ΤΟΠΙΚΑ

Το ψάρεμα

το-ψάρεμα-851206

Τα κύματα σπάζανε πάνω στην αποβάθρα κι η φουσκοθαλασσιά ανέβαινε ολοένα. Ο Γιώργης δόλωσε και πέταξε την πετονιά όσο πιο μακριά μπορούσε. Ύστερα έσπρωξε προς τα πίσω το πάνινο καπέλο του κι έκανε χαμηλόφωνα προς το μέρος του Κώστα: “Για δες, έχουμε και παρέα”. “Ποιος είν’ αυτός;”, ρώτησε εκείνος μη ξεκολλώντας τα μάτια από τα νερά που κύλαγαν σαν ποταμάκια ανάμεσα στα βράχια.
Ο Γιώργης πήρε ύφος. “Ένας. Δεν ξέρω τ’ όνομά του. Χτες ήρθε πρώτη φορά κι έχει σκοπό να μας κουβαλιέται κάθε μέρα”. “Μπα; Και πώς έτσι;” φώναξε ο Κώστας και τράβηξε λίγο την πετονιά. Ο Γιώργης σούφρωσε τα χείλια κι έκανε συνωμοτικά: “Είναι γιατί τον δέρνει άσχημα η γυναίκα του, έτσι μου είπε. Δε θα τον ένοιαζε, λέει, να τον βαράει όποτε της κάνει κέφι, φτάνει να καταλαβαίνει ο ίδιος πότε είναι να του ’ρθει. Μα αυτή περιμένει κι εκεί που κάθεται ξένοιαστος και βλέπει τηλεόραση, έρχεται σιγά από πίσω του και τον κοπανάει με όλη της τη δύναμη. Τότε κι αυτός είναι υποχρεωμένος να σηκωθεί και να τη δείρει, κι αφού τη δείρει πάει στο δωμάτιο και κοιμάται και τότε αυτή τον ξανακοπανάει μέσα στον ύπνο του κι αυτός ξυπνάει και την ξαναδέρνει. Συνέχεια το ίδιο βιολί, μάτι δεν μπορεί να κλείσει όλη τη νύχτα”.
Ο Κώστας παράτησε στην τύχη της την πετονιά και γύρισε ολόκληρος προς το μέρος του Γιώργη: “Να πάρει ο διάβολος! Πρωτάκουστο! Και γιατί όλη αυτή η μασκαράτα;”
Ο Γιώργης έκανε ένα δυο βήματα στα ρηχά. Στο διάβα του τα καβουράκια παραμέρισαν και σκόρπισαν δεξιά κι αριστερά: “Άκου να δεις”, έκανε σοβαρά. “Στην αρχή όχι ότι δεν την έδερνε, την έδερνε ως άντρας μόνο και μόνο από φιλότιμο, στην πραγματικότητα όμως δεν του άρεσε να τη δέρνει, έτσι είπε. Όλα άρχισαν απ’ τη στιγμή που ένα μαγαζάκι που είχαν φαλίρισε και έκλεισε. Ήταν που ήταν πριν μίζερη η ζωή τους, ήρθαν και τα χρέη και έγινε αβάσταχτη. Η γυναίκα του έχασε τον έλεγχο, δε βάσταξε τη φτώχεια, τα νεύρα της έγιναν κουρέλι και επειδή τον θεώρησε υπεύθυνο για όλο αυτό το χάλι, βρήκε τον τρόπο να εκτονώσει την πίκρα και την απελπισία της. Γι’ αυτό κι εκείνος δεν της κρατάει κακία, το μόνο που θα ’θελε είναι να τον βαράει στα φόρα και όχι ύπουλα”.
“Και γιατί στα ξαφνικά αποφάσισε να ’ρχεται για ψάρεμα;”.
“Για να ησυχάσει λίγο το κεφάλι του, να ηρεμήσει, να τα αφήσει όλα πίσω, να μη σκέφτεται τίποτα”, ξεφύσηξε ο Γιώργης…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου