ΤΟΠΙΚΑ

Η παραχώρηση

η-παραχώρηση-851206

«Λοιπόν, κύριε Αντώνη, είσαι έτοιμος να μοιράσεις την περιουσία σου στα παιδιά σου όσο βρίσκεσαι ακόμα εν ζωή;», ρώτησε ο συμβολαιογράφος, έτσι, για ν’ ανοίξει το θέμα.
Ο γέρος δεν απάντησε καθόλου κι όσοι ήταν μέσα στο γραφείο, η γυναίκα του και τα τρία παιδιά του δηλαδή, απόμειναν κατάπληχτοι. Μα ο συμβολαιογράφος, συνηθισμένος από κάτι τέτοια τερτίπια κι αργοπορίες, δεν ανησύχησε διόλου. Έγειρε πίσω στην πολυθρόνα κι άρχισε να χαϊδεύει το μουστακάκι του με τα δυο του δάχτυλα. Πάππου προς πάππου ασκούσε η οικογένειά του ετούτο το επάγγελμα κι από πατέρα σε γιο είχε μεταβιβαστεί η πολύτιμη εμπειρία σχετικά μ’ όσα έχουν να κάνουν με τη χωριάτικη ράτσα. Ήξερε για την πονηρή επιφυλαχτικότητά τους, που κατάπνιγε πριν ακόμα γεννηθεί κάθε συζήτηση μες σε μακριές σιωπές κι ατέλειωτο, άσχετο με το θέμα, κουβεντολόι.
«Ώστε το έχεις πάρει απόφαση. Εμπρός λοιπόν, να μη χρονοτριβούμε».
«Μάλιστα, κύριε Κόκκαλη, έτσι είναι. Σου ’χα κάνει λόγο γι’ αυτό πριν από τρία χρόνια κι απόμεινα τότε να το σκεφτώ λιγάκι ακόμα. Μα τώρα το πήρα απόφαση».
Κι άρχισε να ξηγάει με κοφτές λέξεις, μ’ ατέλειωτες σιωπές κι αδιάκοπους αναστεναγμούς τους λόγους. Μα εκείνο που δεν είπε και που ήξερε πολύ καλά ο συμβολαιογράφος ήταν η μεγάλη του θλίψη, η λύσσα κι ο καημός που του ξέσκιζαν τα σωθικά γιατί έχανε τα υπάρχοντά του, που με τόσο μεγάλο πάθος τα ορέχτηκε πριν να πεθάνει ο πατέρας του και που με το ίδιο πάθος και με χτηνώδικο πείσμα τα υπηρέτησε και τα δούλεψε, τρώγοντας μοναχά ντομάτα και ψωμοτύρι, κάτω από τον ολοφλόγιστο ήλιο, κάτω από τη βροχή, χωρίς ούτε στιγμή αναπαμό, χωρίς ανάκαρα. Το ένα χωράφι αντιπροσώπευε ολάκερα χρόνια απ’ τη ζωή του, το άλλο άλλα τόσα, το τρίτο τα υπόλοιπα. Τίποτα άλλο δεν είχε αγαπήσει τόσο πολύ, όσο την ιδιοχτησία του. Μήτε γυναίκα, μήτε παιδιά, μήτε αδερφό ή φίλο. Και τώρα έφτασε η στιγμή που έπρεπε να τα δώσει στα παιδιά του, καθώς ο πατέρας του τα έδωσε σ’ αυτόν, λιώνοντας απ’ τον καημό του και λυσσώντας κι εκείνος από μέσα του.
Ξανάπεσε μακριά σιωπή. Ο συμβολαιογράφος τέλειωσε με το μουστάκι κι άρχισε τώρα να ξετάζει τα νύχια του.
«Βλέπεις, κύριε Κόκκαλη, τα πόδια μου δε με βαστούν, τα χέρια μου τρέμουν», απολογήθηκε ο γέρος. «Αυτή είν’ η αλήθεια. Υπάρχει Θεός και βλέπει» είπε η γριά δίπλα στο γέρο κι έσκυψε το κεφάλι συντριμμένη από μισού αιώνα υπακοή κι από δουλειά απροσμέτρητη.

«Τότε δε μένει τίποτε άλλο, παρά ν’ αρχίσουμε», είπε ο συμβολαιογράφος…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου