ΤΟΠΙΚΑ

Ίσος προς ίσο

ίσος-προς-ίσο-851206

Γίνονται πράγματα που δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη σημασία τους παρά σιγά σιγά. Με τον καιρό. Αυτά που συνέβησαν σε μένα έχουν την αιτία τους σε παλιές ιστορίες. Μεγάλωσα στην Αλβανία, σ’ ένα χωριό, μια άθλια ποντικότρυπα που είχαν τη φαεινή ιδέα να της δώσουν ένδοξο όνομα. Τέλος πάντων, όπου μπορεί γεννιέται ο καθένας. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα. Η μάνα μου ήταν μια καλή γυναίκα που κέρδιζε το ψωμί της βόσκοντας γίδια. Εγώ φύτρωσα και μεγάλωσα όπως τα ζιζάνια. Έμαθα από νωρίς να παίζω ξύλο με τ’ άλλα χαμίνια και για να υπερισχύσει η γνώμη μου χρησιμοποιούσα ένα παλούκι. Όταν τα πράγματα έσφιξαν για μένα στην Αλβανία, πέρασα τα σύνορα κρυφά και μπήκα στην Ελλάδα.
Ένα βράδυ στο μπαρ κάποιος ονόματι Γιάννης με προκάλεσε. Είχα πάνω μου ένα μαχαίρι, αλλά δεν ήθελα να χτυπηθούμε. Αυτός επέμενε. Βγήκαμε έξω. Στο πεζοδρόμιο γύρισε και μου είπε: “Πούστη Αλβανέ, ήρθε η ώρα σου”. Δεν πρόλαβε να τελειώσει κι εγώ χωρίς πια να σκέφτομαι ρίχτηκα απάνω του. Τον πλήγωσα άσχημα στο στήθος με το μαχαίρι και καθώς έπεφτε κατάλαβα πόσο εύκολο είναι να σκοτώσεις κάποιον ή να σκοτωθείς. Κανείς δεν είδε τη σκηνή, αλλά εγώ, από καθαρή βλακεία μπήκα πάλι στο μαγαζί κι είπα: “Όποιος τα βάζει μαζί μου αυτά παθαίνει”. Την άλλη μέρα έμαθα ότι δεν είχε σκοτωθεί, μα εμένα η φήμη μου είχε εξαπλωθεί και τ’ όνομά μου αναφέρονταν με σεβασμό κι όλοι με υπολόγιζαν.
Ένα άλλο βράδυ, μετά από καιρό, εκεί που έπινα κάποιος από το βάθος της αίθουσας έστειλε και με φώναξαν. “Εσύ λοιπόν παραλίγο να καθαρίσεις τον Έλληνα;” μου είπε. “Αφού το λες εσύ” απάντησα. “Σε μένα μην προσπαθείς να πουλήσεις εξυπνάδα. Έλα μαζί μου και δε θα χάσεις”. Έτσι έγινα μπράβος. Είχα πολλά λεφτά. Ξετρύπωσα μια όμορφη γυναίκα και την πήρα σπίτι. Πούλαγα προστασία και νταηλίκι και σύχναζα στα καταγώγια.
Το βράδυ της ιστορίας μου, το ίδιο βράδυ που η ιστορία μου τελειώνει, είχα ραντεβού με έναν φίλο για δουλειές. Ήταν καλοκαίρι κι όλος ο κόσμος ήταν έξω. Δεν πέρασε πολλή ώρα, όταν εμφανίστηκαν τρεις που είχα από παλιά άσχημα πάρε δώσε μαζί τους. Ήταν φανερό ότι κάτι είχαν βάλει με το νου τους. Έβγαλα τη σιδερογροθιά και την έκρυψα στη χούφτα μου. Ένας τους με πλησίασε κι άρχισε να μου λέει διάφορα. Τότε συνέβη κάτι που κανείς ποτέ δε θα μπορέσει να καταλάβει. Πρώτη φορά φοβήθηκα. Μέσα στα θολωμένα μάτια αυτουνού του Έλληνα είδα τον θάνατο και φοβήθηκα. Πήρα το φίλο μου και φύγαμε. Μας πρόφτασαν στην πιο πάνω γωνία. Ο φίλος μου μπόρεσε να γλιτώσει. Εγώ έπεσα. Αντάμωσα το θάνατο, πάλαιψα μαζί του ίσος προς ίσον κι ας ήταν αυτοί τρεις και σκοτώθηκα όπως ταιριάζει σ’ έναν άντρα.
Το κορμί μου έμεινε λίγη ώρα ξαπλωμένο καταμεσής του δρόμου και ύστερα το σήκωσαν. Σε λίγον καιρό κανείς δε θα θυμάται πια…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου