσια ορέ Παναή;
-Δεν υπάρχουν γρόσια αφέντη μου.
-Βάϊ- βάϊ -βάι. Τι είναι αυτά που λες ορέ τζάνουμ;
Αυτός ο διάλογος έγινε τα χρόνια της τουρκοκρατίας γύρω στα 1867 στον καφενέ ενός ορεινού χωριού της Καρδίτσας που λέγονταν Πουλιάνα τότε και Φυλακτή σήμερα. Μου τη διηγήθηκε μπροστά από αρκετά χρόνια ο υπεραιωνόβιος τότε ενενηνταπεντάχρονος γέρο-Παπής και την καταγράφω. Ένας Μπέης φoρoεισπράκτορας και τρεις χωροφύλακες Αρβανιτάδες πήγαν στο χωριό να εισπράξουν τους φόρους, όπως είχαν ορισθεί με τη Συνθήκη που έγινε στο Ταμάσι στις 10 του Μάη το 1525 μεταξύ των Τούρκων και των προυχόντων των Αγράφων. Είχε λήξει η προθεσμία και ο Παναής που είχε ορισθεί απ το χωριό να εισπράττει τους φόρους και να τους πηγαίνει κάθε χρόνο στον Κασαπά σημερινό Νεοχώρι, δεν είχε εμφανισθεί και ο φοροεισπράκτορας με τη συνοδεία του βρέθηκαν, στο χωριό. Ήταν Κυριακή. Κάθισαν στο μικρό καφενεδάκι και ο Μπέης είπε στο Καφεντσή.
-Κάνε μας καφέ ορέ Λευτέρη και στείλε διαταγή στο Παναή νά ρθει
-Ό,τι προστάζεις Αφέντη.
-Ο Παναής έφτασε τρεχάτος και τρέμoντας από το φόβο του.
-Προσκυνώ, Μπέη μου.
-Πού είναι τα γρόσια μπρε γκιαούρη;.
-Οι βροχές και τα χιόνια ρήμαξαν τα σπαρτά μας και τώρα πεινάμε, δυστυχούμε, θα πεθάνουμε από τη πείνα. Δεν έχουμε καθόλου γρόσια να σου δώσουμε Μπέη μου.
-Και τι να πω εγώ στον πασά μου, στο Δοβλέτι μου ορέ μπίρουμ;
– Τι να σου πω Μπέη μου, Η αφεντιά σου θα βρει τρόπο να μας περιμένει για λίγο καιρό.
– Και που θα τα βρείτε τότε ορέ Παναή;
-Να, σκεφτόμαστε Μπέη μου να κάνουμε ό,τι έκανε και το Στούγκο,(σήμερα Κρυονέρι), να τα ζητήσουμε από το Μοναστήρι της Κορώνας. Πιστεύω να μας δώσει ο ηγούμενος, αφού βάλουμε και εμείς ενέχυρο τις περιουσίες μας. Αγρίεψε ο Μπέης.
Όχι τζάνουμ, αυτό δε γίνεται Φέρε τα γρόσια γρήγορα, αλλιώς σας πάω δεμένους στο Πασά. Πάνω στη κουβέντα θύμωσε ο Μπέης. Αϊ- σιχτίρ είπε, έβγαλε το κουμπούρι και έριξε τρεις στον αέρα για εκφοβισμό. Οι κλέφτες που είχαν συνεννοηθεί με τους κατοίκους του χωριού και βρίσκονταν εκεί κοντά στο παρακείμενο δάσος της Τσουμαρέλας, όταν άκουσαν το τουφεκίδι έτρεξαν αμέσως στον καφενέ, αφόπλισαν τους Αρβανίτες, τους έδεσαν πισθάγκωνα και τους κατέβασαν κάτω στη ρεματιά. Σταμάτησαν κάτω από ένα γέρικο πλάτανο και ο καπετάνιος τους είπε:
– Άιντε Τουρκαλάδες, πάτε τώρα στο Νιρβάνα να φάτε απόψε πιλάφι με τον ψευδοπροφήτη σας. Έριξαν από μία μπαταριά, τους άφησαν νεκρούς και έφυγαν. Οι κάτοικοι όπως είχαν προσχεδιάσει, έστειλαν μήνυμα στο Τούρκο Διοικητή του Μουζακιού ότι τους φοροεισπράκτορες τους σκότωσαν οι κλέφτες, και πήραν και τα χρήματα που δήθεν τoυς τα είχαν δώσει. Έτσι και το χαράτσι δικαιολόγησαν και το χωριό τους φύλαξαν από την εκδικητική μανία των Τούρκων. Την άλλη μέρα κατέφτασε από το Μουζάκι Τουρκική ενίσχυση με το δερβέναγα Χαλίμπεη Φράσαρι και αφού από αρκετούς κατοίκους της περιοχής βεβαιώθηκαν ότι τους είχαν σκοτώσει οι κλέφτες, άφησαν μια ομάδα να τους ενταφιάσει και ξαναγύρισαν στο στρατώνα τους. Οι Τουρκαρβανίτες που είχαν συνήθεια να μοιρολογούν τους νεκρούς, φρόντισαν, έμαθαν, έστειλαν συνοδεία στο γειτονικό χωριό και έφεραν τη βαβά Στεργιάνω που ήταν γνωστή μοιρολογίστρα σε όλα τα γύρω χωριά.
-Κλάψ τους βαβά. Κλάψε τα παλικάρια μας. Και η βαβά Στεργιάνω, αφού διαπίστωσε ότι κανένας απ αυτούς δεν καταλάβαινε ελληνικά έβγαλε το χάκι, τον καημό της, με το παρακάτω μοιρολόγι:
Όσα δέντρα στη Καράβα λεβέντη μου
Τόσ Τούρκ ν απομείνουν παλικάρι μου.
Ας σημειωθεί ότι η Καράβα με υψόμετρο 2.144 μέτρα είναι ολόγυμνη. Δεν βρίσκεις δέντρο στην κορυφή της πουθενά. Οι Τούρκοι που είχαν ακούσει και ήξεραν μόνο τις λέξεις παλικάρι και λεβέντη έμειναν κατενθουσιασμένοι, την ακριβοπλήρωσαν, της έλεγαν πες το πάλι και πες το πάλι βαβά.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου